Στην "αρένα" των stress tests οι ελληνικές τράπεζες

Oι τράπεζες δεν βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού όπως άλλοτε, καλούνται, όμως, να ξαναβρούν τον ρόλο τους στην oικονομία, παλεύοντας επιτυχώς με το "τέρας" των "κόκκινων" δανείων.

Στην κρίσιμη διαδικασία των πανευρωπαϊκών stress tests, δύο χρόνια μετά την ανακεφαλαιοποίησή τους το 2015, μπαίνουν ξανά με την έλευση του 2018 οι ελληνικές τράπεζες. Τις προθέσεις της ΕΚΤ για τους όρους διεξαγωγής των επικείμενων τεστ αντοχής θα επιδιώξουν να ανιχνεύσουν οι Έλληνες τραπεζίτες σε συνάντηση που ζήτησαν στις 15 Ιανουαρίου.

Η επανάληψη του τεστ αντοχής βρίσκει τώρα τις ελληνικές τράπεζες με άλλα δεδομένα, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Σε εγχώριο επίπεδο, η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα που επικρατούσε από την τελευταία φορά που οι ελληνικές τράπεζες συμμετείχαν, τον Νοέμβριο του 2014, στα πανευρωπαϊκά τεστ αξιολόγησης (AQR) της ΕΚΤ έχει αντικατασταθεί από τη σταθερότητα της εφαρμογής ενός προγράμματος προσαρμογής που δείχνει τα πρώτα σημάδια εξόδου της χώρας από την κρίση.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες δεν βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού όπως άλλοτε, καλούνται, όμως, να ξαναβρούν τον ρόλο τους στην oικονομία, παλεύοντας επιτυχώς με το "τέρας" των "κόκκινων" δανείων. Οι προοπτικές της μάχης αυτής θα κριθούν στα τωρινά τεστ αντοχής, με ζητούμενο να αποφευχθεί ακόμα μία αναγκαστική ανακεφαλαιοποίηση και η αναζήτηση νέων κεφαλαίων από τις ελληνικές τράπεζες να γίνει πλέον στον χρόνο επιλογής τους και με στόχο αναπτυξιακό.

Την ίδια στιγμή, τα τωρινά stress tests θα γίνουν σε ένα εντελώς αλλαγμένο πανευρωπαϊκό σκηνικό, στο οποίο γεγονότα όπως το Brexit έχουν φέρει στην επιφάνεια τις αδυναμίες ακόμα και των ευρωπαϊκών τραπεζικών κολοσσών, θέτοντας σε συναγερμό Φρανκφούρτη και Βρυξέλλες για τη θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατόπιν αυτού, οι τράπεζες πανευρωπαϊκά θα αξιολογηθούν τώρα στη βάση της πρόβλεψης μελλοντικών ζημιών, όπως υπαγορεύει για τον πιστωτικό κίνδυνο το νέο λογιστικό πρότυπο IFRS 9, με ισχύ από 1/1/2018. Επιπλέον, στο τραπέζι της πανευρωπαϊκής διαβούλευσης βρίσκονται οι νέες κατευθύνσεις της ΕΚΤ για τον σχηματισμό προβλέψεων από τις τράπεζες, εγείροντας ήδη πολλές αντιδράσεις για την αυστηρότητά τους. Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ έχει συστήσει στις τράπεζες την πλήρη (κατά 100%) κάλυψη από προβλέψεις των δανείων χωρίς εξασφαλίσεις μέσα σε διάστημα δύο ετών από τη χορήγησή τους και, αντίστοιχα, 7 ετών για τα δάνεια με εξασφαλίσεις.

Σε όλες τις ανωτέρω συνθήκες, υπό τις οποίες θα διενεργηθούν τα νέα stress tests, θα πρέπει να προσμετρηθεί το γεγονός ότι αυτά επισπεύδονται για τις ελληνικές τράπεζες ως αποτέλεσμα συμβιβασμού στη "σύγκρουση" της ΕΚΤ με το ΔΝΤ για την ανάγκη νέων κεφαλαίων στις τελευταίες.

Με το ΔΝΤ να επιμένει το φθινόπωρο, και εν όψει της τρίτης αξιολόγησης, ότι οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται νέα AQRs (έλεγχοι ποιότητας ενεργητικού) και νέα κεφάλαια ύψους 10 δισ. ευρώ, η ΕΚΤ επέσπευσε τη διενέργεια των stress tests για τις ελληνικές τράπεζες και προχώρησε σε εξονυχιστικούς ελέγχους των ρυθμίσεων στα μη εξυπηρετούμενα δανειακά τους χαρτοφυλάκια (οι έλεγχοι ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2017 και θα καταλήξουν στα μέσα Μαρτίου 2018). "Στοίχημα" τόσο για την ΕΚΤ όσο και για τις ελληνικές τράπεζες είναι το αποτέλεσμα των stress tests τον ερχόμενο Μάιο να διαψεύσει τις θέσεις του ΔΝΤ και να ενισχύσει θετικά το κλίμα για την έξοδο της Ελλάδας από τα Μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Στη διαφορετική, αλλά απευκταία, περίπτωση αποτυχίας των τραπεζών στα stress tests, το "στοίχημα" θα μετατοπιστεί στο να ξαναβρούν οι τράπεζες κεφάλαια από τους ιδιώτες επενδυτές.

Το χρονοδιάγραμμα και τα "SOS"

Την τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου η ΕΚΤ πρόκειται να γνωστοποιήσει στις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών τις μακροοικονομικές παραδοχές για τα stress tests (εκτιμήσεις για πορεία ΑΕΠ, τιμών ακινήτων, καταθέσεων και, βεβαίως, εκτιμήσεις για την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων).

Το τεστ αντοχής θα ξεκινήσει τον Φεβρουάριο και θα έχει καταληκτική ημερομηνία το τέλος Απριλίου, ώστε νωρίς μέσα στον Μάιο να έχει βγει το πόρισμα για την κεφαλαιακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών. Οι τελευταίες θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα "καυτό" τρίμηνο, με εκκίνηση τις αρχές Φεβρουαρίου, οπότε θα ξεκινήσει η αποστολή στοιχείων στον SSM. Ο μήνας Φεβρουάριος θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, καθώς, σύμφωνα με τις πληροφορίες του "Κεφαλαίου", στα μέσα του μήνα οι τράπεζες πρέπει να είναι πλήρως έτοιμες με τον "λογαριασμό" του IFRS 9.

Πρόκειται για απαίτηση του SSM, κομβική για τη διαδικασία της αξιολόγησης κατά τα stress tests, καθώς ο εποπτικός οργανισμός απαιτεί από τις τράπεζες να είναι σε θέση να παράσχουν αξιόπιστα στοιχεία για τις επιπτώσεις του IFRS 9 στα μέσα Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ζητούμενο του SSM είναι η αξιοπιστία των στοιχείων αυτών να βασίζεται όχι απλώς σε εκτίμηση των τραπεζών για το κόστος του IFRS 9, αλλά σε τεκμηριωμένη από εξωτερικούς ελεγκτές σχετική αναφορά.

Oι πρόσθετες προβλέψεις που καλούνται να σχηματίσουν οι τράπεζες εν όψει της εφαρμογής του IFRS 9 υπολογίζονται στα 6 δισ. ευρώ. Πρόκειται για το ανώτερο επίπεδο του αρχικού εύρους των 4-6 δισ. ευρώ που υπολόγιζαν οι τράπεζες ως κόστος από την εφαρμογή του IFRS 9. Ωστόσο, με βάση τα όσα φαίνεται να προέκυψαν από τη συνάντηση που είχε ο SSM με τις διοικήσεις των τραπεζών έναν μήνα πριν στην Αθήνα και την κρισιμότητα που απέδωσε στην αποτύπωση της επιβάρυνσης από το IFRS 9, ζητώντας τη "βούλα" εξωτερικών ελεγκτών, δεν αποκλείεται ο λογαριασμός να ξεπεράσει τα 6 δισ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι το νέο λογιστικό πρότυπο IFRS 9, που ισχύει από 1/1/2018, επιβάλλει στις τράπεζες να αναγνωρίζουν εκ των προτέρων την πιθανότητα αναμενόμενων ζημιών από χορηγηθέντα δάνεια και να σχηματίζουν τις δέουσες προβλέψεις βάσει αυτής της πιθανότητας και όχι κατόπιν της πραγματοποιηθείσας ζημίας, όπως γινόταν μέχρι σήμερα.

