ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πού κλειδώνει το ποσοστό της νέας αύξησης στον κατώτατο μισθό
Το οικονομικό επιτελείο ζυγίζει αυτή την περίοδο τις εκθέσεις των επιστημονικών φορέων και των ερευνητικών ινστιτούτων που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της νομοθετημένης διαδικασίας για την ετήσια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού
Κοντά στο ποσοστό αύξησης των συντάξεων, δηλαδή κοντά στο 7,75% δείχνει να «κλειδώνει» - κατά πληροφορίες - η αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου.
Το οικονομικό επιτελείο ζυγίζει αυτή την περίοδο τις εκθέσεις των επιστημονικών φορέων και των ερευνητικών ινστιτούτων που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της νομοθετημένης διαδικασίας για την ετήσια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
Συνεκτιμώντας, από την μια τα «καμπανάκια» των εργοδοτών και θεσμικών φορέων όπως η ΤτΕ για ιδιαίτερα προσεκτική αύξηση κοντά στο 5% αλλά και τις ανάγκες των χαμηλόμισθων εργαζομένων από την άλλη σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού, η κυβέρνηση οδηγείται σε μια αύξηση που θα κινείται κοντά στο επίπεδο αύξησης των συντάξεων.
Όπως αναφέρουν πληροφορίες από το οικονομικό επιτελείο, μια μικρότερη αύξηση κοντά στο 5% - 6% (όπως προτείνει η συντριπτική πλειοψηφία των εργοδοτικών φορέων και θεσμικοί φορείς όπως η ΤτΕ) θα πρέπει να αποκλειστεί, καθώς δεν καλύπτει τις ανάγκες των χαμηλόμισθων εργαζομένων. Αντιστοίχως μια μεγαλύτερη αύξηση, π.χ. άνω του 10% όπως προτείνει η ΓΣΕΕ δεν θα μπορεί να απορροφηθεί από τις επιχειρήσεις, κοινώς δεν θα την αντέξει η οικονομία. Το 2023 είναι, άλλωστε, μια αβέβαιη χρονιά, αν και τα μέχρι στιγμής σημάδια, τόσο για την ανάπτυξη όσο και για τον τουρισμό, είναι θετικά και μάλιστα πολύ καλύτερα του αναμενόμενου.
Υπενθυμίζεται πως, όπως έχει γράψει η «Η», δυο ήταν εξαρχής τα επικρατέστερα σενάρια:
Αύξηση 7,75% (αύξηση συντάξεων): Νέος μισθός κοντά στα 770 ευρώ
Αύξηση 9,6% (πληθωρισμός 2022): Νέος μισθός κοντά στα 780 ευρώ
Μετά την υποβολή των εκθέσεων από τους επιστημονικούς φορείς φαίνεται να κερδίζει έδαφος μέσα στο οικονομικό επιτελείο το πρώτο σενάριο. Εκτιμάται ως μια μετρημένη αύξηση, που φτάνει έως ένα σημείο το οποίο δεν διαταράσσει μεν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε μια δύσκολη και αβέβαιη χρονιά, αλλά δίνει και αύξηση 55 ευρώ στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, επαναφέροντας τον βασικό μισθό αρκετά πάνω από τα προ-μνημονιακά επίπεδα (751 ευρώ).
Παρόλα αυτά, η απόφαση δεν θα ληφθεί μόνο με οικονομικούς όρους, αλλά κυρίως με πολιτικούς, δεδομένου ότι έχουμε εκλογές και μάλιστα αμέσως μετά την ισχύ της αύξησης (1η Απριλίου), οπότε όλα είναι πιθανά, ακόμη και μια αύξηση κοντά στο 10%...
Τι λέει η ΤτΕ
Η Τράπεζα της Ελλάδας χτυπάει δυο καμπανάκια στην έκθεσή της, προτείνοντας μια «λελογισμένη» αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων σε ένα εύρος μεταξύ 3% και 5% από την 1η Απριλίου 2023 συνυπολογίζοντας τη σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού που προβλέπεται για το 2023. Συγκεκριμένα επισημαίνει πως η αύξηση θα πρέπει να διαφυλάττει δυο πράγματα:
την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και
τη σταθερότητα των τιμών.
Η ΤτΕ υπολογίζει πως χωρίς αύξηση του κατώτατου μισθού το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC) θα αυξηθεί 3,3% το 2023. Καθώς το κόστος μπορεί να αυξηθεί στην Ελλάδα έως και 5% το 2023 χωρίς να επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα έναντι της ευρωζώνης, η ΤτΕ υπολογίζει πως οι μέσες αμοιβές της μισθωτής απασχόλησης μπορούν να αυξηθούν κατά 1,7% το 2023 χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά η ανταγωνιστικότητα.
Στο ίδιο πλαίσιο η ΤτΕ επισημαίνει πως «μία σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού και συνεπώς του κόστους εργασίας θα έχει περαιτέρω επίπτωση στον πληθωρισμό, καθώς τα όποια περιθώρια των επιχειρήσεων για απορρόφηση του επιπλέον κόστους έχουν εξαλειφθεί».
Σε αυτό το πλαίσιο προτείνει αύξηση 3 - 5 %. Όπως επισημαίνει, «σύμφωνα με αυτό το σενάριο, θα δοθεί σημαντική στήριξη στα πιο χαμηλόμισθα κοινωνικά στρώματα, δεν θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας θα είναι σχεδόν μηδενική, ενώ και οι επιπτώσεις ενός αρνητικού σπιράλ μισθολογικών αυξήσεων και πληθωρισμού αναμένεται να είναι περιορισμένες».
Διαφορετικά, «οι ελληνικές επιχειρήσεις, που στην πλειοψηφία τους είναι μικρού μεγέθους, δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος παραγωγής που θα προέρχεται τόσο από τις διεθνείς τιμές ενέργειας και πρώτων υλών όσο και από το εργασιακό κόστος, επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης».