ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

30 χρόνια χωρίς τη Μελίνα Μερκούρη

Το θέατρο, η καριέρα στο εξωτερικό, ο αντιδικτατορικός αγώνας και η πολιτική

30 χρόνια χωρίς τη Μελίνα Μερκούρη

Αρκεί να πεις το μικρό της όνομα για να καταλάβει κάποιος για ποια μιλάς. Ή μάλλον, μπορείς να την αποκαλέσεις απλά «τελευταία Ελληνίδα θέα». Η σκέψη όλων πάει στη Μελίνα Μερκούρη, την ηθοποιό, την πολιτικό, την αγωνίστρια, τη γυναίκα πίσω από τον αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Μία ημέρα σαν σήμερα, στις 6 Μαρτίου 1994, σβήνει για πάντα το πλατύ της χαμόγελο και η Ελλάδα θρηνεί μια σπουδαία φυσιογνωμία. Σήμερα συμπληρώνονται 30 χρόνια από τότε που η Μελίνα Μερκούρη έχασε τη μάχη με τον καρκίνο στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης. 

«Η Μελίνα Μερκούρη πέθανε με αξιοπρέπεια», αυτά τα λόγια είχε χρησιμοποιήσει ο Ζυλ Ντασέν για να μεταφέρει τη θλιβερή είδηση του θανάτου της γυναίκας της ζωής του σε έναν αγαπημένο του φίλο. Ήταν 73 ετών όταν άφησε την τελευταία της πνοή.  Λίγο πριν αποχωρήσει για την Αμερική, η Μελίνα Μερκούρη έκανε τις τελευταίες δηλώσεις της στους δημοσιογράφους. «Βλέπετε, είμαι ντυμένη στα γαλάζια, για να μου δώσει δύναμη η γαλανόλευκη... Αστεία κάνω...»

Η πιστή της φίλη, Μανουέλλα Παυλίδου είχε μιλήσει στο περιοδικό Gala για τη Μελίνα και το τέλος της. «Είχε μια ψυχραιμία με τον θάνατο. Ηταν μια γυναίκα που φοβόταν πάρα πολύ τον καρκίνο. Οταν η ίδια έμαθε ότι είχε το 1988, είπε "πολύ καλά" και δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό, ούτε τη λέξη δεν αναφέραμε, ενώ τον θάνατο τον αντιμετώπιζε πολύ ψύχραιμα. Ελεγε "λες να πεθάνω;", σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Πέθανε Κυριακή 6 Μαρτίου και η σορός της ήρθε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου την Ημέρα της Γυναίκας», είχε εξομολογηθεί η κ. Παυλίδου και συνέχισε: «H Mελίνα πέθανε πολύ νέα, μόλις 73 χρόνων. Με τον Μάνο Χατζιδάκι είχαν μια μεγαλειώδη σχέση. Με καβγάδες, διαφωνίες, με τα πάντα. Αλλά ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε προτού μπει στο χειρουργείο. Ηταν κι εκείνος στην Αμερική και είχε έρθει την παραμονή το βράδυ στο δωμάτιό της με τον γιο του Γιώργο και ο Μάνος κάθισε μαζί της και τραγουδούσαν το "Χάρτινο το φεγγαράκι". Λίγο καιρό μετά τον θάνατό της μου είχε πει: "Βρε Μανουέλλα, γράφουν και γράφουν τόσα για τη Μελίνα και κανείς δεν έχει γράψει ότι η Ελλάδα έχασε το ερωτικό της πρόσωπο". Με τη Μελίνα ήμασταν συνέχεια μαζί, στο νοσοκομείο κοιμόμουν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της, ήμουν μαζί της όταν “έφυγε” στην Εντατική. Είναι ένα συναίσθημα που δεν περιγράφεται». 

Η Μελίνα Μερκούρη, το άστρο της υποκριτικής και ο αγώνας στην πολιτική

Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920 και αποτελέσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο τόσο για τον ελληνικό και διεθνή κινηματογράφο, όσο και για την ελληνική πολιτική σκηνή, δίνοντας «αγώνα ζωής» για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα. 

