ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι επιχειρήσεις προχωρούν σε πρόωρη εξόφληση δανείων λόγω υψηλών επιτοκίων
Τους παλαιούς... δεσμούς τους με τις τράπεζες επιδιώκουν να κόψουν οι επιχειρήσεις
Οι επιχειρήσεις προχωρούν η μία μετά την άλλη σε πρόωρη εξόφληση των δανείων, τα οποία πλέον -λόγω και των διαδοχικών αυξήσεων στα επιτόκια– έχουν καταστεί εξαιρετικά ακριβά για εκείνες.
Το φαινόμενο που έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή του τους τελευταίους μήνες του 2022, με πολλά τραπεζικά στελέχη να σπεύδουν τότε να υπογραμμίσουν πως πρόκειται για κάτι παροδικό, τείνει σήμερα να προσλάβει μορφή χιονοστιβάδας, απειλώντας με εκτροχιασμό τους στόχους για πιστωτική επέκταση και έσοδα από τόκους για το σύνολο του 2023. Πιο δραστήριοι προς αυτή την κατεύθυνση αποδεικνύονται οι κλάδοι οι οποίοι όλο αυτό το διάστημα κατάφεραν να χτίσουν ισχυρή ρευστότητα και άρα έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν νωρίτερα τον δανεισμό τους.
Ειδικότερα, εκτός από τη ναυτιλία ή την ενέργεια που είδε τις ανάγκες για κεφάλαιο κίνησης να μειώνονται δραστικά λόγω της μείωσης των τιμών σε πρώτες ύλες, στον χορό των αποπληρωμών εισήλθαν εσχάτως και άλλοι επιχειρηματικοί όμιλοι με εξαιρετικές επιδόσεις το 2022.
Πλέον πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η Jumbo του Απόστολου Βακάκη. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, «η εταιρεία, εκμεταλλευόμενη την ισχυρή και υγιή οικονομική της θέση, κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον της σε αυτή τη χρονική περίοδο να προχωρήσει στην προπληρωμή του συνόλου του κοινού ομολογιακού δανείου, ύψους 200 εκατ. ευρώ, έκδοσης 2018 και λήξης το 2026, χωρίς καμία επιβάρυνση ή άλλο κόστος». Στο πλαίσιο αυτό, έκανε γνωστό πως σκοπεύει να προχωρήσει το αμέσως επόμενο διάστημα στις νόμιμες ενέργειες-διατυπώσεις από τα αρμόδια όργανά της, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία πριν από την επόμενη περίοδο εκτοκισμού (Μάιος 2023). Αξίζει να αναφερθεί πως στα τέλη του περασμένου έτους τα ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα και τα λοιπά κυκλοφορούντα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού του ομίλου ήταν ανώτερα του συνολικού ποσού των δανειακών υποχρεώσεων και των υποχρεώσεών του από μισθώσεις κατά το ποσό των 522,48 εκατ. ευρώ, γεγονός που του επιτρέπει να προχωρήσει στην εξόφληση του επίμαχου δανείου.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε νωρίτερα μέσα στο έτος και η Aegean του Ευτύχη Βασιλάκη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις, η εταιρεία προέβη το δ’ τρίμηνο του 2022 στην πρόωρη μερική αποπληρωμή των κοινών ομολογιακών δανείων που είχε συνάψει τον Οκτώβριο του 2020 με την εγγύηση του Ταμείου Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19 της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ), συνολικού ύψους 150 εκατ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται πως ήταν από τις πρώτες προσπάθειες στήριξης μεγάλης επιχείρησης, η οποία επλήγη από την πανδημία, λαμβάνοντας την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, με το ποσό να αντιστοιχεί στο 11% του ενοποιημένου κύκλου εργασιών της για τη χρήση 2019. Παράλληλα, η εταιρεία απέστειλε τον Ιανουάριο του 2023 ειδοποιήσεις προς τις τέσσερις συστημικές τράπεζες για την πρόωρη εξόφληση κεφαλαίου, ύψους 68,5 εκατ. ευρώ, τη 15/3/2023. Τα ταμειακά διαθέσιμα, οι δεσμευμένες καταθέσεις και τα άμεσα ρευστοποιήσιμα χρηματοοικονομικά στοιχεία ανήλθαν τον περασμένο Δεκέμβριο στα 527,9 εκατ. ευρώ έναντι 474,4 εκατ. ευρώ το 2021.