Όπως είχε αποκαλύψει το "Κ", ο "λογαριασμός" του IFRS 9 κρίθηκε από μια "δεξαμενή" δανείων, της τάξεως των 20 δισ. ευρώ, τα οποία είτε έχουν "ξανακοκκινίσει" κατόπιν ρύθμισης είτε ακόμη δεν έχουν κριθεί από τις τράπεζες ως "θεραπευμένα". Πρόκειται για τα δάνεια εκείνα που δεν έχουν συμπληρώσει ακόμη το ένα έτος επιτήρησης ώστε να περάσουν στην επόμενη, επίσης ετήσια φάση παρακολούθησης, προτού να θεωρηθούν και πάλι ομαλά εξυπηρετούμενα.

Η "δεξαμενή" των δανείων που βρίσκονται στο μεταίχμιο ασθένειας-ίασης είναι αυτή που παρουσιάζει τις μεγαλύτερες ανάγκες σε νέες προβλέψεις, κρίνοντας και τον τελικό λογαριασμό του IFRS 9. Οι άλλες δύο "δεξαμενές" με τα δάνεια που εξυπηρετούνται, έχοντας περάσει τη διετία της εντατικής παρακολούθησης, και με τα βαθιά προβληματικά δάνεια, θα απαιτήσουν η μεν πρώτη λίγες ή δε δεύτερη μηδενικές νέες προβλέψεις.

Τα θετικά δεδομένα

Στα "εύκολα", πάντως, για το επερχόμενο stress test στις ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγεται η μεθοδολογία που θα υιοθετηθεί και η παραμονή του δείκτη των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (CET 1) στο 5,50% στο δυσμενές σενάριο. Ο SSM επιβεβαίωσε στις τράπεζες ότι η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι η ενιαία μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) που θα ισχύσει πανευρωπαϊκά (στατικός ισολογισμός 2017) και δεν θα υπάρξουν εξαιρέσεις για την Ελλάδα.

Επιπλέον, όπως είχε αποκαλύψει το "Κ", ο SSM δεν πρόκειται να ανεβάσει –όπως επίσης ανησυχούσαν οι τράπεζες– το ελάχιστο όριο του 5,50% για τον δείκτη των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (CET 1). Κάτι που σημαίνει ότι το "δίχτυ ασφαλείας" για την κεφαλαιακή πτώση των τραπεζών κατά την αξιολόγηση των stress tests παραμένει αρκετά ελαστικό ώστε να τους επιτρέπει να αντέξουν ακόμα και μεγαλύτερες κεφαλαιακές απώλειες.

Όσον αφορά, τέλος, δράσεις των τραπεζών (ολοκλήρωση πωλήσεων θυγατρικών) που δεν θα είχαν ολοκληρωθεί έως 31/12/2017, αν και δεν θα μπορεί να αλλάξει η μεθοδολογία της ΕΒΑ ώστε να προσμετρηθούν στα δεδομένα για την αξιολόγηση από τα stress tests, εντούτοις, με κάποιον τρόπο φαίνεται ότι θα επηρεάσουν θετικά το αποτέλεσμα της αξιολόγησης (εφόσον συναλλαγές που βρίσκονται σε εκκρεμότητα ολοκληρωθούν πριν από την ολοκλήρωση του stress test, θα συνυπολογιστούν σε αυτό).

Εκτός των ανωτέρω ευνοϊκών παραμέτρων, πάντως, οι ελληνικές τράπεζες οδεύουν στα stress tests του 2018 με σημαντικά ενισχυμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, παίρνοντας "μπόνους" από το πρόσφατο ράλι των κρατικών ομολόγων. Το ράλι αυτό, που έριξε τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 11 ετών, δεν λειτουργεί θετικά μόνο για το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και τον σχεδιασμό των επόμενων εκδόσεων. Εν όψει της κρίσιμης αξιολόγησης των ελληνικών τραπεζών στα stress tests του Φεβρουαρίου, η άνοδος των τιμών των ελληνικών ομολόγων εκτιμάται ότι θα ενισχύσει τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών έως και κατά 50 μονάδες βάσης. Ειδικότερα, το κέρδος για τις τράπεζες από την άνοδο των τιμών των ομολόγων θα αποτυπωθεί στα κεφάλαιά τους, αυξάνοντας το αποθεματικό τους μέσω της περαιτέρω ενίσχυσης του δείκτη CET 1. Ο τελευταίος κινείται ήδη στο 17%, αρκετά υψηλότερα από τα ελάχιστα απαιτούμενα επίπεδα, και με το πρόσφατο ράλι των ομολόγων ενισχύεται με πρόσθετο "μαξιλάρι ασφαλείας", που θα επιτρέψει στις τράπεζες να απορροφήσουν ευκολότερα τους όποιους κραδασμούς από το stress test.

Ειδικότερα, τον Σεπτέμβριο 2017 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 - CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 17,1% (Δεκέμβριος 2016: 16,9%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17,2% (Δεκέμβριος 2016: 17%). Η μικρή βελτίωση των δεικτών οφείλεται στην ταχύτερη μείωση του σταθμισμένου για τον κίνδυνο ενεργητικού έναντι της οριακής μείωσης των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων. Επισημαίνεται ότι το σταθμισμένο για τον πιστωτικό κίνδυνο ενεργητικό αποτελεί το 89% του συνολικού σταθμισμένου ενεργητικού, καταδεικνύοντας τη σημασία της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου για την ευρωστία του ελληνικού τραπεζικού τομέα.

"Λογαριασμός" 9,5 δισ. ευρώ για τις τράπεζες - Διαχειρίσιμες οι κεφαλαιακές ανάγκες

Από τους ελέγχους των μη εξυπηρετούμενων χαρτοφυλακίων (Troubled Asset Review), οι τράπεζες εκτιμούν ότι θα προκύψει κόστος 400 εκατ. ευρώ, το οποίο, μαζί με το κόστος που θα επωμιστούν οι τράπεζες για τη λήψη πρόσθετων προβλέψεων από το IFRS 9, θα συμπεριληφθεί στον "λογαριασμό" των stress tests.

Ο "λογαριασμός" του IFRS 9 αναμένεται "φουσκωμένος", στα 6,5 δισ. ευρώ. Και αυτό, διότι οι τράπεζες φαίνεται ότι θα εξαντλήσουν τις προβλέψεις τους για πιθανές μελλοντικές ζημίες από πιστωτικό κίνδυνο, προκειμένου να έχουν και τα περιθώρια να κινηθούν πιο άνετα στο μέτωπο δραστικών λύσεων για τα "κόκκινα" δάνεια (διαγραφές, πωλήσεις). Αυτό καθίσταται εφικτό επειδή οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα απόσβεσης της ζημίας από τις πρόσθετες προβλέψεις σε βάθος πενταετίας (η απόσβεση θα ξεκινήσει σε ποσοστό 5% την πρώτη χρονιά και θα φτάσει το 75% το 2023, που θα είναι και η χρονιά full effect).

Τα ποσά που προκύπτουν από το TAR και το IFRS 9 θα "μετριαστούν" στα stress tests, τα οποία, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις των τραπεζιτών, αναμένεται να δείξουν ανάγκη πρόσθετων κεφαλαίων 2,5 - 3 δισ. ευρώ.

Τα παραπάνω ποσά αθροιστικά δημιουργούν "λογαριασμό" νέων κεφαλαιακών αναγκών για τις τράπεζες περί τα 9,5 δισ. ευρώ, τα οποία οι τράπεζες θα καλύψουν με μια σειρά δράσεων που θα περιλαμβάνονται σε capital plans.

Οι δράσεις αυτές θα αφορούν από την πώληση όσων θυγατρικών εξωτερικού και εσωτερικού του μη χρηματοοικονομικού τομέα έχουν απομείνει μέχρι τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τη μείωση των προβλέψεων και, κυρίως, την αύξηση του PPI, δηλαδή των προ προβλέψεων εσόδων.

Τα πλάνα αυτά θα πρέπει να υποβληθούν στον SSM και στην DGComp (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού) το αργότερο μέχρι τον Αύγουστο του 2018, οπότε λήγει το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