ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤτΕ: Οι τέσσερις μεγάλες προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα
Η πρόσβαση στις αγορές χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες είναι ακόμη περιορισμένη και δεν έχει καταστεί εφικτή η μακροχρόνια χρηματοδότησή τους χωρίς την παροχή εξασφαλίσεων.
SHARE:
Οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αλλά και μία σειρά άλλων θετικών εξελίξεων, όπως η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας, έχουν βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης και τη ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Προειδοποιεί ωστόσο ότι οι προκλήσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας εξακολουθούν να είναι μεγάλες και αλληλένδετες. Θα πρέπει δε να αντιμετωπιστούν είτε συνολικά είτε κατά τρόπο που να υπολογίζεται η αλληλεπίδραση της κάθε μεμονωμένης λύσης.
«Οι συνθήκες χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκαν, γεγονός που επενεργεί θετικά στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και στις δυνατότητές του να επιτελέσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο» αναφέρει η ΤτΕ στην έκθεσή της και προσθέτει ότι το περιβάλλον περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων στην Ευρωζώνη αποτελεί σημαντική παράμετρο που επηρεάζει το κόστος χρηματοδότησης.
Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται, πως η πρόσβαση στις αγορές χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες είναι ακόμη περιορισμένη και δεν έχει καταστεί εφικτή η μακροχρόνια χρηματοδότησή τους χωρίς την παροχή εξασφαλίσεων.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εκτός από την επίλυση του προβλήματος της ρευστότητας, καλείται να αντιμετωπίσει και άλλες πιο σημαντικές προκλήσεις, διαμηνύει η ΤτΕ. Αυτές, όπως εξηγεί, σχετίζονται με:
α) τον μεγάλο όγκο των κόκκινων δανείων
β) την οργανική κερδοφορία,
γ) την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού και
δ) την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων
«Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι εν λόγω προκλήσεις είναι αλληλένδετες και, για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, είτε μεμονωμένα είτε συνολικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αλληλεπίδραση των αποτελεσμάτων που θα επιφέρει κάθε μεμονωμένη προσέγγιση» προειδοποιεί η ΤτΕ.
Εξηγεί ότι η οργανική κερδοφορία των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού τους. Η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία, καθώς διατηρεί υψηλά το κόστος του πιστωτικού κινδύνου. Το κόστος αυτό με τη σειρά του περιορίζει το καθαρό περιθώριο κέρδους των τραπεζών.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι η ΤτΕ έχει χαρακτηρίσει θετικό βήμα το σχέδιο Ηρακλής προειδοποιώντας, ωστόσο, πως αυτό δεν αρκεί για την αντιμετώπιση του φλέγοντος ζητήματος των κόκκινων δανείων.
Η εικόνα των κόκκινων δανείων
Το απόθεμα των ΜΕΔ συρρικνώθηκε περαιτέρω και διαμορφώθηκε τον Ιούνιο του 2019 σε 75,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,9% ή 6,4 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2018 (81,8 δισεκ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ από το υψηλότερο σημείο τους, στο οποίο είχαν ανέλθει το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 30% ή 31,8 δισ. ευρώ και σύμφωνα με την ΤτΕ «αναμφισβήτητα αποτελεί απόδειξη και επιβράβευση των προσπαθειών όλων των εμπλεκόμενων μερών». Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (43,6%) παραμένει ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέχοντας πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 3%.
Η αντιμετώπισή τους
Στη νέα έκθεσή της η ΤτΕ αναφέρει ότι η πρόσφατη πρωτοβουλία του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS) κινείται στον άξονα βελτίωσης της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών και αποτελεί θετική εξέλιξη, αλλά προσθέτει: «Ενώ αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, κρίνεται σκόπιμο να πλαισιωθεί από συμπληρωματικές ενέργειες προκειμένου αφενός να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα του αποθέματος των ΜΕΔ, αλλά και αφετέρου να βελτιωθεί η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών».