ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Νέες πρόωρες αποπληρωμές δανείων από τον «κουμπαρά» του ESM
Απελευθερώνονται 15,5 δισεκ. ευρώ από το «μαξιλάρι»
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα, ανοίγει τον «κουμπαρά» των ταμειακών διαθεσίμων ύψους 36,1 δισεκ. ευρώ, προκειμένου να συνεχιστεί η πρόωρη αποπληρωμή ακριβών μνημονιακών δανείων.
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό, το Σεπτέμβριο θα ζητηθεί από τον ESM η άδεια για το «ξεκλείδωμα» 15,5 δισεκ. ευρώ από τα χρήματα που ελήφθησαν από τον μηχανισμό ως «μαξιλάρι ασφαλείας» τα πρώτα δύσκολα χρόνια των μνημονίων.
Από τα κεφάλαια αυτά, ποσό ύψους 5 δισεκ. ευρώ, θα κατευθυνθεί για τη νέα πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων του πρώτου Μνημονίου, τον ερχόμενο Δεκέμβριο μαζί με επιπλέον 3 δισεκ. ευρώ από τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου. Τα δάνεια αφορούν την περίοδο 2026-2028 και αποτελούν μέρος των συνολικά 52,9 δισεκ. ευρώ που είχε λάβει η χώρα κατά το πρώτο μνημόνιο.
Θα πρόκειται για την τρίτη διαδοχικά πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων, συνολικού ύψους 8 δισεκ. ευρώ. Έχουν προηγηθεί τον Μάρτιο του 2021 η πρώτη πρόωρη αποπληρωμή 2,65 δισεκ. ευρώ (για το 2023 μαζί με την πλήρη πρόωρη προεξόφληση των δανείων του ΔΝΤ ύψους 1,86 δισεκ. ευρώ) ενώ ακολούθησε μια ακόμα πρόωρη αποπληρωμή του δανείου από 14 κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ύψους 5,29 δισεκ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023.
Τα δανεικά των 52,9 δισεκ. ευρώ, στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου, έχουν διάρκεια αποπληρωμής 20 χρόνια (από το 2020 έως τα 2040) και με επιτόκιο euribor 3 μηνών + 0,5%, γεγονός που τα καθιστά ακριβά καθώς το euribor 3μηνου είναι 3,743%.
Η απόδοση των ελληνικών δεκαετών τίτλων διαμορφώθηκε χθες στο 3,725%, χαμηλότερα κατά 31 μονάδες βάσης σε σχέση με την Ιταλία και πολύ κοντά στις αποδόσεις Ισπανίας και Πορτογαλίας (το spread στις 33 και 47 μονάδες βάσης αντίστοιχα).
Η μείωση του χρέους τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε απόλυτα μεγέθη, και κατ’ επέκταση ο περιορισμός του κόστους εξυπηρέτησής του, μειώνει αντίστοιχα τις δαπάνες του προϋπολογισμού για τόκους και απελευθερώνει πόρους για την ανάπτυξη.
Παράλληλα, στέλνει ένα θετικό μήνυμα στις αγορές, στο δρόμο για την περαιτέρω βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού δημοσίου.