Ως ένα βήμα που έπρεπε να γίνει και έγινε με επιτυχία χαρακτηρίζουν στις Βρυξέλλες την πρώτη έκδοση ελληνικού ομολόγου μετά το 2014, ενώ επικρατεί ικανοποίηση για το αποτέλεσμα, με δεδομένο ότι σημαντικοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είχαν ταχθεί από την πρώτη στιγμή υπέρ της εξόδου της χώρας στις αγορές. Στη βελγική πρωτεύουσα υπενθυμίζουν ότι και οι άλλες πρώην μνημονιακές χώρες τέσταραν τις αγορές από πολύ νωρίς, γιατί έπρεπε να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών κι αυτό δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη.
Για το αποτέλεσμα της έκδοσης, δηλαδή την υπερκάλυψη και το επιτόκιο, εκτιμούν ότι μάλλον και τα δύο ήταν αναμενόμενα. Κι αυτό για δύο λόγους, που ευνοούσαν την ελληνική έξοδο τώρα.
Ο πρώτος έχει να κάνει με τη χρονική συγκυρία, δηλαδή το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε περίοδο εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων παγκοσμίως, με αποτέλεσμα οι θεσμικοί επενδυτές, ακόμη και οι συντηρητικοί, να «διψούν» για αποδόσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, μια απόδοση 4,60% για το πενταετές σε μια χώρα με σκληρό νόμισμα θεωρείται σήμερα σε κάθε περίπτωση εντυπωσιακή.
Ο δεύτερος λόγος, που είναι πολύ σημαντικός, έχει να κάνει με το ρίσκο της επένδυσης, που συνδέεται άμεσα με το ρίσκο της χώρας. Με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης εξαλείφθηκαν, όπως τονίζουν, οι όποιες ανησυχίες επικρατούσαν σχετικά με τον κίνδυνο κάποιου ατυχήματος. Επιπλέον, η διάρκεια του ομολόγου περιορίζει δραστικά τους κινδύνους, αφού τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 2022 που θα αποπληρωθεί, δεν υπάρχουν σημαντικές δανειακές ανάγκες.
Στο ζητούμενο, που είναι η επόμενη μέρα, στη βελγική πρωτεύουσα επικρατεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
Τις τελευταίες ημέρες η Κομισιόν και το Βερολίνο εκφράζουν ικανοποίηση για την επιτυχή έξοδο στις αγορές, παράλληλα όμως επισημαίνουν την ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων, ώστε η Ελλάδα να κερδίσει σε βιώσιμη βάση την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Πρόκειται περισσότερο για νουθεσίες από συνήθεια, γιατί τόσο οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι όσο και οι εταίροι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κυβέρνηση εδώ που έχει φτάσει στην υλοποίηση του προγράμματος θα το ολοκληρώσει επιτυχώς. Άλλωστε τα μέτρα που επιφέρουν και το μεγάλο πολιτικό κόστος έχουν ήδη ληφθεί.
Συνεπώς, αλλού έχουν στραμμένα τα βλέμματα οι Βρυξέλλες, δηλαδή στις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, πρωτίστως, και σε πολιτικά ζητήματα που αφορούν κράτη-μέλη. Εκεί θα κριθεί πολύ περισσότερο η επόμενη μέρα για την Ελλάδα και λιγότερο στις κινήσεις της κυβέρνησης τους επόμενους 12 μήνες.
Σε σχέση με την ευρωπαϊκή οικονομία, το φθινόπωρο η ΕΚΤ θα επαναπροσδιορίσει τη νομισματική πολιτική, αφού το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θεωρητικά λήγει στο τέλος του έτους. Οι εκτιμήσεις των Βρυξελλών είναι ότι θα συνεχιστεί και το 2018, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός δεν είναι προς το παρόν ο ενδεδειγμένος (1,3% τον Ιούνιο), ενώ η οικονομία έχει μεν ανακάμψει, άλλα όχι όσο θα έπρεπε σε δύο πολύ μεγάλες χώρες, τη Γαλλία και την Ιταλία. Συνεπώς, αναμένεται με ενδιαφέρον αφενός η παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και αφετέρου ο ποσοτικός προσδιορισμός του, γιατί θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι το ποσό των 60 δισ. ευρώ μηνιαίως που διαθέτει η ΕΚΤ για την αγορά κρατικών και εταιρικών ομολόγων θα μειωθεί.
Όλα τα παραπάνω θα παίξουν ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος στις αγορές αλλά και των επιτοκίων το επόμενο διάστημα, που είναι κρίσιμο για τη χώρα μας, η οποία θα πρέπει να βγει ακόμη 2-3 φορές στις αγορές πριν από τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Λογικά, στις επόμενες εξόδους το επιτόκιο θα πρέπει να μειώνεται σταδιακά μεν, αλλά αισθητά. Στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, η δεύτερη έξοδος έγινε με επιτόκιο 1% χαμηλότερα, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών. Εάν, όμως, το διεθνές κλίμα δεν είναι καλό, η χώρα μας σε καμία περίπτωση δεν θα αποτελέσει προτεραιότητα για τους επενδυτές, έστω κι αν πληρώνει περισσότερο.