Η Μελίνα Μερκούρη καταγόταν από μία πολύ γνωστή οικογένεια της Αθήνας, με αρβανίτικες ρίζες, που προερχόταν από την Αργολίδα και μέλη της είχαν πολεμήσει στην Επανάσταση του 1821. Ο παππούς της Μελίνας, Σπυρίδων Μερκούρης, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος Αθηναίων. Ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού και χρημάτισε βουλευτής και υπουργός (Λαϊκόν Κόμμα, Εθνικόν Ριζοσπαστικόν Κόμμα, Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) ενώ για πολλά χρόνια συμμετείχε στη διοίκηση της ομάδας του Παναθηναϊκού. Στην κατοχή, ο Σταμάτης Μερκούρης ίδρυσε την αντιστασιακή οργάνωση με την ονομασία «Ριζοσπαστική Οργάνωσις» τον Ιανουάριο του 1942. Ο θείος της, Γεώργιος Μερκούρης, είχε ακροδεξιές πολιτικές απόψεις και ήταν ιδρυτής του Ελληνικού Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας την περίοδο της Κατοχής, γεγονός που προκάλεσε την οργή της οικογένειας Μερκούρη, ενώ αρνήθηκαν να παραστούν στην κηδεία του, το 1943. Η μητέρα της, Ειρήνη Λάππα, ήταν αδελφή του ναυάρχου Πύρρου Λάππα, ο οποίος διατέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, γενικός γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων και αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά Παύλου.

Το Σεπτέμβρη του 1938 η Μελίνα Μερκούρη γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά. Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον Παναγή Χαροκόπο. Στα τέλη της δεκαετίας του 40, η Μελίνα γνώρισε τον Πύρρο Σπυρομήλιο με τον οποίο υπήρξαν ζευγάρι για εφτά ολόκληρα χρόνια. Κατά πολλούς υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, πριν συναντήσει τον Ντασέν. Ο Πύρρος Σπυρομήλιος ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και ήρωας του αλβανικού μετώπου. Πέθανε τον Μάρτιο του 1961 από υπερτροφία της καρδιάς, γεγονός που συνέτριψε τη Μελίνα, παρόλο που είχαν μεσολαβήσει πέντε χρόνια από τον οριστικό χωρισμό τους.

Το 1955 υπήρξε η χρονιά - σταθμός της καριέρας και της ζωής της. Ήταν η χρονιά που πρωταγωνίστησε στην πρώτη κινηματογραφική της ταινία, τη Στέλλα. Η ταινία διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και κατά την προβολή της, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ζυλ Ντασέν, με τον οποίο έμεινε μαζί του, έως το τέλος της ζωής της.

Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο του Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της Λευτεριάς» και ακολουθεί το έργο του Laszlo Bus-Fekete «Η κόμισσα και ο καμαριέρης». Ακολουθούν: 1945-1946 «Μις Μπα», «Θα σε παντρευτώ Τέρας», «Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πωλείται Κέφι», «Η Μπόρα Πέρασε», «Επικίνδυνη Στροφή», «Ο Άνθρωπος και τα Όπλα», «Φαύλος Κύκλος», «Της Νύχτας τα Καμώματα», «Ένας Φίλος θα ‘ρθει απόψε» 1946 «Τρισεύγενη», «Ανατολικά του Σουέζ», «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ», «Δεν θα τα πάρεις μαζί σου», 1947 «Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος», «Γαμήλιο Εμβατήριο», «Ο Βασιλικός», «Το τραγούδι της Κούνιας».

Το 1949 στο θέατρο τέχνης του Κάρολου Κουν, ερμήνευσε την Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Η παράσταση σημείωσε πραγματικό θρίαμβο τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Στην πρεμιέρα το κοινό σηκώθηκε όρθιο φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά της και ξέσπασαν σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Ήταν ο ρόλος που επί της ουσίας την καθιέρωσε ως πρωταγωνίστρια, δίνοντας μία ηχηρή απάντηση στους αμφισβητίες της. Ο ίδιος ο Δημήτρης Ροντήρης (ο οποίος απεχθανόταν το θέατρο Τέχνης, αποκαλώντας το συχνά «φιδοφωλιά») της έδωσε συγχαρητήρια για την υπέροχη ερμηνεία της. Ειδικά για τη συγκεκριμένη παράσταση γράφτηκε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Χάρτινο το Φεγγαράκι».

Ακολούθησαν «Το μικρό Καλύβι», «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», «Ο Θάνατος του Εμποράκου», «Bolero», 1950 «Άννα Λουκάστα», «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» (Ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυράτ και έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Τίτος Βανδής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Βούλα Ζουμουλάκη κλπ), 1951 «Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν», «Η Μεγάλη Παρένθεση».

Η μετάβαση της Μελίνας Μερκούρη στις σκηνές του εξωτερικού

Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στη Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς της Γαλλίας, του Μαρσέλ Ασάρ. Ο Αχιλλέας Μαμακης από πολύ νωρίς την αποκαλεί συχνά στη θεατρική στήλη της εφημερίδας « Έθνος», «Ελληνο-Παρισινή πρωταγωνίστρια». Το 1953 κερδίζει το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη», ένα σημαντικό θεατρικό βραβείο που καθιέρωσε η Μαρίκα Κοτοπούλη για τις νέες ανερχόμενες ηθοποιούς. Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή και την παριζιάνικη. Το 1960 παίζει με τεράστια επιτυχία στο θέατρο Τέχνης το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη. Οι κριτικές είναι διθυραμβικές για τη Μελίνα, με κοινό και κριτικούς να αναφέρουν πως η Μελίνα ήταν τόσο ρεαλιστική που δεν «έπαιζε» την Αλεξάνδρα ντελ Λαγκο, αλλά «ήταν» η Αλεξάνδρα ντελ Λαγκο επί σκηνής. 

Επόμενος σημαντικός σταθμός στη θεατρική της καριέρα είναι το 1967 με το «Illya Darling» που ανεβάζει, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια των παραστάσεων και με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Μπρόντγουέι στις ΗΠΑ, ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ. Το έργο είναι η θεατρική διασκευή του κινηματογραφικού έργου «Never on Sunday» (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση. Η παράσταση σημείωσε πραγματικό εμπορικό θρίαμβο με αποτέλεσμα η Μελίνα να γίνει εξώφυλλο, στο ευρείας κυκλοφορίας αμερικανικό περιοδικό Life. Η εξαιρετικά επιτυχημένη ερμηνεία της Μελίνας, της χάρισε μια υποψηφιότητα για το μεγάλο θεατρικό Βραβείο Tony. 

 

Ο έρωτας με τον Ζυλ Ντασσέν, το Ντεσενάκι της

Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν. Η Παρί Ζουρ δημοσίευσε την είδηση για τη Μελίνα και τον Ντασέν, από τη Λωζάνη όπου αναπαύονταν μετά τα γυρίσματα του Τοπ Καπί (Topkap, 1964), ως εξής: «Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο. Ο Ντασσέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός». «Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό εις την ζωήν δεν θα το μάθω ποτέ», ομολογεί η Μελίνα. «Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ». 

Ο Ζυλ Ντασέν και η Μελίνα Μερκούρη παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου του 1966 στο δημαρχείο Λωζάνης. Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ο μόνος Έλληνας μάρτυρας στο γάμο. Ο άλλος μάρτυρας ήταν ο Ελβετός δικηγόρος του Ζυλ Ντασέν. Στην επτάλεπτη διαδικασία παραβρέθηκαν ακόμη ο ληξίαρχος και η σύζυγος του Ελβετού δικηγόρου. «Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μου», φέρεται ότι δήλωσε η Μελίνα Μερκούρη. «Θα ήθελα να είχαμε παντρευτεί στην Ελλάδα, αλλά τότε θα έπρεπε να καλέσουμε πολύ κόσμο και δεν ταίριαζε ο θόρυβος και η φασαρία σε μια απλή τελετή που επισφραγίζει συμβίωση 10 χρόνων». Το ίδιο βράδυ ακολούθησε ελληνικότατο γλέντι με συρτάκι και πολύ κέφι στο Λωζάν Παλλάς

Κατά τα έτη 1967-1974, τα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του «Illya Darling», η Μελίνα Μερκούρη έπαιξε μόνο τη Λυσιστράτη το 1972 στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την «Όπερα της πεντάρας», το 1976 τη «Μήδεια» με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το «Συντροφιά με το Μπρεχτ» από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το «Άννα μην κλαις» για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα. Τέλος, το 1980 ανέβασε ξανά το «Γλυκό πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά τη θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν». Το 1992 κάνει μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση στην όπερα Πυλάδης, σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Αρκετά σημαντική ήταν και η πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο. Της χάρισε αρκετά βραβεία με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και επίσης μία υποψηφιότητα για Όσκαρ για το Ποτέ την Κυριακή (Never on Sunday) το οποίο έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1960. Κέρδισε όμως το βραβείο καλύτερης ερμηνείας από τους κριτικούς του Κλίβελαντ . Επίσης βραβεύτηκε με το ιταλικό βραβείο Ντονατέλλο (Donatello) για την ερμηνεία της στο Τοπ Καπί το 1965. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφια για Χρυσές Σφαίρες (Golden Globes) και δυο φορές υποψήφια στα βραβεία BAFTA. 

Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που στην ταινία είχε τον τίτλο Στέλλα (1955). Η ταινία αυτή ήταν η μόνη που έκανε η Μελίνα Μερκούρη με ελληνική παραγωγή (Μήλλας Φιλμ). Για την ερμηνεία της στη Στέλλα, ήταν υποψήφια στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το οποίο έχασε, οδηγώντας την Isa Miranda στην απόφαση να της δώσει ένα ειδικό βραβείο με το όνομά της (Βραβείο Isa Miranda). Το 1957 παίζει στην πρώτη της ξενόγλωσση ταινία, σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν με τίτλο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (γαλλικά: Celui qui doit mourir), βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη.

Με το Ποτέ την Κυριακή το 1960, απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση. Έγινε διεθνής σταρ και η Ελλάδα παγκόσμιος προορισμός.

Άλλες σημαντικές ταινίες της ήταν η Φαίδρα (1962), με συμπρωταγωνιστή τον Άντονι Πέρκινς, η οποία σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη, αλλά όχι στην Αμερική, το Τοπ Καπί (1964) η οποία αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της καριέρας της, σε διεθνές επίπεδο, με εισπράξεις 7 εκατομμυρίων δολαρίων (όσο περίπου και η ταινία του Χίτσκοκ Μάρνι της ίδιας χρονιάς). Το 1966 γυρίζει την ταινία Ραντεβού στη Λισαβόνα (A Man Could Get Killed) με συμπρωταγωνιστή τον Τζέιμς Γκάρνερ. Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται ο Φρανκ Σινάτρα στο τραγούδι «Strangers in the night», το οποίο αρχικά είχε προταθεί να τραγουδήσει η Μελίνα Μερκούρη. Η ταινία Δοκιμή (1974) είναι εμπνευσμένη από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στην οποία συμμετέχουν μια σειρά από σπουδαίες προσωπικότητες (Λόρενς Ολιβιέ, Άρθουρ Μίλερ, Λίλιαν Χελμαν, Μίκης Θεοδωράκης κ.ά.)

Το 1977 γυρίζει το τελευταίο της φιλμ Κραυγή γυναικών, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Η ταινία δεν σημειώνει επιτυχία, όμως προβάλλεται στο φεστιβάλ των Καννών.

Ο αντιδικτατορικός αγώνας, η δολοφονική επίθεση και η επιστροφή στην Ελλάδα

Κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974) πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα. Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα. Επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς αλλά και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποιήσει ενάντια στη χούντα. Κατά τη διάρκεια των αγώνων της έγιναν εναντίον της απόπειρες δολοφονίας.

Στην Ελλάδα το Δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών οργανώθηκε ώστε να την αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο. Στον φάκελο της, ο οποίος δημοσιεύτηκε πρόσφατα, μεταξύ άλλων έγραφαν: «Να συγκεντρωθεί ό,τι έχει λεχθεί περί Μερκούρη από τους κομμουνιστάς και ιδίως από το ΚΚΕ και το οποίον να καταδεικνύη ότι η δράσις της εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του κομμουνισμού εν Ελλάδι. Το ανωτέρω υλικόν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί εις πάσαν ευκαιρίαν διά να καλλιεργηθεί εις το εξωτερικόν η πεποίθησις ότι η εν λόγω ηθοποιός είναι κομμουνίστρια. Αλλά και ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη του ανωτέρω υλικού επιβάλλεται να διοχετεύεται συνεχώς διά του ψιθύρου και διά δημοσιευμάτων ότι η Μερκούρη είναι κομμουνίστρια και εργάζεται όχι διά την Δημοκρατίαν αλλά διά τον κομμουνισμόν». Την ίδια εποχή, η λογοκρισία της Χούντας απαγόρευσε τους δίσκους και τις ταινίες της, ενώ της δήμευσαν όλη την περιουσία της.

Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων του «Illya Darling» στις Η.Π.Α, η Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε να κάνει τις πρώτες δηλώσεις εναντίον της Χούντας, στην αμερικανική τηλεόραση. Από εκείνη την περίοδο άρχισαν και οι απειλές κατά της ζωής της. Η αρχή έγινε με ένα τηλεφώνημα αγνώστου, ο οποίος ουρλιάζοντας την προειδοποίησε «Σκάσε σκύλα, για να μην σε κάνουμε εμείς να σκάσεις!». Ακολούθησαν και άλλα απειλητικά τηλεφωνήματα «Πόρνη! Κομμουνίστρια πόρνη! Οι συνταγματάρχες αναχαίτισαν την εισβολή πενήντα χιλιάδων κομμουνιστών στρατιωτών από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Νομίζεις πως θα δυσκολευτούν να σταματήσουν εσένα;» Παράλληλα δεχόταν εκατοντάδες γράμματα, μερικά από τα οποία ήταν γεμάτα μίσος και απειλές. Της έστελναν εικόνες σεξουαλικών βασανιστηρίων και διαστροφής.

Το FBI έχοντας πληροφορίες ότι επίκειται δολοφονική επίθεση εναντίον της, την ενημέρωσε λέγοντας της ότι, πρέπει να λάβει τα μέτρα της ώστε να προστατευτεί. Πράγματι, αστυνομικοί της Νέας Υόρκης άρχισαν να τη συνοδεύουν ακόμα και στο αυτοκίνητο. Μια μέρα, η Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε με το αυτοκίνητο από το σπίτι της, για να πάει στο θέατρο. Ένα αυτοκίνητο φάνηκε να ακολουθεί το αυτοκίνητο στο οποίο βρισκόταν η Μελίνα, ώσπου άρχισε να το πλευρίζει. Μέσα στο αυτοκίνητο διακρίνονταν κάμποσοι άντρες. Όλοι μαζί άρχισαν να βρίζουν τη Μελίνα με χυδαίες εκφράσεις από το ανοιχτό παράθυρό τους. Η Μελίνα θέλησε εξαγριωμένη να τους απαντήσει με τον ίδιο τρόπο ανοίγοντας το παράθυρο της. Τότε αντίκρισε την κάννη ενός όπλου που τη σημάδευε. Ο οδηγός τους όταν είδε ότι η Μελίνα συνοδευόταν από αστυνομικό, ο οποίος ήταν έτοιμος να αντιδράσει εναντίον τους, ανέπτυξε ταχύτητα και έφυγε.

Ήταν 7 Μαρτίου του 1969, όταν έγινε βομβιστική επίθεση στο θέατρο της Γένοβας, με σκοπό τη δολοφονία της. Η βόμβα ανακαλύφθηκε τυχαία, μετά από έλεγχο της σκηνής. Είχε τοποθετηθεί ακριβώς στο σημείο που θα μιλούσε η Μελίνα. Αμέσως κλήθηκε η πυροσβεστική και η αστυνομία της πόλης. Αφού την τοποθέτησαν στο προαύλιο του θεάτρου, η βόμβα εξερράγη ευτυχώς χωρίς θύματα. Μια άλλη απόπειρα επίθεσης εναντίον της έγινε στο Τορίνο. Η Μελίνα είχε ξεκινήσει την ομιλία της καταγγέλλοντας τη Χούντα. Μια φάλαγγα από εξαγριωμένους φασίστες ήταν έτοιμοι να της επιτεθούν. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν μπροστά μέλη του Κ.Κ. Ιταλίας, την περικύκλωσαν δημιουργώντας έτσι μια ανθρώπινη "ασπίδα" με σκοπό να την προστατέψουν, τραγουδώντας προς το μέρος τους, το γνωστό ιταλικό αντιστασιακό τραγούδι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Bella Ciao. Οι φασίστες όταν είδαν την αντίδραση τους, τράπηκαν σε φυγή.

Με την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα όπου και εγκαθίστανται μόνιμα πλέον. Αρχικά δέχεται πρόταση από το ΚΚΕ, όμως τελικά συνεργαζόμενη με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Κ. και τον Ανδρέα Παπανδρέου ιδρύουν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα. Με πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου, που έχει αναλάβει την προεδρία του Κινήματος, θέτει υποψηφιότητα στην Β΄ Πειραιώς το 1974 αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής για λίγες ψήφους, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει το 1977. Υπηρετεί, ανελλιπώς τη Βουλή των Ελλήνων μέχρι το θάνατό της, τα τελευταία χρόνια ως βουλευτής Επικρατείας. Εκλέγεται, επίσης, συνεχώς στα ανώτατα καθοδηγητικά όργανα του ΠΑΣΟΚ, Κεντρική Επιτροπή και Εκτελεστικό Γραφείο.

Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου, να δημιουργήσει το θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985. Έδωσε έμφαση στην αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης, καθώς και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Επίσης ανέθεσε τη μελέτη για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας (ιστορικό κέντρο της Αθήνας) ώστε να δημιουργηθεί ένα αρχαιολογικό πάρκο. Ενώ ως υπουργός πολιτισμού, υποστήριξε θερμά το πρόγραμμα «Αιγαίο Αρχιπέλαγος» με σκοπό να προστατέψει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Αιγαίου αρχιπελάγους.

Το 1990 διεκδίκησε τη δημαρχία της Αθήνας, χωρίς όμως επιτυχία. Αντίπαλος της στις Δημοτικές εκλογές με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας, ήταν ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος εκλέχθηκε Δήμαρχος της Αθήνας.

Στη δεύτερη θητεία της στο Υπουργείο Πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του Πολιτισμού και της Θεατρικής Αγωγής στα σχολεία από την πρώτη του δημοτικού, γνωστό ως το Πρόγραμμα «ΜΕΛΙΝΑ - Εκπαίδευση και Πολιτισμός». Ήταν ίσως το τελευταίο μεγάλο όραμα της που ήθελε να πραγματοποιήσει, με σκοπό να γαλουχήσει τα παιδιά με τον πολιτισμό και τις τέχνες. Πίστευε ακράδαντα πως με αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθούν μελλοντικοί πολίτες με ουσιαστική παιδεία. «Αν επιτευχθεί η ευαισθητοποίηση του παιδιού στον πολιτισμό, θα δημιουργηθεί μια άλλη κοινωνία, μια άλλη νοοτροπία, μια άλλη πολιτική». Το πρόγραμμα αυτό, η Μελίνα το παρουσίασε λίγο πριν ταξιδέψει στις ΗΠΑ για λόγους υγείας και αποτέλεσε μια από τις μεγάλες της παρακαταθήκες στον πολιτισμό.