Παράλληλα, ο ΟΠΑΠ με επικεφαλής τον Γιαν Κάρας προχώρησε στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου σε πρόωρη αποπληρωμή ποσού 100 εκατ. ευρώ του ομολογιακού του δανείου με την Alpha Bank, συνολικής ονομαστικής αξίας 200 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις δε, οι υφιστάμενες δανειακές υποχρεώσεις του ομίλου και της εταιρείας κατά την 31.12.2022 ανέρχονταν σε 788,386 εκατ. ευρώ και 778,099 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Οσον αφορά τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, τα οποία είναι εκτεθειμένα σε κίνδυνο επιτοκίου, αυτά διαμορφώθηκαν σε 140,133 εκατ. ευρώ ή 18% του συνολικού δανεισμού. Ο υπόλοιπος δανεισμός, ήτοι 648,254 εκατ. ευρώ (82% του συνολικού δανεισμού), έχει σταθερό επιτόκιο.
Ο βραχνάς των επιτοκίων
Σε βραχνά εξελίσσονται για τις επιχειρήσεις οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αφού σε διάστημα περίπου 10 μηνών είδαν το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους να αναπροσαρμόζεται έξι φορές. Ενδεικτικό της κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει σήμερα πολλές επιχειρήσεις είναι το παράδειγμα που έδωσε προσφάτως ο εκτελεστικός πρόεδρος της doValue Greece και επικεφαλής περιφέρειας Ελλάδας και Κύπρου, Θεόδωρος Καλαντώνης. Βάσει αυτού, μία επιχείρηση με σύνολο δανείων 40 εκατ. ευρώ και 200 εργαζομένους έχει ένα ετήσιο EBITDA της τάξεως των δύο εκατ. ευρώ. Το 2020 και το 2021 το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού της άγγιζε τις 800.000 ευρώ. Σήμερα έχει διπλασιαστεί –στο 1,6 εκατ. ευρώ– και το 2024 θα περάσει τα δύο εκατ. ευρώ. Αρα, όλο το EBITDA θα πηγαίνει για την κάλυψη του επίμαχου δανεισμού.
Στο μεταξύ, οι επιχειρήσεις δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη νέα πρωτοβουλία που ανακοίνωσαν οι τράπεζες για πάγωμα των επιτοκίων αναφοράς για έναν χρόνο. Ετσι, ενώ για τους δανειολήπτες με στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια το επιτόκιο κλειδώνει κάτω από το 3%, με αποτέλεσμα το κόστος να παραμένει σταθερό ανεξαρτήτως των όποιων αυξήσεων τεθούν σε ισχύ μέχρι τέλος του χρόνου, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναμένουν συνέχεια στην άνοδο, έστω και με μικρότερη ένταση. Επί του παρόντος, οι αγορές προεξοφλούν αυξήσεις κατά 25 μονάδες βάσης τον Μάιο και τον Ιούνιο, ενώ μία τρίτη τέτοια αύξηση αναμένεται μέχρι τον Σεπτέμβριο. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το Euribor 3μήνου που αποτελεί τη βάση τιμολόγησης των επιχειρηματικών δανείων θα αγγίξει το 3,75%. Ετσι, με ένα περιθώριο 2,5% η δόση για ένα δάνειο, ύψους 100.000 ευρώ, επταετίας, θα διαμορφωθεί στα 1.552 ευρώ έναντι 1.372 ευρώ τον περασμένο Ιούλιο, ενώ εάν η διάρκεια ανέβει στα 10 έτη, τότε η διαφορά σε σχέση με την προ αυξήσεων περίοδο θα κυμαίνεται στα 188 ευρώ/μήνα ή 2.256 ευρώ/χρόνο.