ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
"Καμπανάκι" Κομισιόν: Οι προκλήσεις για "κόκκινα" δάνεια
Tι αναφέρει προς τράπεζες και servicers
Τα εύσημα δίνει η Κομισιόν στις ελληνικές τράπεζες για την ισχυρή κερδοφορία που κατέγραψαν την τελευταία διετία, χωρίς να παραγνωρίζει πάντως τις προκλήσεις που εμπεριέχει η διατήρηση αυτού του momentum εν όψει της νομισματικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στη νέα έκθεση που συνέταξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, επισημαίνει και τα υψηλά επίπεδα των κόκκινων δανείων, που έχουν παραμείνει στην εγχώρια οικονομία σε ποσοστό 6,6% επί των συνολικών δανειακών χαρτοφυλακίων, έναντι πολύ χαμηλότερου μέσου όρου στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Έκθεση, οι συστημικές τράπεζες κατέγραψαν εξαιρετικές επιδόσεις το 2023, σημειώνοντας καθαρά κέρδη-ρεκόρ ύψους 3,6 δισ. ευρώ, κυρίως χάρη στα επιτοκιακά έσοδα, καθώς ο κλάδος επωφελήθηκε τα μέγιστα από την αναπροσαρμογή προς τα πάνω των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και την πιο αργή και αισθητά χαμηλότερη αύξηση στα επιτόκια καταθέσεων.
Σημαντική ήταν η συνεισφορά στην κερδοφορία του προηγούμενου έτους και από τα έσοδα από προμήθειες, τα οποία ενισχύθηκαν επίσης, λαμβάνοντας ώθηση πρωτίστως από τις χορηγήσεις, τις συναλλαγές με κάρτες και το asset management. Παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, επισημαίνει η Έκθεση, τα λειτουργικά έξοδα αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά, ενώ πτωτικά κινήθηκαν και οι προβλέψεις, ως αποτέλεσμα του περιορισμού του όγκου των "κόκκινων" δανείων.
Επιπλέον, σημειώνει η Κομισιόν, ο μέσος όρος του δείκτη κόστους προς εισόδημα των συστημικών τραπεζών διαμορφώθηκε σε 35% το 2023, γεγονός που τις τοποθετεί μεταξύ των καλύτερων στη ζώνη του ευρώ, ενώ η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων τους ήταν ακόμη διψήφια, κλείνοντας τη χρονιά με 12%.
Ωστόσο η Κομισιόν υπογραμμίζει το γεγονός ότι η κερδοφορία των τραπεζών φαίνεται πως έχει αγγίξει τα ανώτερα επίπεδά της εν μέσω αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, αναγνωρίζοντας πάντως ότι τα πιστωτικά ιδρύματα ήδη διερευνούν τη στρατηγική τους, προκειμένου να ανακτήσουν τις όποιες απώλειες μέσω άλλων οδών.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η Επιτροπή σημειώνει πως τα περιθώρια κέρδους θα μπορούσαν να ενισχυθούν έπειτα από μια σημαντική μείωση των κινδύνων, που, με τη σειρά της, θα επέφερε περιορισμό του κόστους χρηματοδότησης.
Όσον αφορά την ποιότητα των κεφαλαίων τους, η Κομισιόν, αφού υπενθυμίζει πως το 44% είναι αναβαλλόμενη φορολογία, απευθύνει σύσταση ώστε στις επικείμενες διανομές μερισμάτων να έχει "μετρηθεί" αναλόγως και η ανάγκη μείωσης των επιπέδων αυτής. "Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν καταγράψει σημαντικά αποτελέσματα προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ στα σχέδιά τους είναι και η περαιτέρω συρρίκνωση του ποσοστού της, γεγονός, όμως, που είναι σε πλήρη συνάρτηση με τη διατήρηση της μελλοντικής κερδοφορίας τους", τονίζει.
Την ίδια στιγμή, ο επίμονος πληθωρισμός και τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να αποδυναμώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών και, ως εκ τούτου, όπως επισημαίνει η Έκθεση, αποτελούν κινδύνους για την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. "Ο πληθωρισμός διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων μέσω του αυξημένου λειτουργικού κόστος.
