Ιδιαίτερα ανθεκτικό μέσα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό σκηνικό εμφανίζεται το ελληνικό ακτινίδιο, το οποίο και φέτος διέγραψε μια καλή εμπορική χρονιά με τις εξαγωγές να ακολουθούν αυξητική πορεία.
Μάλιστα, την τρέχουσα εμπορική περίοδο η μεσοσταθμική τιμή πώλησης ανά μονάδα βάρους αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά 42% σε 1,6 ευρώ/κιλό, ενώ ότι οι αποθηκευμένες ποσότητες, που εξήχθησαν τον Φεβρουάριο απόλαυσαν τιμή 1,73 ευρώ/κιλό. Αυξημένη είναι και η αξία των εξαγωγών, η οποία έφτασε στα 235,9 εκατ. ευρώ το 2023/24, από τα 202,69 εκατ. ευρώ την προηγούμενη σεζόν.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αύξηση των εξαγωγών ακτινιδίων της χώρας μας, καθώς τα τελευταία 15 χρόνια από 38.000 τόνους το 2007/08 έφτασε τους 198.142 τόνους την εμπορική περίοδο 2022/23, καταγράφοντας ρεκόρ σε τονάζ με την αξία να διαμορφώνεται σε 202.692.162 ευρώ με μείωση κατά -17,7% της μεσοσταθμικής τιμής μονάδος έναντι της αντίστοιχης προηγούμενης περιόδου.
Αναλυτικά στοιχεία του ισοζυγίου της τελευταίας τριετίας παρατίθενται στους παρακάτω πίνακες:
«Το εξαγωγικό εμπόριο της χώρας μας εκμεταλλευόμενο την καλή παραγωγή μας διεύρυνε και αύξησε τις εξαγωγές τυποποιημένων προϊόντων προς την Ε.Ε. και τις τρίτες εκτός Ε.Ε.27 χώρες και αντικατέστησε το Ιράν στην αγορά της Ινδίας όσο διήρκεσε η απαγόρευση εισαγωγών (που απαγόρευσε λόγω φυτοφαρμάκων τις εισαγωγές) και την τρέχουσα εξαγωγική περίοδο 2023/24 διατήρησε μέρος των κατακτηθέντων μεριδίων», εξηγεί στον ΟΤ ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Φρούτων και Λαχανικών Incofruit Hellas Γιώργος Πολυχρονάκης.
Αυξημένες οι νέες φυτεύσεις – Η παραγωγή
Η καλλιέργεια του ακτινιδίου βρίσκεται σε διαρκή ανάπτυξη στην χώρα μας, αφού έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά οι φυτεύσεις, ως προς την παραγωγή (από 36.000 τόνους το 2001/2002 και 70.000 τόνους το 2007/08, σε 313.393 τόνους το 2021/22) για το 2022/23 να είναι της τάξης των 323 χιλ. τόνων και το 2023/24 της τάξης των 290 χιλ. τόνων.
H παραγωγή ακτινιδίων της χώρας μας την περίοδο 2020/21 ανήλθε σε 307,44 χιλ. τόνους, το 2021/22 σε 313,393 χιλ. τόνους και το 2022/23 σε 323 χιλ. τόνους με την πλειονότητα να αφορούν την ποικιλία Hayward αλλά και πρώιμες ως και κιτρινόσαρκες ποικιλίες που συνεχώς αυξάνεται ο όγκος παραγωγής τους.
Η φετινή παραγωγική περίοδος 2023/2024 εκτιμάται ότι είναι ελαφρώς μειωμένη από αυτήν του 2022/23 φτάνοντας στα επίπεδα των 285-290 χιλ. τόνων.
Οι ευκαιρίες
Υπήρξε μια ανάκαμψη στην κατανάλωση φρούτων μετά την πανδημία του Covid-19, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί ανοδικά τα επόμενα πέντε χρόνια. Η κατανάλωση στην Ευρώπη, έχει διαμορφωθεί σε υψηλά επίπεδα εν αντιθέσει με αυτή στην Β. Αμερική που η κατά κεφαλή κατανάλωση παραμένει χαμηλή με τάσεις αύξησης.
«Η φετινή περίοδος έδωσε ευκαιρίες και μερικώς επετεύχθη ο στόχος μας που ήταν η αξιοποίηση βάση προγράμματος της συγκυριακής μείωσης της παραγωγής Ιταλίας (- 15% στις πράσινες ποικιλίες) για διεύρυνση του πελατολογίου και των αγορών των ποιοτικών προϊόντων μας με ταυτοποίηση της προέλευσης τους τυποποίηση και ποιότητα και όχι η διακίνηση πρώτης ύλης ως commodities – χωρίς μετασυλλεκτική προστιθέμενη αξία- στο ιταλικό εξαγωγικό εμπόριο για διατήρηση της παρουσίας του στα ράφια των λιανικών καταναλωτικών αγορών», τονίζει στον ΟΤ ο κ. Πολυχρονάκης.
Σημειώνει δε, ότι «θα πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό ότι το μακροπρόθεσμο όφελος των παραγωγών αφορά την απ’ ευθείας σύνδεση των προϊόντων τους με τις καταναλωτικές αγορές μέσω του υγιούς εξαγωγικού εμπορίου της χώρας μας. Δεν θα πρέπει να επαναληφθεί και για τα προϊόντα αυτά το κακό προηγούμενο του ελαιολάδου».
«Αγκάθι» τα ατυποποίητα
«Παρά την έκδοση απόφασης του ΥπΑΑΤ με θέμα “Εντατικοί έλεγχοι σε αποστελλόμενα στην ΕΕ φορτία ακτινιδίων” εξακολούθησαν να παρατηρούνται, και κατά την τρέχουσα εμπορική περίοδο 2023/24,φαινόμενα διακίνησης ακτινιδίων από “Έλληνες, Ιταλούς και βαλκάνιους εμπόρους” ατυποποίητων φρούτων και λαχανικών (κατ’ ευθείαν από τον αγρό) κυρίως προς τις γειτονικές αγορές, με το πρόσχημα ότι προορίζονται για “βιομηχανική χρήση”, που υπονομεύουν όλη την προσπάθεια της χώρας για διατήρηση της φήμης των προϊόντων της», σημειώνει ο ειδικός σύμβουλος.
Εφιστά δε την προσοχή και ευθύνη των αρμόδιων ελεγκτικών υπηρεσιών στην εντατικοποίηση των ελέγχων στα σημεία εξόδου της χώρας, τόσο για τον έλεγχο των εξαγομένων προϊόντων μας για τον ποιοτικό και υγειονομικό έλεγχο των διακινουμένων-εξαγομένων προϊόντων μας προς αποφυγή δυσφήμησης τους από την μη τυποποίηση-συσκευασία από πιστοποιημένους προς τούτο φορείς τυποποίησης, που παρέχουν πλήρη ιχνηλασιμότητα.
Συμπερασματικά ενώ «δυνάμεθα να πωλήσουμε τυποποιημένο το προϊόν σε υψηλότερες τιμές το πουλάμε ατυποποίητο κατ’ ευθεία από τον αγρό όπως στην περίπτωση της Ιταλίας για “ιταλοποίηση” ή υποτιμολογημένο (όπως στην περίπτωση Βουλγαρίας)», τονίζει στον ΟΤ.
Ενδεικτικά το 2022 η Ιταλία, κατέγραψε εξαγωγές (βάσει στοιχείων UN Comtrade) προς όλο τον κόσμο 282.220 τόνων αξίας 513.041 εκατ. ευρώ ήτοι 1,82 ευρώ/κιλό κατά μέσο όρο, έναντι 188.351 τόνων αξίας 210,083 ευρώ δηλ.1,12 ευρώ/κιλό της χώρας μας δίδοντας το παράδειγμα του τι πρέπει να κάνει μια χώρα προκειμένου να αποκτούν τα εξαγόμενα απ’ αυτήν προϊόντα υψηλή προστιθέμενη αξία. Σημειώνεται ότι η μεσοσταθμική τιμή της Ν. Ζηλανδίας ήταν 2,39 ευρώ/κιλό.
Απόδειξη αυτής της αρχής είναι σύμφωνα με τον ίδιο είναι η αύξηση της μεσοσταθμικής τιμής πώλησης ανά μονάδα βάρους κατά 42%.
Μέτρα για τις διαταραχές στις αγορές
Με βάση αυτά τα δεδομένα και τις προοπτικές, οι εξαγωγείς έχουν προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση των διαταραχών στις αγορές μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το κλείσιμο στην ερυθρά θάλασσα. Ειδικότερα, ζητούν:
Να εντακοποιηθούν οι έλεγχοι στα εισαγόμενα ακτινίδια τόσο από απόψεως φυτουγειονομικών όσο και της μη «ελληνοποίησής» προς διάθεση στην εγχώρια αγορά ή στην εξαγωγή τους για την διασφάλιση της φήμης του προϊόντος μας
Η Ελληνική πολιτεία να λύσει άμεσα το πρόβλημα με τους αλλοδαπούς εργάτες γης καθότι οι μέχρι σήμερα νομοθετικές ρυθμίσεις είναι αναποτελεσματική (δεν εισακούσθηκαν σχετικές προτάσεις μας) και ο κίνδυνος μη καλλιέργειας μεγάλων εκτάσεων γης σε όλη την χώρα είναι υπαρκτός.
Μάλιστα, προκειμένου να διατηρηθεί η παρουσία των προϊόντων μας στις καταναλωτικές αγορές, παραδοσιακές και νέες, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη θα πρέπει:
1) η ελληνική καλλιέργεια ακτινιδίων να εμπλουτιστεί από πλευράς νέων ποικιλιών. Η αλλαγή πλεύσης στις καλλιέργειες θα πρέπει να προβλέπει προϊόντα που από μελέτες προτίμησης των καταναλωτών θα επικρατήσουν την επόμενη δεκαετία και να εκμεταλλευτούμε όλες τις δυνατότητες που μας δίνει κλιματικά και γεωγραφικά η χώρα μας,
2) Να οριοθετηθούν ζώνες παραγωγής σε έκταση ούτως ώστε να μπορούν να απορροφηθούν από την διεθνή ζήτηση και
3) το ελληνικό εξαγωγικό εμπόριο να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες προς διεύρυνση των παραδοσιακων του αγορών τόσο ευρωπαϊκών όσο και σε τρίτες χώρες που έχουν συναφθεί διμερείς φυτουγειονομικές συμφωνίες ως π.χ σε ΗΠΑ, Καναδά κ.ά που οι εξαγόμενες ποσότητες αυξάνονται από έτος σε έτος.