Είκοσι κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας θα πρέπει να προσέξουν φέτος ιδιαίτερα οι έγγαμοι φορολογούμενοι κατά τη συμπλήρωση των φορολογικών δηλώσεων. Αναλυτικά, σύμφωνα με την ΑΑΔΕ για τον τρόπο υποβολής και εκκαθάρισης των δηλώσεων φορολογίας των εισοδημάτων του 2019 , οι έγγαμοι φορολογούμενοι θα πρέπει έχουν υπ’ όψιν τους τα εξής:
Remaining Time-0:01
Fullscreen
Mute
1. Κοινή φορολογική δήλωση υποχρεούνται να υποβάλουν όλα τα έγγαμα ζευγάρια που δεν έχουν γνωστοποιήσει στην ΑΑΔΕ την πρόθεση τους για υποβολή χωριστών δηλώσεων.
2.Οι έγγαμοι μπορούν να υποβάλουν χωριστά τις φορολογικές τους δηλώσεις , ο καθένας για τα εισοδήματα του, μόνο εφόσον ο ένας εκ των δυο έχει ήδη γνωστοποιήσει την επιλογή του αυτή στην ΑΑΔΕ μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου. Την επιλογή του για χωριστή δήλωση φορολογίας εισοδήματος αρκούσε να τη γνωστοποιήσει από τους δύο συζύγους.
3. Η γνωστοποίηση της επιλογής για υποβολή χωριστής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος πρέπει να γίνεται κάθε έτος μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου. Θα πρέπει δηλαδή η επιλογή για υποβολή χωριστών δηλώσεων να επικαιροποιείται κάθε έτος από τουλάχιστον έναν εκ των δυο συζύγων μέχρι την προθεσμία αυτή, διαφορετικά θα υποβάλλεται κοινή δήλωση.
4.Σε περίπτωση υποβολής χωριστών φορολογικών δηλώσεων από τους συζύγους, το εισόδημα του κάθε ανηλίκου εξαρτώμενου τέκνου που προέρχεται από τον κοινό γάμο και δεν έχει υποχρέωση υποβολής δικής του δήλωσης προστίθεται στα εισοδήματα του γονέα που έχει το μεγαλύτερο εισόδημα και δηλώνεται μόνο από αυτόν τον γονέα.
5.Στις χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος συζύγων δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος για την κάλυψη των επιμέρους τεκμηρίων καθενός εκ των συζύγων. Κι αυτό διότι τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων βαρύνουν τον καθένα ατομικά. Συνεπώς εάν η σύζυγος έχει πολύ χαμηλά εισοδήματα και τα τεκμήρια της προσδιορίζουν το φορολογητέα εισόδημα σε πολύ μεγάλο ύψος δεν μπορεί να καλύψει την επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος επικαλούμενη τα εισοδήματα του συζύγου .Αυτόματη κάλυψη τεκμηρίων του ενός συζύγου από τα εισοδήματα του άλλου γίνεται μόνο εφόσον υποβληθεί κοινή δήλωση.Ουσιαστικά σε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους , δεν υπάρχει δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου.
6.Στην περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων από έγγαμους, το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης ανέρχεται σε 3.000 ευρώ για κάθε σύζυγο , ενώ στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης ισχύει ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης 5.000 ευρώ και για τους δύο (2.500 ευρώ για τον καθένα).
8. Σε περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης , όταν ένας εκ των δυο συζύγων έχει πραγματοποιήσει δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών που κατοχυρώνουν το αφορολόγητο αλλά ο ίδιος δεν δικαιούται το αφορολόγητο (επειδή π.χ έχει εισοδήματα μόνο από επιχειρήσεις ή και από ακίνητα) το ποσό των δαπανώ του αυτών δύναται κατά την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης να μεταφερθεί ολόκληρο στον άλλο σύζυγο για τυχόν κάλυψη του δικού του απαιτούμενου ποσού δαπανών, ώστε αυτός να κατοχυρώσει το αφορολόγητο.
9. Προκειμένου να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος πρέπει και οι δυο σύζυγοι να διαθέτουν δικό τους κλειδάριθμο. Η σύζυγος που δεν έχει μέχρι τώρα κλειδάριθμο οφείλει να αποκτήσει προκειμένου κι αυτή να μπορέσει να υποβάλει τη δική της δήλωση.
10. Οι σύζυγοι υποχρεούται να υποβάλουν χωριστά φορολογικές δηλώσεις χωρίς να απαιτείται γνωστοποίηση στην ΑΑΔΕ ,ο καθένας για τα εισοδήματα του, μόνο εφόσον έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης ή ο ένας από τους δυο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση .Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή φέρει ο φορολογούμενος .Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ενημέρωση του Τμήματος Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης της αρμόδιας ΔΟΥ με τις παραπάνω μεταβολές.
11.Στο κάτω μέρος του πίνακα 1, στην σελίδα του φετινού εντύπου Ε1, όπου αναγράφονται τα στοιχεία του φορολογούμενου , περιλαμβάνεται ένδειξη για όσους συζύγους επιλέγουν την υποβολή χωριστών δηλώσεων. Δίπλα από τη φράση “χωριστή δήλωση συζύγων “ ο σύζυγος που έχει εκδηλώσει την επιθυμία να υποβάλει χωριστή δήλωση πρέπει να κλικάρει πάνω στη λέξη “ΝΑΙ “και στη συνέχεια να αναγράψει τον ΑΦΜ του άλλου συζύγου.
