Όλο και πιο δυνατά στο ραντάρ των διεθνών επενδυτών μπαίνει η Ελλάδα χάρη στην ισχυρή στήριξη των ευρωπαϊκών θεσμών μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς και στις κινήσεις των ελληνικών αρχών ως προς την επενδυτική πολιτική και την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας.
Νέα έρευνα της EY καταδεικνύει ότι η Ελλάδα κατατάσσεται υψηλά στον χάρτη των δυνητικών επενδύσεων στην περιοχή της Ευρώπης, ενώ οι πόροι του Ταμείου θεωρούνται καταλύτης για την ελληνική οικονομία και την προσέλκυση επενδύσεων, με τους οίκους αξιολόγησης να διαμηνύουν πως στρώνεται ο δρόμος για την περαιτέρω αναβάθμιση της χώρας, κάτι που θα τη φέρει όλο και πιο κοντά στο κλαμπ των χωρών που κατέχουν «επενδυτική βαθμίδα».
Πιο αναλυτικά, η EY διεξήγαγε έρευνα στο περιβάλλον στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων με διεθνή παρουσία, με σκοπό να εξετάσει το πώς διαμορφώνονται το επενδυτικό κλίμα και οι προσδοκίες για τη μετά COVID-19 εποχή. Οι επενδυτές εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι πλέον, με το 22% να προβλέπει βελτίωση της ελκυστικότητας της Ευρώπης έναντι 8% τον Απρίλιο, και καθοριστικό ρόλο στη μεταστροφή αυτή εκτιμάται ότι διαδραμάτισε η ανακοίνωση του Σχεδίου Ανάκαμψης για την Ευρώπη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ και τα μέτρα στήριξης των εθνικών κυβερνήσεων λειτούργησαν επίσης θετικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, το 2% των ερωτηθέντων επενδυτών κατονόμασε την Ελλάδα μεταξύ των χωρών που πιστεύει ότι θα αποδειχθούν ως οι πλέον ελκυστικές για τις επενδύσεις το 2021, ποσοστό συγκρίσιμο με χώρες που πρωταγωνιστούν στην προσέλκυση των ευρωπαϊκών άμεσων ξένων επενδύσεων, όπως η Σουηδία (3%) και η Ισπανία (4%).
Την ίδια ώρα, 4% ανέφεραν το ελληνικό πρόγραμμα ανάκαμψης ως ένα από τα πιο αξιόπιστα και φιλικά προς τις επενδύσεις στην Ευρώπη, ποσοστό υψηλότερο από εκείνο που συγκέντρωσαν η Ιρλανδία και η Ουγγαρία (3%), και συγκρίσιμο με τα ποσοστά χωρών όπως η Τσεχία (5%), η Πολωνία και η Σουηδία (6%), οι οποίες αποτελούν σταθερούς πόλους έλξης επενδύσεων τα τελευταία χρόνια.
«Σήμα» για βελτίωση
Σαφές «σήμα» για βελτίωση της πιστωτικής αξιολόγησης της Ελλάδας χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης στέλνουν από την πλευρά τους οι οίκοι αξιολόγησης, αρκεί να γίνει αποτελεσματική χρήση των πόρων του μέσω του προγράμματος της ελληνικής κυβέρνησης. Ο οίκος Scope Ratings σημειώνει σε έκθεσή του πως, καθώς η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με πιο αργή οικονομική ανάκαμψη λόγω και του νέου lockdown, η κυβέρνηση θα πρέπει επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις για να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τους πόρους του Ταμείου. Αυτό, όπως τονίζει, θα λειτουργήσει θετικά για την αξιολόγηση της χώρας, ενώ προσθέτει πως με τους πόρους του τακτικού κοινοτικού προϋπολογισμού και εκείνους του Ταμείου Ανάκαμψης η κυβέρνηση έχει περίπου 50 δισ. ευρώ (27% του ΑΕΠ) να προωθήσει σε έργα τα επόμενα χρόνια.
Παράλληλα, η Moody’s επισημαίνει πως η συμφωνία για τον μηχανισμό του κράτους δικαίου, μετά την κάμψη των εμποδίων που έθεταν Πολωνία και Ουγγαρία, άνοιξε τον δρόμο για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε., το οποίο είναι πιστωτικά θετικό για τις χώρες που θα επωφεληθούν από τους πόρους του, με την Ελλάδα να ξεχωρίζει. Ο οίκος «δείχνει» ουσιαστικά πως η σωστή χρήση των πόρων από τη χώρα μας και η αναπτυξιακή δυναμική που θα δοθεί μέσω της αύξησης των επενδύσεων θα φέρουν την αναβάθμιση της αξιολόγησής της. Σε σχέση με το ΑΕΠ, οι «νικητές» των επιχορηγήσεων του Ταμείου, κατά τον οίκο, θα είναι η Βουλγαρία (22% του ΑΕΠ), η Κροατία (17%), η Ρουμανία (12%) και η Ελλάδα (11%).
Μήνυμα για… αναβάθμιση προσεχώς στέλνουν παράλληλα και οι Fitch και S&P μιλώντας στην «Καθημερινή». Όπως σημειώνει ο Μικέλ Ναπολιτάνο, επικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων Δυτικής Ευρώπης της Fitch, η συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι θετική για χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες και είναι καθαροί δικαιούχοι των κεφαλαίων, ενώ, με δεδομένο ότι στέλνει ένα ισχυρό πολιτικό σήμα ενότητας των χωρών της Ε.Ε., μπορεί να στηρίξει την αξιολόγηση της χώρας. Ωστόσο, όπως τονίζει, η αναβάθμιση θα εξαρτηθεί από ορισμένους παράγοντες: πώς θα δαπανηθούν τα κεφάλαια και η αποτελεσματικότητά τους στην προώθηση μιας ευρείας ανάκαμψης με την πάροδο του χρόνου. Ένα σημαντικό ερώτημα, προσθέτει, είναι εάν η Ελλάδα θα είναι σε θέση να διοχετεύσει τα κεφάλαια αποτελεσματικά σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα. Και αν αυτό θα οδηγήσει στη συνέχεια στην αύξηση των επενδύσεων και γενικότερα στην οικονομική ανάπτυξη.
Ο Μάρκο Μρσνικ, επικεφαλής αναλυτής του οίκου S&P για την Ελλάδα, σημειώνει επίσης ότι η ελληνική οικονομία θα ωφεληθεί σημαντικά από το Ταμείο Ανάκαμψης. «Εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, οι πόροι θα μπορούσαν να επιταχύνουν τη διαρθρωτική αλλαγή στην οικονομία και να συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης».
Όπως προσθέτει, η ελληνική κυβέρνηση προχωράει, παρά την πανδημία, με τις μεταρρυθμίσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενώ προωθεί και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Οι επιτυχημένες, φιλικές προς τις επιχειρήσεις μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν τα μακροοικονομικά αποτελέσματα, ειδικά μέσω της αύξησης των επενδύσεων, καθώς και την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα. «Τα διαθέσιμα κεφάλαια του Ταμείου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για αυτές τις μεταρρυθμίσεις», υπογραμμίζει.
Στις ίδιες γραμμές κινείται και η DBRS, υπογραμμίζοντας τα σημαντικά οφέλη από την «έκρηξη» επενδύσεων. Όπως σημειώνει στην «Κ» η Σπυριδούλα Τζίμα, αναπληρώτρια αντιπρόεδρος του οίκου, εάν η απορρόφηση πόρων είναι αποτελεσματική, η Ελλάδα μπορεί να ωφεληθεί σημαντικά. Θα μπορούσε να προκύψει θετικός αντίκτυπος στην προοπτική ανάπτυξης και στις προοπτικές αξιολόγησης, ειδικά εάν τα κεφάλαια της Ε.Ε. κατευθυνθούν σε επενδύσεις με υψηλά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, όπως προτείνει το Εθνικό Ταμείο Ανάκαμψης, και συνδυαστούν με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν τις αδυναμίες της Ελλάδας.
Φωτογραφία: Unsplash