Παρέμβαση του συλλόγου ιδιοκτητών ενοικιάσεως αυτοκινήτων στο δημοτικό συμβούλιο

Ζητούν λύση εδώ και τώρα για την επιβολή προστίμων ΚΟΚ από το δήμο και τις συνέπειες στην περίπτωση ύπαρξης ληξιπρόθεσμων οφειλών από πρόστιμα ΚΟΚ βεβαιωμένων στις αρμόδια ΔΟΥ, και στα ταμεία του.

Ο Σύλλογος 300 Γραφείων Ιδιοκτήτων Ενοικιάσεως Αυτοκίνητων και 150 Δικύκλων «ΙΝΙΟΧΟΣ» με επιστολές του και παραστάσεις έχει ζητήσει επανειλημμένα την επίλυση του σοβαρότατου προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές από την επιβολή από τον Δήμο Ηρακλείου προστίμων ΚΟΚ και τη στέρηση φορολογικής ενημερότητας, ως και την κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών εις χείρας τρίτων, στις περιπτώσεις ύπαρξης ληξιπρόθεσμων οφειλών από πρόστιμα ΚΟΚ βεβαιωμένων στις αρμόδια ΔΟΥ, και στα ταμεία του.

Ο Δήμος Ηρακλείου συνεχίζει να βεβαιώνει τις παραβάσεις παράνομης στάθμευσης σε βάρος των επιχειρήσεων ενοικιαζόμενών οχημάτων σε βάθος εικοσαετίας , και  προχωρεί στη στέρηση φορολογικής ενημερότητας, δεσμεύοντας τα ΑΦΜ, και κατάσχοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς εις χείρας τρίτων, των επιχειρήσεων αυτών.
  
Επειδή οι επιχειρήσεις αυτές προσφέρουν σημαντικά στην ανάπτυξη του Τουρισμού της Χώρας αλλά και στην Οικονομία της Κρήτης στο 7%, με την απασχόληση χιλιάδων εργαζομένων, συνεργείων, εμπορίες αυτοκινήτων, τέλη κυκλοφορίας, Ασφαλιστικές εταιρίες,  και επιχειρήσεων ανταλλακτικών αυτοκίνητων κλπ , χωρίς να έχουν τύχει οποιασδήποτε μέριμνας από το Κράτος μέχρι σήμερα, ενώ σήμερα λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.

Σας παραθέτουμε ολοκληρωμένη νομική πρόταση και παρακαλούμε όπως στο προσεχές δημοτικό συμβούλιο συμπεριλάβετε το όλο θέμα στην ημερήσια διάταξη,  και  με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου να προχωρήσετέ στη ρύθμιση του, κατανοώντας και δίνοντας επιτέλους λύση, στην αδικία που συντελείτε εις βάρος των επιχειρήσεων ενοικιάσεως αυτοκινήτων και δίκυκλων.