Ταυτόχρονα, τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, τόσο των ιδιωτών όσο και των επιχειρήσεων. Αυτές οι προκλήσεις επιβαρύνουν ιδιαίτερα αυτούς με δάνεια που φέρουν κυμαινόμενο επιτόκιο, οι οποίοι έχουν δει τις μηνιαίες δόσεις των δανείων τους να αυξάνονται σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια", αναφέρει, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι το πλαφόν στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της υψηλότερης απασχόλησης και των μισθών θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ότι ο δείκτης κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών παραμένει ο υψηλότερος στην Ευρώπη, ενώ οι περιορισμένες εγγυήσεις του "Ηρακλή ΙΙΙ", σε συνδυασμό με την υψηλή ζήτηση, τις υποχρεώνουν να στραφούν σε πιο οργανικές λύσεις για την περαιτέρω τακτοποίηση του προβληματικού "κόκκινου" αποθέματος.
"Αγκάθι" το ιδιωτικό χρέος
Δύσκολο και επίπονο χαρακτηρίζει η Κομισιόν το έργο της επίλυσης του μη εξυπηρετούμενου χρέους που έχει μεταβιβαστεί από τους ισολογισμούς των τραπεζών στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers), οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με σοβαρές κυρώσεις για μη επίτευξη των στόχων των business plans.
Όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, οι servicers μέχρι το τέλος του 2023 διαχειρίζονταν δάνεια ύψους 69,5 δισ. ευρώ. "Η υποαπόδοση (σε σύγκριση με τα αρχικά επιχειρηματικά σχέδια) διαφόρων χαρτοφυλακίων που τιτλοποιήθηκαν στο πλαίσιο του αρχικού σχήματος "Ηρακλής” συνεχίσθηκε, καθώς οι ανακτήσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών εμποδίων", αναφέρεται χαρακτηριστικά.
"Αυτή η υποαπόδοση απαιτεί συνεχή παρακολούθηση και είναι κυρίως αποτέλεσμα χαμηλών ανακτήσεων από πλειστηριασμούς λόγω της αναστολής των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης κατά την πανδημία COVID-19. Ωστόσο οι καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες, η υψηλή αναλογία ανεπιτυχών πλειστηριασμών και η έλλειψη ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά για τα ΜΕΔ επιβραδύνουν, επίσης, τη διαδικασία. Αυτό έχει ως εκ τούτου καθυστερήσει την επιστροφή πολλών δανειοληπτών στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα", καταλήγει η Κομισιόν.
Αξίζει να αναφερθεί δε ότι, με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση, μεγάλο μέρος των πλειστηριασμών είτε αναστέλλονται για διαδικαστικούς λόγους είτε απέτυχαν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος. Πιο αναλυτικά, οι πλειστηριασμοί που προγραμματίστηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2023 και Φεβρουάριου 2024 κινήθηκαν πτωτικά (7.910 τον Νοέμβριο του 2023, 5.529 τον Δεκέμβριο του 2023, 5.222 τον Ιανουάριο του 2024 και 4.312 τον Φεβρουάριο του 2024), ενώ το ποσοστό των αναστολών κυμαίνεται γύρω στο 50%.
Για όσους διενεργήθηκαν, το ποσοστό των άγονων υπερβαίνει σταθερά και σημαντικά αυτό των επιτυχημένων (58% έναντι 42% τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο 2023 και τον Ιανουάριο 2024, 57% έναντι 43% τον Οκτώβριο 2023, 61% έναντι 39% τον Δεκέμβριο 2023 και 66% έναντι 34% τον Φεβρουάριο του 2024).
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, σταθερά πάνω από το 70% διαμορφώνεται το ποσοστό των εγκρίσεων από τους πιστωτές στον εξωδικαστικό μηχανισμό, με τις αιτήσεις από πλευράς των δανειοληπτών να έχουν ανεβάσει ρυθμούς.
Ειδικότερα, από την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας έχουν υποβληθεί περίπου 38.000 αιτήσεις (που αντιστοιχούν σε 15,6 δισ. ευρώ χρέους, έναντι 7,7 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2023). Περίπου 15.400 αιτήματα οδήγησαν σε επιτυχή αναδιάρθρωση, που αντιπροσωπεύουν 5,5 δισ. ευρώ χρέους (έναντι 5,2 δισ. ευρώ στην προηγούμενη έκθεση).