Από τις αποφάσεις που θα ληφθούν για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα κριθεί εάν εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη προοπτικές για ένταξη και της Ελλάδας κάποια στιγμή το φθινόπωρο ή στις αρχές του 2018.
Η ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα περνάει σίγουρα μέσα από τις γερμανικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, όπου όλα δείχνουν ότι η Άγκελα Μέρκελ θα είναι ξανά καγκελάριος, ωστόσο δεν είναι ακόμη βέβαιο με ποιον θα συγκυβερνήσει.
Η καλύτερη εξέλιξη για τη χώρα μας, όχι μόνο για την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά κυρίως για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, θα είναι να υπάρξει και την επόμενη τετραετία στη Γερμανία ένας μεγάλος συνασπισμός, δηλαδή Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές - Σοσιαλδημοκράτες. Κι αυτό γιατί οι τελευταίοι έχουν θετική στάση προς τη χώρα μας στο θέμα του χρέους. Το άλλο σενάριο, που συγκεντρώνει πάντως και τις περισσότερες πιθανότητες, θα είναι να αντικαταστήσουν οι Φιλελεύθεροι τους Σοσιαλδημοκράτες στην επόμενη κυβέρνηση. Η Μέρκελ το επιδιώκει διακαώς, γιατί οι φιλελεύθεροι είναι πολύ πιο κοντά της ιδεολογικά και πιο ελεγχόμενοι πολιτικά.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν άσχημη για τη χώρα μας, στον βαθμό που διαχρονικά οι Φιλελεύθεροι είναι εχθρικοί στις διασώσεις χωρών της Ευρωζώνης και ακόμη πιο εχθρικοί στη διάσωση της Ελλάδας, και το είχαν αποδείξει με τη στάση τους το 2010. Είναι προφανές ότι σε σχέση με το χρέος το πάνω χέρι θα το έχει η κα Μέρκελ, όμως οι Φιλελεύθεροι στην κυβέρνηση μαζί με κάποια συντηρητικά στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών μπορεί να δημιουργήσουν έναν σκληρό πυρήνα κατά της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, που θα δυσχεράνει τις κινήσεις της καγκελαρίου.
Σημαντικός παράγοντας επίσης θα είναι οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, δηλαδή το αν θα μπορέσει ο Εμανουέλ Μακρόν να ισχυροποιήσει πολιτικά τη χώρα του. Τα πρώτα δείγματα γραφής δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά και αυτό φαίνεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω είναι προς το παρόν υποθέσεις, αλλά αυτές θα κρίνουν την επόμενη μέρα της χώρας μας, γιατί χωρίς ελάφρυνση του χρέους το καλοκαίρι του 2018 δεν υπάρχει περίπτωση βιώσιμης εξόδου στις αγορές με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Π. Μοσκοβισί: Οικονομικά ανεξάρτητη από το 2018 η Ελλάδα
Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει οικονομικά ανεξάρτητη μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, τον Σεπτέμβριο του 2018, έκανε ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, στο καθημερινό δελτίο κοινοτικής επικαιρότητας Politico.
Ο Γάλλος επίτροπος έκανε τις δηλώσεις αμέσως μετά την επιστροφή του από την Αθήνα, ενώ, όπως επισημαίνει το δημοσίευμα, ο ίδιος συνεργάζεται στενά με την ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να ολοκληρωθεί με επιτυχία η έξοδος της χώρας από το πρόγραμμα διάσωσης.
Ο κ. Μοσκοβισί δηλώνει αισιόδοξος για τη χώρα που αγωνίστηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην Ευρώπη προκειμένου να νικήσει τους οικονομικούς της δαίμονες, ενώ θεωρεί ότι η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει οικονομικά ανεξάρτητη σε έναν χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 2018. Υπογραμμίζει επίσης ότι επιστρέφει σαφώς η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και ότι κατά τις τελευταίες εβδομάδες οι ελληνικές αρχές έχουν γίνει αποδέκτες πολλών μηνυμάτων εμπιστοσύνης από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ο επίτροπος, καταλήγει το δημοσίευμα, διαισθανόμενος μία ευκαιρία (όχι συμπωματικά κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεκλογικής εκστρατείας) να εδραιωθεί μία άποψη διεθνώς σε σχέση με το ότι οι επενδύσεις και όχι μόνο η λιτότητα είναι αποφασιστικής σημασίας για την οικονομική ανεξαρτησία της χώρας, υποστηρίζει ότι ο γενικός στόχος για την Ελλάδα θα πρέπει να είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, καλώντας όλους τους παράγοντες να συμφωνήσουν σε μια κοινή στρατηγική το συντομότερο δυνατό.