Το άρθρο του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που ρυθμίζει τα θέματα στάσης και στάθμευσης των αυτοκινήτων είναι το αρθ. 34 ΚΟΚ. Στην παράγραφο 11 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι ως παραβάτης των διατάξεων για την στάθμευση λογίζεται ο οδηγός του οχήματος που καταλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω και σε περίπτωση απουσίας του οδηγού ο κάτοχος αυτού. Η έννοια του κατόχου στην εν λόγω παράγραφο ερμηνεύεται με βάση τις διατάξεις  του Αστικού Κώδικα, οπότε κάτοχος δεν θεωρείται ο κύριος του αυτοκινήτου ο οποίος έχει εκμισθώσει το αυτοκίνητο του σε κάποιον τρίτο (μισθωτή), αλλά ο μισθωτής στον οποίο έχει μεταβιβαστεί η κατοχή. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση καμία ποινική ευθύνη έχουν τα μέλη της Ομοσπονδίας μας για τις παραβάσεις στάθμευσης των μισθωτών των αυτοκινήτων τους σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 11 ΚΟΚ, αφού όπως προαναφέρθηκε από την έναρξη της μίσθωσης οι δεύτεροι καθίστανται αυτομάτως κάτοχοι των εν λόγω αυτοκινήτων δυνάμει συμβάσεως. Οπότε ευθύνονται ποινικά και ως οδηγοί των εν λόγω αυτοκινήτων αλλά και ως κάτοχοι αυτών. Συμπέρασμα όλων των ανωτέρω είναι ότι εφόσον το άρθρο 34 παρ. 11 ΚΟΚ αναφέρεται στους κατόχους αυτοκινήτων και εφόσον δεν υφίσταται άρθρο στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας που να ορίζει ότι ποινική ευθύνη για παράβαση των διατάξεων περί στάθμευσης οχημάτων έχουν και όσοι είναι κύριοι αυτοκινήτων χωρίς όμως να έχουν την κατοχή αυτών, ουδεμία ευθύνη βαραίνει τους ιδιοκτήτες. Άλλωστε σύμφωνα με το άρθρο 1 ΠΚ ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεση τους. Άλλο είναι το θέμα της εν γένει ύπαρξης αστική ευθύνης των ιδιοκτητών με βάση της διατάξεις του Αστικού Δικαίου, η οποία αστική ευθύνη σε καμία περίπτωση δεν συμπαρασύρει και ενδεχόμενη ποινική ευθύνη τους αφού αυτό δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.
    Οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπιση αντίκειται ευθέως στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και στην αρχή της αναλογικότητας και καθίσταται έτσι παράνομη, θίγοντας ταυτόχρονα και τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της προστασίας της εργασίας, της προσωπικότητας και της ανάπτυξης της εν γένει οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 22 § 1 και 106 § 2 αντίστοιχα του Συντάγματος 75/86/01. Δεδομένου μάλιστα, ότι κατ’ εφαρμογή της αρχής της χρηστής Διοίκησης και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, τα διοικητικά όργανα πρέπει να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το περί Δικαίου αίσθημα που επικρατεί, ώστε κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς και απλώς δογματικές εκδοχές και να επιδιώκεται η προσαρμογή τους στις κοινωνικές συνθήκες και απαιτήσεις που επικρατούν (Διοικ.Εφ.Αθ. 4627/1997, ΕΔ.Κ.Α. 1998 σελ. 645).
    Σύμφωνα δε με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, αποβλέπει να διασφαλίσει κάθε πολίτη από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων, που διέπει το κοινοτικό δίκαιο.
