ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Άρειος Πάγος για διατροφή: Η άπιστη σύζυγος δικαιούται μικρότερο ποσό
Στην απόφαση του Αρείου Πάγου, που δημιουργεί νέα δεδομένα, για να καθοριστεί το ύψος της αποζημίωσης, "μέτρησαν" και τα εξωσυζυγικά παραστρατήματα της συζύγου.
Εφόσον αποδειχθεί ότι κατά τον έγγαμο βίο του ζεύγους η σύζυγος διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις, τότε, όταν χωρίσουν και πάρουν διαζύγιο, δικαιούται ελαττωμένη διατροφή που ανέρχεται σε χαμηλά επίπεδα, αποφάνθηκε ο Αρειος Πάγος και δικαίωσε πρώην σύζυγο που απέδειξε ότι όσο διάστημα ήταν παντρεμένος η γυναίκα του είχε πολλαπλές εξωσυζυγικές σχέσεις με άτομα από τον στενό κοινωνικό τους περίγυρο.
Μάλιστα, τις εξωσυζυγικές αυτές σχέσεις τις αποκάλυψε στον πολλαπλά απατημένο σύζυγο στενή φίλη της πρώην συζύγου του. Ο ίδιος ο απατηθείς, αναφερόμενος στις εξωσυζυγικές περιπέτειες της πρώην συζύγου του, τις παρομοιάζει με «σενάρια κινηματογραφικών ταινιών» και δεν παραλείπει να επισημάνει ότι η σύζυγός του είχε αποφασίσει να κοιμούνται σε ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα.
Τον Ιούνιο του 2016 ο σύζυγος κατέθεσε στο Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης αγωγή με την οποία ζήτησε τη λύση του γάμου του. Εναν μήνα μετά η σύζυγος ζήτησε κι εκείνη τη λύση του γάμου της, επικαλούμενη «κλονιστικά γεγονότα της έγγαμης συμβίωσής τους από υπαιτιότητα του συζύγου της» και παράλληλα ζήτησε να της επιδικαστεί μηνιαία διατροφή των 1.500 ευρώ.
Ενσταση
Πράγματι, τον Απρίλιο του 2017 συνεκδικάστηκαν οι αγωγές και ο σύζυγος επί του αιτήματος για επιδίκαση διατροφής 1.500 ευρώ μηνιαίως πρόβαλε ένσταση για «καταβολή ελαττωμένης (στοιχειώδους) διατροφής, των 100 ευρώ μηνιαίως», επικαλούμενος εγγράφως ότι η σύζυγός του:
«Υπέπεσε σε παραπτώματα,που συνιστούν λόγο διαζυγίου, καθώς κατά το παρελθόν διατηρούσε κατά διαστήματα εξωσυζυγικές σχέσεις, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκα από άτομο του στενού οικογενειακού μας κύκλου και μάλιστα στενή φίλη της συζύγου, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποχώρησή μου από τη συζυγική μας οικία. Προφανώς η φίλη της αντιδίκου, με την οποία δεν διατηρεί τα τελευταία χρόνια σχέσεις, ανέμενε την κατάληξη αυτή στη σχέση μας κι έσπευσε να με ενημερώσει για τα παραστρατήματά της».
Μάλιστα, σημειώνει ο σύζυγος: «Τα άτομα με τα οποία διατηρούσε σχέση ανήκαν επίσης στον στενότερο κοινωνικό μας περίγυρο και οι σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν σενάρια κινηματογραφικών ταινιών, τα οποία φαντάζουν απίστευτα πλην όμως ήταν αληθινά».
Απευθυνόμενος προς το δικαστήριο ο σύζυγος συνέχισε: «Επειδή η σύζυγός μου και “δικαιούχος” διατροφής έχει υποπέσει σε παράπτωμα που αποτελεί υπαίτιο λόγο διαζυγίου, δέον επέλθει ως συνέπεια η επιδίκαση σ’ αυτήν ελαττωμένης διατροφής, σύμφωνα με το άρθρο 1392 εδ. Β’ του Αστικού Κώδικα, η οποία πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 100 ευρώ».
Αδιαφορία
Σε άλλο σημείο της αγωγής του επικαλείται επιπρόσθετα ότι η σύζυγός του είχε αποφασίσει να κοιμούνται σε διαφορετικές κρεβατοκάμαρες, αλλά και όταν υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, εκείνη αδιαφόρησε παντελώς και δεν του συμπαραστάθηκε. Ενδεικτικά, σε άλλο σημείο αναφέρει ότι αποδέχθηκε «απόφαση της συζύγου μου για ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα» και έκανε λόγο για «εκδήλωση αδιαφορίας της συζύγου μου» κατά τη νοσηλεία του σε κλινική όταν «υποβλήθηκα σε νέα στεφανιογραφία-αγγειοπλαστική». Αλλά και μετά την έξοδό του από την κλινική «δεν με επισκέφθηκε, ούτε μου συμπαραστάθηκε», με αποτέλεσμα «να εγκατασταθεί εκ νέου- όπως δηλαδή είχε επιλέξει προηγουμένως- στην οικία μου, όπου και πάλι η σύζυγός μου δεν μου προσέφερε την απαραίτητη φροντίδα, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί και η ψυχολογική υγεία μου».