12.Στις περιπτώσεις υποβολής χωριστών δηλώσεων η κύρια κατοικία δηλώνεται από τον κάθε σύζυγο στον πίνακα 5 του εντύπου Ε1 στους αντίστοιχους κωδικούς κύριας κατοικίας. Ο κάθε σύζυγος συμπληρώνει το ποσοστό ιδιοκτησίας του σε περίπτωση ιδιοκτήτης κατοικίας, το ποσοστό του ως μισθωτή σε περίπτωση μισθωμένης κατοικίας και το ποσοστό της δωρεάν παραχώρησης αντίστοιχα.
13. Στις περιπτώσεις έγγαμων φορολογουμένων που έχουν γνωστοποιήσει την επιλογή τους για υποβολή χωριστών δηλώσεων, εφόσον ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στην κύρια κατοικία, είτε είναι ιδιοκτήτη είτε δωρεάν παραχωρημένη , ούτε συμμετέχει ως μισθωτής στη μισθωμένη κύρια κατοικία, οφείλει στη χωριστή δήλωση που θα υποβάλει, να συμπληρώσει τον κωδικό 801 του πίνακα 6 με τον ΑΦΜ του άλλου συζύγου καθώς και τον κωδικό 092 που αφορά στη φιλοξενία, επιλέγοντας κατά την ηλεκτρονική υποβολή, τη νέα ένδειξη “συνοίκηση με σύζυγο “ η οποία έχει προστεθεί στον αναδυόμενο πίνακα επιλογών.
14.Σε κάθε περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης από έγγαμους που έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με τουλάχιστον 675 αναπηρία τα οποία δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις, οι κωδικοί 005-006 του πίνακα 3 στους οποίους πρέπει να αναγραφεί ο αριθμός των τέκνων αυτών για τη εξασφάλιση μείωσης φόρου 200 ευρώ συμπληρώνονται μόνο από τον σύζυγο και αν ο φόρος του δεν επαρκεί για να αφαιρεθεί ολόκληρο το ποσό της έκπτωσης, τότε το ποσό αυτό πιστώνεται κατά την εκκαθάριση της δήλωσης , στον φόρο της συζύγου ή του άλλου μέρους του συμφώνου συμβίωσης.
15. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία έγγαμοι φορολογούμενοι να έχουν επιλέξει να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις και έχουν από κοινού εξαρτώμενα τέκνα με αναπηρία τουλάχιστον 67% τα οποία δεν υποβάλλουν ατομικές δηλώσεις, η μείωση φόρου των 200 ευρώ πραγματοποιείται άπαξ , μόνο σε έναν σύζυγο χωρίς να μεταφέρεται το δικαίωμα πίστωσης φόρου στον άλλο σύζυγο. Στις περιπτώσεις αυτές διενεργείται διασταύρωση, εφόσον διαπιστωθεί από τον έλεγχο ότι το τέκνο με αναπηρία δηλώθηκε και από τους δύο συζύγους, η μείωση φόρου γίνεται στον σύζυγο με τον μεγαλύτερο φόρο εισοδήματος.
16. Σε κάθε περίπτωση υποβολής χωριστών δηλώσεων, τα τέκνα που προέρχονται από κοινό γάμο καθώς και τα αναγνωρισμένα τέκνα πρέπει να δηλώνονται ως εξαρτώμενα μέλη και από τους δύο συζύγους, ώστε και οι δυο εφόσον είναι μισθωτοί ή συνταξιούχοι, να δικαιούνται αφορολόγητο προσαυξημένο με βάση τον αριθμό των τέκνων.
17.Σε κάθε περίπτωση εγγάμων είτε υποβάλλουν από κοινού τη δήλωση είτε χωριστά, διενεργείται και φέτος ξεχωριστή βεβαίωση του φόρου και εκδίδονται 2 εκκαθαριστικά σημειώματα, ένα για κάθε σύζυγο. Αυτό στην περίπτωση της υποβολής κοινής δήλωσης δεν επηρεάζει επ’ ουδενί τον τρόπο υπολογισμού των τεκμηρίων διαβίωσης για την κύρια κατοικία ,τα αυτοκίνητα και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία ούτε τον τρόπο κάλυψης των τεκμηρίων ούτε την κατοχύρωση του αφορολόγητου. Οι κανόνες οι οποίοι προβλέπουν επιβάρυνση με τεκμήριο του καθενός ανάλογα με το τι πραγματικά κατέχει επί ακινήτων και αυτοκινήτων , κάλυψη των τεκμηρίων του ενός συζύγου από τα εισοδήματα του άλλου και κατοχύρωση του αφορολόγητου του ενός με δαπάνες του άλλου εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρμόζονται κανονικά. Η διαφορά είναι μόνο ότι εξαιτίας της έκδοσης δύο ξεχωριστών εκκαθαριστικών, τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο (επιστροφή φόρου) του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τυχόν χρεωστικό υπόλοιπο του άλλου, ενώ στην περίπτωση που έχουν και οι δυο εκκαθαριστικά σημειώματα με πιστωτικά ποσά,τα ποσά αυτά επιστρέφονται στον κάθε δικαιούχο χωριστά.
18.Εφόσον από την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης προκύψει επιπλέον φόρος προς καταβολή, πρέπει να εξοφληθεί είτε εφάπαξ έως τις 31 Ιουλίου είτε σε 3 ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη μέχρι την 31η Ιουλίου , η δεύτερη μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου και η τρίτη μέχρι τις 30 Νοεμβρίου του 2020.
19.Δεν βεβαιώνεται ποσό φόρου εισοδήματος για καταβολή εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει τα 30 ευρώ ανά σύζυγο.
20. Δεν επιστρέφεται στον φορολογούμενο ποσό φόρου μικρότερο των 5 ευρώ ανά σύζυγο.