Η αναταραχή στις αγορές την περασμένη εβδομάδα, αρχικά λόγω της χρεοκοπίας της αμερικανικής τράπεζας Silicon Valley Bank (SVB) και στη συνέχεια των προβλημάτων της ελβετικής Credit Suisse, οδήγησε πολλούς αναλυτές να επαναπροσδιορίσουν χαμηλότερα τις προσδοκίες τους για τις αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed).
Η ΕΚΤ δεν επιβεβαίωσε κατ’ αρχήν τις προσδοκίες αυτές την περασμένη Πέμπτη καθώς προχώρησε στην αύξηση των βασικών επιτοκίων της κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, όπως είχε προαναγγελθεί από τον Φεβρουάριο, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού στον στόχο του 2%.
Ωστόσο, απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί σε νέες αυξήσεις επιτοκίων στο μέλλον, όπως έκανε σε προηγούμενες ανακοινώσεις της, τονίζοντας την ανάγκη οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση με βάση τα στοιχεία που θα είναι τότε διαθέσιμα για την πορεία του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή και του δομικού πληθωρισμού. Μετά τις αυξήσεις της Πέμπτης, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων διαμορφώνεται στο 3% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 3,5%.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είπε ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί να γίνουν εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων, επικαλούμενη την πρόσθετη αβεβαιότητα για τις προοπτικές του πληθωρισμού λόγω των αναταράξεων στις αγορές.
Οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, οι οποίες έγιναν πριν από τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας, δείχνουν μία ταχύτερη αποκλιμάκωσή του σε σχέση με τις προβλέψεις του περασμένου Δεκεμβρίου, η οποία οφείλεται στη μεγάλη πτώση των τιμών ενέργειας.
Συγκεκριμένα, σε μέσα επίπεδα έτους ο πληθωρισμός αναμένεται στο 5,3% για φέτος, στο 2,9% το 2024 και στο 2,1% το 2025 που είναι και ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας αναφοράς για τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας. Τον Δεκέμβριο, αναμενόταν πληθωρισμός 6,3% για φέτος, 3,4% για το 2024 και 2,3% για το 2025.
Η αναθεώρηση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό προς τα κάτω σηματοδοτεί πιθανόν μία μικρότερη ανάγκη προσαρμογής της νομισματικής πολιτικής. Η Λαγκάρντ είπε ότι με βάση τις προβλέψεις αυτές, αν πρόκειται να επαληθευτούν υπό το φως των τελευταίων αναταράξεων, θα έπρεπε να καλυφθεί «περισσότερο έδαφος», υπονοώντας ότι θα χρειαζόταν περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, ενώ σε προηγούμενες συνεντεύξεις της έκανε λόγο για «πολύ έδαφος» που έπρεπε να καλυφθεί.
Το ερώτημα, συνεπώς, είναι αν πράγματι η αναταραχή θα οδηγήσει σε κάποια σημαντική αλλαγή των προβλέψεων για τον πληθωρισμό, η οποία με τη σειρά της θα άλλαζε και την πολιτική για τα επιτόκια. Αν, για παράδειγμα, υπάρξει σημαντική πτώση των χρηματιστηρίων και ένα κλίμα πρόσθετης αβεβαιότητας, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης που θα διευκόλυνε τη μείωση του πληθωρισμού.
Αυτό, όμως, είναι πολύ πρόωρο να εκτιμηθεί καθώς η κρίση είναι πολύ νωπή και δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς αν θα κλιμακωθεί και σε ποιο βαθμό ή αν θα «σβήσει» μετά τις παρεμβάσεις της Fed και της ελβετικής κεντρικής τράπεζας για την παροχή ρευστότητας.
Την ερχόμενη Τετάρτη θα ανακοινώσει και η Fed τις αποφάσεις της για τα επιτόκια, οι οποίες αναμένονται επίσης με μεγάλο ενδιαφέρον. Πριν τη χρεοκοπία της SVB, οι επενδυτές ανέμεναν ότι η Fed θα αύξανε το βασικό επιτόκιό της κατά 50 μονάδες βάσης (μισή ποσοστιαία μονάδα) για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, αλλά στη συνέχεια οι προσδοκίες είναι ότι η αύξηση θα περιορισθεί σε 25 μ.β. Το επιτόκιο της Fed ανέρχεται σήμερα στο 4,5% έως 4,75%.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