ΚΡΗΤΗ
Σιωπηλή επιδημία οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις - Tουλάχιστον 223.000 περιστατικά στο ΕΣΥ το 2021
Ποια είναι τα ανθεκτικά μικρόβια και γιατί «αχρηστεύονται» τα αντιβιοτικά
Πριν καν κλείσει ο κύκλος της πανδημίας κορωνοϊού, οι επιστήμονες προειδοποιούν για μία νέα επιδημία, σιωπηλή, αλλά πολύ επιθετική που βρίσκεται σε εξέλιξη και θα κορυφωθεί έως το 2050. Πρόκειται για την επιδημία των ανθεκτικών μικροβίων, τα οποία δείχνουν τη δυναμική τους ιδίως μέσα στα νοσοκομεία, μολύνοντας τους νοσηλευόμενους και απειλώντας ακόμη περισσότερο την εύθραυστη υγεία τους ή και τη ζωή τους.
Σύμφωνα με το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO, η συχνότητα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων ανέρχεται στην Ελλάδα, και σε συνθήκες προ πανδημίας, στο 10%. Με δεδομένο ότι στα νοσοκομεία του ΕΣΥ νοσηλεύθηκαν το 2021 – για το έτος αυτό υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από το υπουργείο Υγείας- περίπου 2.232.000 ασθενείς, τουλάχιστον οι 223.200 βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν και μια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, με επικίνδυνη και άγνωστη έκβαση για την υγεία τους. Τα θύματα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων εκτιμώνται σε πάνω από 3.000 ετησίως μόνο στο ΕΣΥ.
Τα πιο συχνά ενδονοσοκομειακά και ανθεκτικά παθογόνα είναι τα εξής: Acinetobacter spp, E.Coli, Klebsiella Pneumoniae, Pseudomonas Aeruginosa, Staphylococcus Aureus, Enterococcus Faecium, Enterococcus Faecalis, Streptococcus Pneumoniae. Μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται κατά τους ειδικούς στην αντοχή που παρουσιάζει η Klebsiella Pneumoniae στις κεφαλοσπορίνες 3ης γενιάς και στις καρβεπενέμες: φτάνει το 66,5% όταν το μέσο ποσοστό στην Ευρώπη είναι μόλις 31,30%, ενώ για τις καρβεπενέμες το ποσοστό αντοχής στην Ελλάδα είναι επτά φορές υψηλότερο από το το αντίστοιχο στην ΕΕ, 58,30% έναντι 7,90%. Με άλλα λόγια, από τα 100 περιστατικά μόλυνσης με Klebsiella Pneumoniae, τα 66,5% είναι ανθεκτικά στη θεραπεία με αντιβιοτικά, και τα 33,5 ξεπερνούν τη λοίμωξη. Τις καρβεπενέμες τις έχει αχρηστεύσει ακόμη περισσότερο η Ελλάδα, αφού το 58,3% των περιστατικών με Klebsiella Pneumoniae δεν θα θεραπευτεί με τα συγκεκριμένα αντιβιοτικά, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνάει το 8%.
Η Παγκόσμια Εβδομάδα Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τα Αντιμικροβιακά Φάρμακα που έχει καθιερώσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και ξεκινάει σήμερα Παρασκευή 18 Νοεμβρίου, φέρνει το πρόβλημα σε πρώτο πλάνο, με τον Οργανισμό να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για μια «post-antibiotic era», δηλαδή για την όχι μακρινή εποχή που δεν θα υπάρχουν αντιβιοτικά κατάλληλα για να αντιμετωπίσουν σχεδόν πανανθεκτικά μικρόβια.
Μάλιστα, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί του CLEO, η έκτακτη και επιβλητική παρουσία του SARS-COV-2 τα τελευταία τρία χρόνια, ενέτεινε το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής. Οι μελέτες δείχνουν πως η κατανάλωση αντιβιοτικών έναντι δευτεροπαθών λοιμώξεων ή πολλές φορές και προφυλακτικά στο πλαίσιο μιας COVID-19 λοίμωξης, αυξήθηκε κατά 11,2% τον πρώτο χρόνο της πανδημίας. Την ίδια υψηλή πορεία φαίνεται πως ακολουθεί και η χορήγηση των αντιβιοτικών εντός νοσοκομείου. Πιο αναλυτικά, η κατανάλωση αντιβιοτικών σε καθορισμένη ημερήσια δόση (Defined Daily Dose, DDD) ανά 1.000 άτομα για τη χώρα μας βρέθηκε να είναι 1,68 έναντι 1,77 που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ. Ωστόσο, στη χρήση προωθημένων αντιβιοτικών, όπως οι καρβεπενέμες και τα πολυμιξίδια, η χώρα κατέχει και πάλι την πρώτη θέση (DDD ανά 1.000 άτομα είναι 50,8% έναντι 33,7% της ΕΕ).
Πώς τα αντιβιοτικά προκαλούν τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις
Τα αντιβιοτικά αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του 20ου αιώνα, αφού χάρις σε αυτά αντιμετωπίστηκαν πολυάριθμες λοιμώξεις και αποφεύχθηκε πληθώρα θανατηφόρων ασθενειών που οφείλονταν σε μικροβιακό παράγοντα.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η αλόγιστη χρήση τους, τόσο στη κοινότητα όσο και ενδονοσοκομειακά, οδήγησε στην ανάπτυξη μικροβίων ανθεκτικών σε αυτά, αφήνοντας κατά αυτόν τον τρόπο πολλές λοιμώξεις αθεράπευτες και αυξάνοντας την θνητότητα κατ’ επέκταση.
Ως μικροβιακή αντοχή ορίζεται η αντοχή που αναπτύσσουν τα μικρόβια στα αντιβιοτικά, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο ή και καθόλου ευαίσθητα σε αυτά. Μάλιστα η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στη χρήση προωθημένων αντιβιοτικών, όπως οι καρβεπενέμες και τα πολυμιξίδια.
Είναι προφανές πως η μικροβιακή αντοχή αποτελεί πολυπαραγοντικό θέμα που επηρεάζει ολόκληρο το οικοσύστημα στο πλαίσιο της «Ενιαίας Υγείας», κι αναλόγως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Στην Ελλάδα η προσπάθεια πρόληψης κι ελέγχου λοιμώξεων και καταπολέμησης της μικροβιακής αντοχής έχει ξεκινήσει από το 2014.
Με βάση τη νομοθεσία, κάθε νοσοκομείο οφείλει να έχει μεριμνήσει για τον «Εσωτερικό Κανονισμό Πρόληψης κι Ελέγχου Λοιμώξεων», ο οποίος προβλέπει εκτός των άλλων, την επιτήρηση της κατανάλωσης των αντιβιοτικών και την ορθή χρήση τους, και κυρίως τη σύσταση και λειτουργία Ομάδα Επιτήρησης και Ορθολογικής Χρήσης Αντιβιοτικών (ΟΕΚΟΧΑ).
Τέλος, για το διάστημα 2021-2025 υλοποιείται το Πανελλήνιο Πρόγραμμα για την πρόληψη και τον έλεγχο των νοσοκομειακών λοιμώξεων και τη μικροβιακή αντοχή που είναι ενταγμένο στο πρόγραμμα «Πρωτοβουλία για την Υγεία», το οποίο χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και υλοποιείται από το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO, σε συνεργασία με τον ΕΟΔΥ και υπό την εποπτεία του Ο.ΔΙ.Π.Υ. Στο πλαίσιο αυτό λειτουργεί ηλεκτρονική βάση καταγραφής των Gram(-) και Gram(+) παθογόνων πιλοτικά σε 10 δημόσια νοσοκομεία, με προοπτική την επέκτασή του σε όλα τα ελληνικά νοσοκομεία ώστε να υπάρχει επικαιροποιημένη εικόνα της κατάστασης που επικρατεί, με δυνατότητα άμεσης παρέμβασης, εάν κριθεί απαραίτητο.
Με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα αλλά και τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ημέρα Ευαισθητοποίησης για τη Χρήση των Αντιβιοτικών, το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO στέλνει το μήνυμα ότι «η χώρα μας πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων και αντιμικροβιακής επιμελητείας, αυστηροποιώντας τους ήδη υπάρχοντες θεσμούς και ενισχύοντας τη γνώση του κοινού μέσω προγραμμάτων αγωγής της υγείας. Η δημόσια υγεία συνοδεύεται από συλλογική και ατομική ευθύνη και κάθε μας επιλογή έχει έμμεσο αντίκτυπο σε όλο το οικοσύστημα. Θα πρέπει επομένως, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και με υπευθυνότητα να συμβάλλουμε όλοι στην αντιμετώπιση αυτού του κοινού προβλήματος».