Το φάρμακο είναι εξαιρετικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας – και πάντως ανεπιθύμητο για τον ασθενή, η κατάσταση του οποίου διαρκώς επιδεινώνεται, με ορατό τον κίνδυνο της "μεταδοτικότητας".
Είναι η περίπτωση της Ιταλίας και συνάμα όλης της Ευρωζώνης, μόλις μία εβδομάδα μετά τις συμβιβαστικές αποφάσεις του Eurogroup, που έκαναν ολοένα και περισσότερους να αμφισβητούν την ικανότητα της Ε.Ε. να υπερβεί τις διαιρέσεις Βορρά-Νότου και να σταθεί στο ύψος των προκλήσεων που προκύπτουν από την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού.
Τα σενάρια του ΔΝΤ
Η Ιταλία αποτελεί, ως γνωστόν, τη μεγαλύτερη (μαζί με την Ισπανία) εστία υγιειονομικού συναγερμού, ταυτόχρονα όμως και το περισσότερο ευάλωτο μέλος της Ευρωζώνης − τουλάχιστον με μέγεθος τέτοιο ώστε μια "καραντίνα" του τύπου της ελληνικής κρίσης να μην είναι νοητή.
Το ύψος του οικονομικού κόστους από τα περιοριστικά μέτρα που κατέστησε επιβεβλημένη η πανδημία δεν είναι δυνατό να αποτιμηθεί με ακρίβεια, όσο μάλιστα αυτή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Εξού και οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ αρθρώνονται γύρω από τέσσερα εναλλακτικά σενάρια: το βασικό (με μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3% φέτος), το σενάριο της παράτασης του lockdown μέσα στο καλοκαίρι, το οποίο θα διπλασίαζε τις απώλειες, το σενάριο ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας το 2021, που θα περιόριζε την προσδοκώμενη ανάκαμψη από το 5,8% στο 0,8%, ή ένας συνδυασμός των τελευταίων.
Όμως, για την Ιταλία, το ΔΝΤ δεν έχει πολλές αμφιβολίες: την τοποθετεί στη θέση της περισσότερο πληττόμενης οικονομικά (μαζί με την Ελλάδα) χώρας της Ευρωζώνης, με συρρίκνωση του ΑΕΠ της κατά 9,1% φέτος και με εκτόξευση της ανεργίας στο 12,7%, πριν την προβλεπόμενη υποχώρησή της στο 10,5% το 2021.
Κοινωνική κρίση
Προς το παρόν, το lockdown εξακολουθεί να ρημάζει την ιταλική οικονομία. Περισσότερες από 178.000 επιχειρήσεις έχουν απολύσει τουλάχιστον τρία εκατομμύρια εργαζομένους και την πρώτη μέρα παροχής του κυβερνητικού βοηθήματος των 600 ευρώ επί τρεις μήνες για τους άνεργους αυτοαπασχολούμενους η ιστοσελίδα του αρμόδιου οργανισμού κοινωνικών ασφαλίσεων κατέρρευσε, μετά την κατάθεση των πρώτων 400.000 αιτήσεων.
Ουδείς γνωρίζει τι θα απογίνει ο κλάδος του τουρισμού, που συνεισφέρει το 6% του ιταλικού ΑΕΠ, ή της φιλοξενίας και εστίασης, που απασχολεί άμεσα 1,7 εκατ. ανθρώπους.
Προφανώς χειρότερη είναι η κατάσταση σε όσους ήδη εργάζονταν άτυπα ή ευέλικτα. Λ.χ., τουλάχιστον το 60% των 870.000 οικιακών βοηθών και μπέιμπι-σίτερ έχει μείνει χωρίς δουλειά.
Το φαινόμενο όσων δεν έχουν τη δυνατότητα καν να εξασφαλίσουν την τροφή τους, που νομιζόταν αρχικά ότι αφορούσε τον φτωχό Νότο, απασχολεί πλέον ακόμα και το Μιλάνο ή τη Ρώμη, με εκκλησιαστικές φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως η Caritas και η Κοινότητα Σαντ' Ετζίντιο, να δέχονται καταιγισμό αιτημάτων βοηθείας.
Σε αυτό το πλαίσιο, λύσεις όπως αυτές που επινόησε το Eurogroup για κινητοποίηση του ESM, με χαλαρότερους όρους, για την παροχή δανείων σχετιζόμενων με τις έκτακτες υγιειονομικές δαπάνες είναι μάλλον εκτός θέματος – και πάντως πολιτικά τοξικές.
