ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Προϋπολογισμός: Αδειάζει το καλάθι των παροχών – Οι ημερομηνίες κλειδιά για τις έξτρα ενισχύσεις
Οι σφιχτοί στόχοι για τα πλεονάσματα
Πιέζεται η κυβέρνηση από τα νέα αιτήματα της κοινωνίας – εξαιτίας της ακριβειας– αλλά και εκείνων των αγροτών καθώς το 2024 είναι ένα δύσκολο δημοσιονομικά έτος.
Το «μότο» της κυβέρνησης που κινείται στη λογική «ό,τι περισσεύει θα γυρίζει στην κοινωνία» μαλλον είναι υπό αίρεση και οι στόχοι για πλεονάσματα στερεύουν τη δεξαμενή για τη χορήγηση έκτακτων παροχών.
Ήδη για το τρέχον έτος το Μαξίμου προγραμματίζει αύξηση στο επίδομα γέννησης, έκτακτες αυξήσεις στους γιατρούς για εφημερίες και υπερωρίες. Από την άλλη μεριά οι αγρότες έχουν κατέβει με αιτήματα, όπως επιδότηση λογαριασμών ρεύματος και αναστολή του Ειδικού Φόρου στο αγροτικό πετρέλαιο.
Ο φετινός προϋπολογισμός πρέπει να κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα σχεδόν διπλάσιο από εκείνο του 2023 δηλαδή 2,1% του ΑΕΠ ( 1,1% το 2023), ήτοι σχεδόν 5 δισ. ευρώ.
Τα έκτακτα επιδόματα ή ενισχύσεις που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα προκύπτουν από το υπερπλεόνασμα. Αρκεί να αναφερθεί πως το 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπέρασε το στόχο του 1,1% του ΑΕΠ κατά 0,2% ή 0,3%.
Ο δρόμος προς το Πάσχα
Μηνας κλειδί για το τελικό αποτέλεσμα του 2023 είναι ο Μάρτιος.
Το οικονομικό επιτελείο αναμένει τα τελικά έσοδα τα οποία εισπράττονται τους δύο πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους, όπως ο φόρος εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, τα τέλη κυκλοφορίας.
Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ στις 7 Μαρτίου, θα ξεκαθαρίσει το τοπίο τον ρυθμό αναπτυξης του του ΑΕΠ για το 2023. Εφόσον ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ξεπερασει την πρόβλεψη για αύξηση 2,4%, τότε ανοίγει παράθυρο για εξτρα περιθώρια το 2024.
Στη συνέχεια αναμένονται οριστικά στοιχεία της Eurostat στις 22 Απριλίου, δηλαδή λίγο πριν το Πάσχα.
Υπό την πίεση λοιπόν της ακρίβειας, των υψηλών ενοικίων, του δημογραφικού και των χαμηλών μισθών η κυβέρνηση φαίνεται αναζητά περιθώρια για πυροσβεστικές κινησεις.
Μισθοί, ανεργία και κατώτατος μισθός
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά αποτυπώνονται και στα μεγέθη για την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Η ψαλίδα με την Ευρωζώνη μετά και την πολυετή κρίση αυξήθηκε.
Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη μελέτη της Eurobank, το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της Ευρωζώνης και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%.
Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη στο μπλοκ. Άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση της Eurobank, κατά 23,9% χαμηλότερα διαμορφώνονται σήμερα οι μισθοί στην Ελλάδα σε σχέση με το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί το 2009, πριν φανούν οι επιπτώσεις της κρίσης χρέους.
Την ίδια ώρα η αναθεώρηση της ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία βάζει τρικλοποδιά στην κυβέρνηση και στις υποσχέσεις για τις τριετίες. Όπως προβλέπει ρύθμιση που έχει ψηφιστεί στη Βουλή για να επανέλθουν οι τριετίες θα πρέπει η ανεργία να «πέσει» κάτω από το 10%. Αν και οι αρχικές εκτιμήσεις έδειχναν πτώση σε μονοψήφιο ποσοστό, τελικά το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Ιανουάριο του 2024 ανήλθε σε 10,4% έναντι 11,3% τον Ιανουάριο του 2023 και του αναθεωρημένου προς τα άνω 10,4% τον Δεκέμβριο του 2023.
Επίσης στις 22 Μαρτίου έχει προγραμματιστεί να ανακοινωθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού για να ισχύσει από την 1η Απριλίου.
Το κυβερνητικό σενάριο περιλαμβάνει αύξηση 40 ευρώ έως 50 ευρώ το οποίο εφόσον υλοποιηθεί θα διαμορφώσει τον κατώτατο μισθό στα 820 έως 830 ευρώ, από 780 που είναι σήμερα.