    Οι εν λόγω ποινικές παραβάσεις, ως εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως είναι προσωποπαγείς αφορούν δε μόνο εκείνο που τις διαπράττει και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταλογιστούν σε άλλον εκτός από τον πράξαντα. «Αρθρ. 14 ΠΚ. Έγκλημα, πράξη άδικη και καταλογιστή στον πράξαντα». Στο άρθρο 14 ΠΚ διακηρύσσεται με τον πλέον πανηγυρικό τόνο ότι αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της έννοιας του εγκλήματος και κατ’ επέκταση αναπαλλοτρίωτη προϋπόθεση για την επιβολή ποινής είναι ο καταλογισμός της εγκληματικής συμπεριφοράς σε ενοχή του δράστη: «Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της…». Στο πεδίο της υποκειμενικής ευθύνης η εγγυητική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου εξυπηρετείται από την αρχή της ενοχής (nullum crimen sine culpa), τον κανόνα δηλαδή σύμφωνα με τον οποίο ο πολίτης δεν μπορεί να τιμωρηθεί αν δεν ευθύνεται υποκειμενικά για την πράξη του. Στηρίζεται στην αυτονομία της ανθρώπινης προσωπικότητας, δηλαδή στην ιδιότητα του υπευθύνου για τις πράξεις και συνεπώς στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια- 2 παρ. 1 Συντ. Κατά τα λοιπά η εξ’ αντικειμένου ευθύνη που καθιερώνει ο ΑΚ., και ο ΓΠΝ/1911 αρθρ. ορίζει διαφορετικά την έννοια του κατόχου υπό το πρίσμα της οποιασδήποτε μορφής αποζημίωσης που έχει να κάνει με τυχόν βλάβη τρίτων από την κυκλοφορία των οχημάτων. Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με επιβολή ποινής όπως είναι τα πρόστιμα των παρανόμων σταθμεύσεων των  μισθωτών δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται αντικειμενικώς υπεύθυνος ο κύριος ο οποίος δεν έχει καν γνώση της παράβασης.
    Ως εκ τούτου η διαδικασία επιβολής προστίμων στους ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων, και δικύκλων οι οποίοι δυνάμει συμβάσεως μισθώνουν τα αυτοκίνητά τους και δεν έχουν γνώση της παραβατικής συμπεριφοράς των μισθωτών είναι ΜΗ ΝΟΜΙΜΗ, αντίκειται ευθέως στο Σύνταγμα και τους νόμους.
    Ήδη, ενόψει όλων των ανωτέρω, δια της παρ. 2 του άρθρου 15 Ν. 3534/2007 (ΦΕΚ Α 40/23.2.2007) αντικαταστάθηκε η παρ. 11 του άρθρου 34 του Ν. 2696/1999 ΦΕΚ Α' 57 23.3.1999 Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ως εξής: «Ως παραβάτης των διατάξεων που ρυθμίζουν τη στάθμευση θεωρείται ο οδηγός του οχήματος που καταλαμβάνεται επ` αυτοφώρω και, σε περίπτωση απουσίας του οδηγού, ο κάτοχος αυτού. Εάν το όχημα ανήκει σε επιχείρηση ενοικιάσεως και είναι μισθωμένο, ως παραβάτης λογίζεται ο μισθωτής που προκύπτει από το μισθωτήριο συμβόλαιο.».
    Ακολούθως, η αρχή της αναλογικότητας συγκαταλέγεται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του ΣτΕ, μεταξύ των γενικών αρχών του Κοινοτικού και του Ελληνικού δημοσίου δικαίου και σύμφωνα με την αρχή αυτή τα μέτρα που επιλέγονται για την επίτευξη των σκοπών της ρυθμίσεως, πρέπει να είναι πρόσφορα και αναγκαία. Κάθε φορά που υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το ολιγότερο επαχθές, ενώ οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σύμφωνα δε με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, αποβλέπει στη διασφάλιση κάθε πολίτη από την απρόβλεπτη μεταβολή καταστάσεων και εννόμων σχέσεων (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. Crispoltoni ΙΙ, ό.π., της 14.7.1994, Ελλάδα κατά Συμβουλίου, υπόθ. C-353/92, Συλλ. Ι-3411,3449, της 15.2.1996, Duff, C-63/93, αδημοσίευτη στη Συλλογή). Ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην εξακρίβωση του κατά πόσο το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (επιχείρημα εξ αντιθέτου από τις μνημονευμένες αποφάσεις Δ.Ε.Κ. Crispoltoni II, υπόθ. C-133, 300, 362/93 και Γερμανία κατά Συμβουλίου, υπόθ. C-280/93).
  
  Εν όψει όλων των ανωτέρω, η παρ. 11 του άρθρου 34 του Ν. 2696/1999 δέον όπως εφαρμοστεί, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας, ούτως ώστε όλα τα πρόστιμα τα οποία είχαν επιβληθεί και βεβαιωθεί από τον ΔΗΜΟ στις επιχειρήσεις ενοικιάσεως αυτοκινήτων, και δικύκλων για παραβάσεις του ανωτέρω άρθρου (34 Ν. 2696/1999) για το προ της 23ης -02-2007 διάστημα, να διαγραφούν και να τεθούν στο αρχείο με απόφαση του ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