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε ως βάσιμους τους ισχυρισμούς του, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι «η πρώην σύζυγός του διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους». Συνακόλουθα απέρριψε το αίτημα περί ελαττωμένης (στοιχειώδους) διατροφής και επιδίκασε το ποσό των 500 ευρώ ως μηνιαία διατροφή.
Εφεση
Οι πρωτόβαθμοι δικαστές αποφάνθηκαν ειδικότερα: «Δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο όψιμος ισχυρισμός του συζύγου ότι η ενάγουσα διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους... και ο σχετικός ισχυρισμός του περί ελαττωματικής (στοιχειώδους) διατροφής της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 1391 εδ. Β’ Αστικού Κώδικα, που πρόβαλε νομοτύπως, επικουρικώς, κρίνεται απορριπτέος», και στη συνέχεια επιδίκασαν στη σύζυγο το ποσό των 500 ευρώ ως μηνιαία διατροφή της. Στη συνέχεια ασκήθηκε έφεση από τον πρώην σύζυγο, ζητώντας να αναιρεθεί η δικαστική απόφαση κατά το σκέλος εκείνο που απέρριψε το αίτημά του για καταβολή ελαττωμένης διατροφής και ζήτησε να μειωθεί η διατροφή στα 100 ευρώ.
Στην έφεσή του επικαλέστηκε επιπρόσθετα «ως παραπτώματα της συζύγου του την αδιαφορία της για την έγγαμη ζωή τους και τη διατήρηση απ’ αυτήν πολλαπλών εξωσυζυγικών σχέσεων κατά τη διάρκεια του γάμου τους». Ακόμη επικαλέστηκε ότι η σύζυγός του «επέδειξε συμπεριφορά απάδουσα προς τις εκ του γάμου υποχρεώσεις της, δυναμένη να θεμελιώσει υπαίτιο λόγο διαζυγίου».
Επιστροφή χρημάτων
Από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Εφετείο) έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί του συζύγου περί στοιχειώδους διατροφής και υποχρέωσε μάλιστα την πρώην σύζυγό του να του επιστρέψει το ποσό των 7.218 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, που της είχε ήδη καταβάλει ως διατροφή, το ύψος της οποίας είχε προσδιορίσει το δικαστήριο (500 ευρώ μηνιαίως). Το Εφετείο έλαβε υπόψη του ένορκες καταθέσεις μαρτύρων. Μάλιστα, ένας εκ των μαρτύρων κατέθεσε ότι ο πρώην σύζυγος «ζήτησε τον λόγο από τον… για την εξωσυζυγική του σχέση με τη σύζυγό του και ο τελευταίος παραδέχθηκε αυτήν».
Ετσι, υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση ότι «το παρόν δικαστήριο πείθεται για την ύπαρξη των εξωσυζυγικών αυτών σχέσεων» της πρώην συζύγου, καθώς μάλιστα οι ένορκες βεβαιώσεις «είναι πολύ λεπτομερείς» και συνηγορούν οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί «μοιχείας της συζύγου».
Η υπόθεση απασχόλησε στη συνέχεια τον Αρειο Πάγο μετά από αίτηση αναίρεσης που κατέθεσε η πρώην σύζυγος. Κατ’ αρχάς, οι αρεοπαγίτες του Α2 Πολιτικού Τμήματος αναφέρουν: «Από τις διατάξεις των άρθρων 1389-1392 εδ. 2, 1495 Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη αιτία στο πρόσωπό του διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής» και συνεχίζει ο Αρειος Πάγος:
«Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 Αστικού Κώδικα υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. Αστικού Κώδικα διατροφή, ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. Αστικού Κώδικα οφειλόμενη μετά το διαζύγιο.
Το «παράπτωμα»
Ομως, όπως αναφέρει το protothema.gr, στην περίπτωση που υφίσταται παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφή, το οποίο συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σ’ αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή) μετά από ένσταση του εναγομένου, για την πληρότητα της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα, όπως και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής».
Παρ’ όλα αυτά οι αρεοπαγίτες για τυπικούς λόγους αναίρεσαν την εφετειακή απόφαση λόγω πλημμέλειας, καθώς έκριναν ότι ο αριθμός των ενόρκων καταθέσεων είχε υπερβεί τον ανώτατο προβλεπόμενο αριθμό που είναι οι πέντε. Στο δικαστήριο είχαν κατατεθεί επτά ένορκες καταθέσεις και οι υπεράριθμες (οι δύο τελευταίες εκ των επτά) είναι ανυπόστατες και το Εφετείο δεν τις κήρυξε απαράδεκτες. Ενδεικτικά, αναφέρει η αρεοπαγιτική απόφαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη «7 ένορκες βεβαιώσεις, που υπερβαίνουν τον αριθμό των 5 ένορκων βεβαιώσεων, ενώ έπρεπε να λάβει υπόψη μόνον τις 5 πρώτες εξ αυτών και να μη λάβει καθόλου υπόψη του τις υπόλοιπες ούτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς οι δύο τελευταίες αποτελούν ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα».
Ετσι, ο Αρειος Πάγος ανέπεμψε την υπόθεση «προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλον δικαστή από εκείνον που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση».