ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
διαΝΕΟσις: Γιατί δεν καταφέραμε να συνδυάσουμε τουρισμό και αγροδιατροφή;
Το γεγονός ότι η ελληνική παραγωγή δεν απολαμβάνει, κατά κανόνα, οικονομίες κλίμακας, αναφέρθηκε ως ένας λόγος για τον οποίο οι τιμές των τοπικών και εγχώριων προϊόντων είναι υψηλές, όπως επισημάνθηκε επίσης το έλλειμμα οργάνωσης και συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών
Η διασύνδεση μεταξύ του κλάδου του τουρισμού και του κλάδου της αγροδιατροφής δεν έχει ευδοκιμήσει στην Ελλάδα, τουλάχιστον στον επιθυμητό βαθμό, όπως αναφέρεται σε τελευταία έρευνα της διαΝΕΟσις.
Σε γενικές γραμμές, τα ποσοστά για τα εγχώρια τρόφιμα, τόσο για τα νωπά όσο και για τα επεξεργασμένα, κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, αν και σίγουρα δεν είναι στα επιθυμητά.
Η εικόνα όμως αλλάζει δραματικά όταν λαμβάνονται υπόψη τα ποτά ή όταν εξετάζονται τα ποσοστά για τις απευθείας προμήθειες από παραγωγούς ή τις προμήθειες σε τοπικά τρόφιμα και ποτά.
Αν υπολογιστεί ο μέσος όρος για τα τρόφιμα και ποτά μαζί, τότε τα ποσοστά αντιστοιχούν σε περίπου 39% για τα εγχώρια, σε 14% για τα τοπικά και σε 8% για τα προϊόντα που προέρχονται απευθείας από παραγωγούς.
Σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα διασύνδεσης για τους φορείς της αγροδιατροφής, από τους 32 φορείς στο νομό Ηλείας που έλαβαν μέρος στην έρευνα, οι 7 προμηθεύουν απευθείας τουριστικές μονάδες και οι 12 προμηθεύουν εστιατόρια.
Εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός ότι κανένας από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς δεν συνεργάζεται απευθείας με τουριστικές μονάδες ή εστιατόρια.
Από τους υπόλοιπους φορείς φαίνεται, επίσης, ότι τα μικρότερα σχήματα έχουν αναπτύξει τέτοιες απευθείας σχέσεις. Τέλος, όσοι συνεργάζονται απευθείας με καταλύματα, κατά μέσο όρο διοχετεύουν σχεδόν 31% της παραγωγής τους σε αυτά, ενώ όσοι προμηθεύουν απευθείας εστιατόρια δίνουν κατά μέσο όρο περίπου 28% της παραγωγής τους.
Τα προτιμούν αλλά… δεν τα επιλέγουν
Στην έρευνα τονίζεται ότι, οι ξενοδόχοι στην Ελλάδα προτιμούν τα εγχώρια και τοπικά προϊόντα για μια σειρά από λόγους, όπως η επιθυμία στήριξης της τοπικής/εγχώριας οικονομίας, η καλύτερη ποιότητά τους και η συμμετοχή στην προώθησή τους, ενώ κίνητρο για τους επιχειρηματίες του τουρισμού φαίνεται να αποτελεί και η ευκαιρία που δημιουργεί η προσφορά προϊόντων υψηλής ποιότητας για την προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων.
Ωστόσο, οι ξενοδόχοι δεν τα επιλέγουν σε τόσο μεγάλο βαθμό, κυρίως λόγω:
της αδυναμίας κάλυψης της απαιτούμενης γκάμας
της μη κάλυψης της ζήτησης
της χαμηλότερης ποιότητας των προϊόντων, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους σε σχέση με τα εισαγόμενα, αλλά και διότι η συνεργασία με τους προμηθευτές είναι συχνά αναποτελεσματική.