Το «ύστατο χαίρε» στην «τελευταία Ελληνίδα θέα»

Μετά από πολύχρονη αντιμετώπιση του καρκίνου, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994.

Η σορός της, έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994, ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Στην κηδεία της συγκεντρώθηκε ίσως ο περισσότερος κόσμος, μετά από την πάνδημη κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού. Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο. 

Την ώρα της κηδείας της, τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά, ενώ σβήνουν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους. Σύμφωνα με τους New York Times, αποτελεί πρακτική που συνηθίζεται για τους Αμερικανούς ηθοποιούς που πρωταγωνίστησαν στις θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης. Η Μελίνα υπήρξε η μοναδική ξένη ηθοποιός που τιμήθηκε με αυτό τον τρόπο από το Μπρόντγουεϊ.

Η Μελίνα Μερκούρη μέσα από τα δικά της λόγια 

Η Μελίνα Μερκούρη έδωσε πολλές συνεντεύξεις στη ζωή της. Ανάμεσά σε άλλα είχε μιλήσει για τη σχέση της με τον Ντασέν, τα χρήματα, την υπερκόπωση... Το 1984 έλεγε: «Ακούστε να σας πω. Εμείς, ο Τζούλι και εγώ… Ο Ντασσέν δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως ήταν μέσα στους πέντε μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου. Αλλά από την πρώτη στιγμή είχαμε μια περίεργη τύχη. Μιλάω για την καριέρα μου στον κινηματογράφο, γιατί αυτή είναι που αποφέρει και τα περισσότερα χρήματα. Στο θέατρο στην Αμερική βγάζεις επίσης πολλά χρήματα, αν πετύχεις στο Μπρόντγουεï. Αλλά η δική μου καριέρα είχε πολλά περίεργα συμπτώματα. Κάθε φορά που πήγαινε να γίνει το μπουμ, κάτι περίεργο συνέβαινε. Αλλοτε ήταν μια μεγάλη αρρώστια, όπως το ’63, σε ηλικία 43 χρόνων, που ετοιμαζόμουν να παίξω μεγάλους ρόλους σε έργα του Τενεσί Ουίλιαμς. Κανείς, ούτε η ίδια μου η μάνα, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο βαριά αρρώστησα. Είχα πάθει υπερκόπωση και έμεινα στο κρεβάτι έξι μήνες. Εγώ που δεν μπορώ να κάτσω ούτε έξι ώρες! Μετά, μέχρι το ’67 έκανα πολλές ταινίες και κέρδισα πολλά χρήματα. Από την άλλη, ο Ντασσέν νομίζω ότι θυσίασε την καριέρα του για χάρη της Ελλάδας και της Μελίνας. Την πρώτη φορά τη θυσίασε για πολιτικούς λόγους, με τον μακαρθισμό. Τότε δεν δούλεψε για πέντε χρόνια. Μετά το “Ριφιφί” έγινε ο σκηνοθέτης που θα μπορούσε να πληρωθεί με τα περισσότερα χρήματα. Και βέβαια, κερδίσαμε πολλά με το “Ποτέ την Κυριακή”. Αν κάναμε άλλο ένα τέτοιο φιλμ, θα ήμασταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κινηματογράφου. Αλλά, παρόλο που κερδίσαμε πολλά, τότε ήρθε η χούντα. Και χρειάστηκε να δώσουμε πολλά χρήματα. Για την εξορία μου, για κάποιες ταινίες που γυρίσαμε. Γίναμε απόκληροι. Τα έξοδά μας ήταν πολλά. Χάσαμε σχεδόν τα πάντα».

Υπήρξε μία από τις δυναμικότερες Ελληνίδες και συνήθιζε να λέει: «Ολες μας έχουμε αισθανθεί τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σε μια κοινωνία φτιαγμένη από άνδρες για άνδρες. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα διεκδικούμε την ισότητα της συμμετοχής μας. Δεν θέλουμε “πολιτική για τις γυναίκες” από άνδρες. Θέλουμε πολιτική από άνδρες και γυναίκες για μια κοινωνία ίσων πολιτών».