Εξού και ο Ιταλός πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε, διαμήνυσε ότι δεν θα αξιοποιήσει το εργαλείο για το οποίο συνυπέγραψε ο ίδιος ο υπουργός του των Οικονομικών, ο τώρα ευρέως βαλλόμενος Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι.
Κίνδυνος αφερεγγυότητας
Το ερώτημα είναι τι σημαίνουν όλα αυτά για τη δυναμική του ιταλικού δημόσιου χρέους, το οποίο η UniCredit υπολογίζει ότι θα εκτοξευθεί φέτος κατά 33 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 167%. Είναι αυτή η "κερκόπορτα" μιας πιθανής νέας υπαρξιακής κρίσης όλης της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
Ο Βόλφγκανγκ Μούνχαου των "Financial Times" υποστηρίζει ότι, παρά τη θέληση της πλειοψηφίας, η διοίκηση της ΕΚΤ δεν θα μπορεί να στηρίζει υπερχρεωμένα κράτη-μέλη επ' αόριστον – και, με αυτή την έννοια, δεν πρέπει να ξεχαστεί η "γκάφα" της Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία τον προηγούμενο μήνα είπε ότι δεν είναι δουλειά της Φραγκφούρτης να περιορίζει τα spreads.
Κατά τον ίδιο αρθρογράφο, η φερεγγυότητα της Ιταλίας θα τεθεί εν αμφιβόλω κάποια στιγμή από τους οίκους αξιολόγησης και τους επενδυτές, όχι μόνο λόγω του όγκου του χρέους της Ιταλίας, αλλά και του αναπτυξιακού της προφίλ, αφού η χώρα διανύει την τρίτη περίοδο ύφεσης μετά το 2008 και κάθε φορά η οικονομία της βγαίνει όλο και πιο αποδυναμωμένη.
Πρόκειται για ένα ρίσκο το οποίο πιθανότατα υποβαθμίζει το Βερολίνο, αν κρίνουμε και από την κοινή εκτίμηση των πέντε οικονομικών ινστιτούτων της Γερμανίας ότι το ΑΕΠ της πρώτης δύναμης της Eυρωζώνης θα συρρικνωθεί κατά 4,2% φέτος και θα ενισχυθεί κατά 5,8% το 2021, σε μια τέλεια ανάκαμψη "τύπου V", η οποία προφανώς δεν εμπνέει διάθεση έκτακτων ρυθμίσεων και παραχωρήσεων τύπου ευρωομολόγου στους εταίρους.
Ωστόσο, αυτή η παράδοξα ακριβής και οπωσδήποτε γερμανοκεντρική εκτίμηση παραβλέπει τόσο το πλήθος των "αγνώστων" που κρύβει η καθαρά επιδημιολογική "εξίσωση" (ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι κυρίως η γερμανική βιομηχανία που πιέζει για επανέναρξη της παραγωγής στον ιταλικό Βορρά, από τον οποίο εξαρτώνται οι εφοδιαστικές αλυσίδες της) όσο και το πολιτικό κλίμα.
Ο Σαλβίνι παραμονεύει
Το αντιγερμανικό αίσθημα που αναπτύσσεται αυτές τις μέρες στην Ιταλία δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί ως φαινόμενο της μαζικής ψυχολογίας που δεν προορίζεται να αφήσει βαθύτερα ίχνη. Γιγαντώνεται στο έδαφος ήδη συσσωρευμένων εντάσεων έπειτα από μία δεκαετία κρίσης της Ευρωζώνης και πάντως θέτει όρια στο πώς μπορούν να κινηθούν οι ιταλικές πολιτικές δυνάμεις. Η άρνηση του Κόντε να δεχτεί προσφυγή στον ESM (δηλ. ένα, έστω και light, μνημόνιο) ερμηνεύεται σε αυτό το φόντο, χωρίς καν να συνυπολογίζει κανείς το ότι στα έδρανα της αντιπολίτευσης παραμονεύει ο Ματέο Σαλβίνι της Λέγκας, με αντιλήψεις του τύπου "Πρώτα η Ιταλία" − που πρακτικά μεταφράζονται σε μια πρόταση εθνικής χρηματοδότησης της ανάκαμψης με αξιοποίηση των εγχώριων καταθέσεων. Μεσούσης της πανδημίας, η συγκυβέρνηση των Πέντε Αστέρων με το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά αποδοχής, όμως τίποτε δεν εγγυάται ότι άπαξ και ξεδιπλωθούν πλήρως οι οικονομικές επιπτώσεις του lockdown το κλίμα δεν πρόκειται να ανατραπεί υπέρ των δεξιών λαϊκιστών.