Ελλειψη οικονομιών κλίμακας – Περιορισμένοι προμηθευτές
Το γεγονός ότι η ελληνική παραγωγή δεν απολαμβάνει, κατά κανόνα, οικονομίες κλίμακας, αναφέρθηκε ως ένας λόγος για τον οποίο οι τιμές των τοπικών και εγχώριων προϊόντων είναι υψηλές, όπως επισημάνθηκε επίσης το έλλειμμα οργάνωσης και συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών.
Επίσης, η εξεύρεση τοπικών παραγωγών δεν φαίνεται να είναι εύκολη υπόθεση, ενώ ο περιορισμός του αριθμού προμηθευτών με τους οποίους έρχεται σε απευθείας επαφή μια επιχείρηση μειώνει τα ζητήματα σε επίπεδο logistics. Όμως, προβλήματα που εγείρονται στη συνεργασία με τους προμηθευτές είναι η καθυστέρηση των παραδόσεων και ζητήματα διαθεσιμότητας στις απαιτούμενες ποσότητες. Τέλος, σε ό,τι αφορά τους «μεσάζοντες», επισημάνθηκαν τα πλεονεκτήματα του να παρακαμφθούν, έτσι ώστε οι τιμές για τα τοπικά προϊόντα να είναι πιο ελκυστικές, κάτι που μπορεί όμως να μην είναι ρεαλιστικό με δεδομένο το κατά κανόνα μικρό μέγεθος των εγχώριων παραγωγών.
Η δυναμική του πρωτογενούς τομέα
Από τις μελέτες διασύνδεσης προκύπτει επίσης η σημαντική δυναμική του πρωτογενούς τομέα, κυρίως ως προς τα φρούτα και τα νωπά λαχανικά, αλλά και η αδυναμία του να καλύψει τις ανάγκες του τουριστικού κλάδου, ειδικά ως προς την ποσότητα και την τυποποίηση πολλών προϊόντων. Τα προϊόντα για τα οποία οι ξενοδόχοι αντιμετωπίζουν συχνά πλήρη έλλειψη αφορούν σε ψάρια, τυριά, αλλαντικά, οινοπνευματώδη, κρέατα και λαχανικά. Οι περιορισμένες ποσότητες παραγωγής οδηγούν τους επιχειρηματίες του τουρισμού να ορίζουν ευρύτερα το «τοπικό» για να συμπεριλάβουν προϊόντα από μια μεγαλύτερη γεωγραφική περιοχή.
DMO
Διαπιστώνεται επίσης ότι οι εμπειρίες γαστρονομικού ενδιαφέροντος απορροφούν σημαντικό μερίδιο των δαπανών των επισκεπτών, ενώ οι νεότερες γενιές δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στις εμπειρίες γαστρονομικού ενδιαφέροντος ως κρίσιμου παράγοντα στην απόφασή τους να διαλέξουν έναν προορισμό. Έμφαση δίνεται και στους «foodies» ως κατηγορία ταξιδιωτών, οι οποίοι αναζητούν εξατομικευμένες υπηρεσίες με βάση τις ιδιαιτερότητές τους.
Σε κάθε περίπτωση, μια εδραιωμένη γαστρονομική ταυτότητα φαίνεται να διευκολύνει τον στρατηγικό σχεδιασμό του γαστρονομικού τουρισμού μιας χώρας, ωστόσο στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει μια συγκεχυμένη αντίληψη για το πώς προσδιορίζεται η αμιγώς εθνική γαστρονομία. Σε πολλές χώρες, οι Destination Management Organizations (DMOs) ηγούνται των στρατηγικών για τη διασύνδεση των κλάδων και την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού.
Η διαΝΕΟσις προτείνει τη σύσταση ενός «Γαστρονομικού DMO», την επίβλεψη και την απόφαση για τη στελέχωση του οποίου μπορεί να αναλάβει ένα "Εθνικό Συμβούλιο Ελληνικής Γαστρονομίας", στο οποίο θα συμμετέχουν εκπρόσωποι των φορέων της κεντρικής διοίκησης, εκπρόσωποι της περιφερειακής διοίκησης και εκπρόσωποι των επαγγελματικών φορέων. Ο «Γαστρονομικός DMO» θα χρειαστεί να έχει την απαιτούμενη αυτονομία ώστε να σχεδιάσει το ενιαίο (εθνικό) branding του εγχώριου γαστρονομικού χαρτοφυλακίου, να φροντίσει για την ενιαία τεκμηρίωση στοιχείων του γαστρονομικού τουρισμού εν γένει, να διαχειριστεί την ενιαία μεταφορά και διάχυση αυτών σε τοπικό επίπεδο, αλλά και να συντονίσει την ενιαία προβολή του ελληνικού γαστρονομικού τουριστικού προϊόντος.
Γαστρονομικός τουρισμός
Ο γαστρονομικός τουρισμός περιλαμβάνει ειδικές εκδηλώσεις, όπως φεστιβάλ τροφίμων και ποτών, μαθήματα μαγειρικής, επισκέψεις σε αγροκτήματα, επισκέψεις σε αγορές παραγωγών, οινικές διαδρομές και βραδιές γευσιγνωσίας, που δίνουν τη δυνατότητα στους τουρίστες να αλληλεπιδράσουν με το φαγητό ενός τόπου και τις ιστορίες ή τα σύμβολα που αυτό αντιπροσωπεύει.
Πλεονεκτική θέση
Η χώρα μας είναι σε πλεονεκτική θέση, καθώς διαθέτει πολλά προγράμματα ή σήματα που σχετίζονται με τον γαστρονομικό τουρισμό (π.χ. «Ελληνικό Πρωινό», «Ελληνική Κουζίνα», «Aegean Cuisine», «κρητική κουζίνα», «Δρόμοι του Κρασιού», «Σήμα Επισκέψιμου Οινοποιείου»), κατέχει ένα σεβαστό μερίδιο στο σύνολο των ονομασιών προέλευσης (ΠΟΠ-ΠΓΕ) σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε όλη τη χώρα υπάρχουν επισκέψιμοι χώροι αλλά και εγκαταστάσεις που έχουν μετατραπεί σε μουσεία, ενώ κάθε χρόνο διοργανώνονται τοπικές γιορτές τροφίμων και φεστιβάλ.
Την ίδια στιγμή, έχει δρομολογηθεί η θεσμοθέτηση δικτυώσεων που υλοποιούν και διαχειρίζονται ολιστικά προγράμματα πολιτιστικού τουρισμού, όπως είναι η Πολιτιστική Διαδρομή «Οιδίπους» στη Στερεά Ελλάδα, με σημαντικές προεκτάσεις στο πεδίο της γαστρονομίας.
Τέλος, τα μενού των εστιατορίων φαίνεται να αποτελούν πεδίο ενίσχυσης της ποιότητας της παρεχόμενης γαστρονομικής εμπειρίας, ενώ διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των ονομασιών και των περιγραφών των εδεσμάτων, αλλά και ως προς τη διαμόρφωση ενός κοινού αφηγήματος.
DATA
Διασύνδεση μεταξύ των δύο κλάδων 30% των δαπανών του εγχώριου τουρισμού πηγαίνει στην εστίαση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των δαπανών του εισερχόμενου τουρισμού φτάνει στο 18%.
Το 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων αφορά σε τρόφιμα και ποτά.
Το 60% περίπου των Ελλήνων ξενοδόχων προτιμούν να προμηθεύονται για τις επιχειρήσεις τους εγχώρια αγροδιατροφικά προϊόντα.
Το 30,4% των προμηθειών των ξενοδοχείων σε τρόφιμα/ποτά προέρχεται απευθείας από τους εγχώριους παραγωγούς.
Αγροδιατροφή
Πάνω από 50% της αξίας της ελληνικής γεωργικής παραγωγής προέρχεται από φρούτα,
λαχανικά και ελαιόλαδο.
Μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 2023 η χώρα μας κατείχε 115 ονομασίες εδώδιμων αγαθών (το 6,8% του συνόλου), 147 ονομασίες οίνων (το 9% του συνόλου), και 15 ονομασίες οινοπνευματωδών (το 5,8% του συνόλου).