Δεν δίσταζε να μιλήσει ανοιχτά για την απόφασή της να μην γίνει μητέρα. Ξεχωριστή θέση στη ζωή της είχε ο έρωτας, αλλά όχι ο θεσμός του γάμου. «Στα 18 νομίζω ότι κυριαρχεί ο ενθουσιασμός. Λες: "Θα τον αγαπώ σε όλη μου τη ζωή". Στα 35 σου, αν ερωτευτείς, πρέπει να λες στον εαυτό σου ότι θα σου κρατήσει σε όλη σου τη ζωή. Νομίζω πως όταν μια γυναίκα στα 35 λέει πως είναι ερωτευμένη, είναι ερωτευμένη και για την υπόλοιπη ζωή της. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσει και να ξεκινήσει από την αρχή. Γιατί τότε γίνεται γελοίο. Γιατί στα 45 είσαι απελπισμένος και ερωτεύεσαι πράγματα που δεν το αξίζουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Εγώ ήθελα άλλα πράγματα, δεν ήθελα παιδιά. Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να κάνω παιδιά. Οσο για τις φίλες μου; Ηθελαν παιδιά, χρήματα, μια καλύτερη θέση και ελευθερία για να γίνουν γυναίκες. Ηταν τρομερό για μια Ελληνίδα να είναι 17 χρόνων και ανύπαντρη. Ηταν φοβερό γεγονός. Είχα μια φίλη που παντρεύτηκε 16,5 χρόνων. Ολες τη ζήλευαν. Εγώ έκανα το λάθος να παντρευτώ έξι μήνες αργότερα, γιατί ήμουν 17, και έπρεπε να το κάνω. Καταριέμαι τον εαυτό μου γι’ αυτή την απόφαση». 

Η Μελίνα Μερκούρη είχε περιγράψει πώς ερωτεύτηκε τον Ντασέν. «Έφτασε από την άλλη άκρη της αίθουσας πηδώντας πάνω απ’ τα καθίσματα με ευκινησία δρομέα σε αγώνα μετ’ εμποδίων. Του άρεσε η Στέλλα. Δεν κέρδισα. Κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μην βλέπει κανείς τα δάκρυά μου. “Έχει τόσο μεγάλη σημασία το βραβείο;” Ήταν ο άνθρωπος με τα γαλανά μάτια. Τον μίσησα. Εκείνος μπορούσε να μιλάει. Πήρε το βραβείο του καλύτερου σκηνοθέτη. “Μωρέ, τι μας λες;” “Αξίζεις πολύ περισσότερα από ένα βραβείο” Με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε. Τέλος Αυγούστου πήγα στο Παρίσι. Στο ξενοδοχείο υπήρχε ένα μήνυμα. Είχε τηλεφωνήσει ο Ζυλ Ντασσέν. Το άλλο πρωί ξανατηλεφώνησε και κανονίσαμε να έρθει στο ξενοδοχείο το μεσημέρι. Στις δώδεκα ακριβώς ήταν εκεί (ο Ντασσέν είναι ο πιο απελπιστικά ακριβής άνθρωπος στον κόσμο). Δεν μπήκε περπατώντας στο δωμάτιο. Μπήκε χορεύοντας. Για ένα διάστημα μιλήσαμε για την ταινία. Μάλλον φημίζομαι για την όρεξή μου, αλλά ξέχασα το μεσημεριανό φαγητό. Το ίδιο και εκείνος. Συζητήσαμε ώρες ολόκληρες. Το επόμενο βράδυ έφευγα για το Λονδίνο. Στην είσοδο του ξενοδοχείου με αποχαιρέτησε. Μου πήρε το χέρι. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Ύστερα είπε: “I’m hooked”».

 

Κεντρική φωτογραφία: Facebook / Melina Mercouri - Μελίνα Μερκούρη

 

Πηγή:athensvoice.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση