Μέρες κατάνυξης, περίσκεψης, εσωτερικού προσανατολισμού στα της Μεγάλης Εβδομάδας των Παθών του Κυρίου και η ζωή στα χωριά του ορεινού Ρεθύμνου, βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με τα έθιμα του τόπου που συνδέουν τις τοπικές κοινωνίες του σήμερα, με το χθες.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, μετά την ακολουθία του Νυμφίου, κοπέλες με πιασμένα τα μαλλιά ψάλλουν τα μοιρολόγια της Παναγίας γύρω από τον Επιτάφιο, στολίζοντάς τον με γιρλάντες λουλουδιών και ανθών που έχουν συλλέξει, πλουμίζοντας την επιτάφια γωνιά του εσταυρωμένου Χριστού με κάθε λογής δώρα της γης. Η μάζωξη των κοριτσιών και των γυναικών τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης υπό τη σκέπη της Πλατυτέρας, όπως ομολογείται από τις ίδιες τις γυναίκες, είναι μία ξεχωριστή βραδιά κατά την οποία υπάρχει αφήγηση ιστοριών από τα παλιά, συμβουλές και προτροπές των μεγαλύτερων σε ηλικία προς τις νεότερες αλλά και μία εξομολογητική διάθεση το μεγαλείο της οποίας απορρέει από το γεγονός ότι είναι πνευματική επικοινωνία από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, η λειτουργία των Ωρών, η Αποκαθήλωση και η Περιφορά του Επιταφίου κρατούν μέσα στις εκκλησίες και στις αυλές τους χωριανούς οι οποίοι καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας πηγαινοέρχονται. Υπάρχουν οι συναντήσεις των επισκεπτών με τους συγγενείς, το μπόλιασμα με τα χαρακτηριστικά του χωριού και της ζωής που κάποιοι άφησαν για να βρεθούν στις μεγάλες πόλεις. Την ίδια μέρα, ο Σταυρός μπαίνει μέσα σε σπίτια κυρίως νεόνυμφων ή εκείνων που έχουν κάνει τάξιμο. Ο ιερέας του χωριού κάνει μία μικρή δέηση και η νοικοκυρά του σπιτιού κρεμάει στον Σταυρό το λεγόμενο προυκιό.
Το Μεγάλο Σάββατο, από το μεσημέρι, στις γειτονιές στένουν οι χωριανοί τις Στερμενιές και ο καθένας φέρνει το δικό του κρέας, στένουν τις φωτιές και ξεκινάει από νωρίς το μάζεμα της παρέας, το μόνιασμα όπως το λένε. Το ψήσιμο ξεκινάει πριν από την Ανάσταση μετά την οποία όσοι έχουν μονιάσει, ξαναβρίσκονται και ξεκινάει το πρώτο Αναστάσιμο αντάμωμα, με κρασί, κεράσματα, φαγητό και καλτσούνια.
Το κυρίαρχο έθιμο στα χωριά είναι αυτό του Αρφανού, στο οποίο συμμετέχουν κυρίως οι άνδρες με τη συμμετοχή των παιδιών και των νέων στα χωριά. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής, συλλέγονται από τα βουνά και τις πλαγιές, ξύλα, θημωνιές με στόχο το βράδυ της Ανάστασης να ανάψουν όλοι οι αρφανοί σε κάθε γειτονιά. Στις μέρες του μαζέματος και της συλλογής, συναντάται και η πονηριά, το παιχνίδι, η πλάκα, όταν η μία γειτονιά προσπαθεί να σαμποτάρει μία άλλη, είτε κλέβοντας ξύλα είτε ακόμα και βάζοντας φωτιά σε εκείνα που έχουν μαζευτεί. Όμως τη νύχτα της Ανάστασης, όλοι μονιασμένοι, ο καθένας στον Αρφανό που ανήκει η παρέα του, καίνε την προδοσία, διώχνουν οι φλόγες το κακό, ενώ παράλληλα υπάρχει ένας αξιοπρεπής συναγωνισμός για το ποιος Αρφανός έχει τη δύναμη να φτάσει πιο ψηλά τις φλόγες του. Γύρω από τους Αρφανούς, μπορεί να υπάρχει μία ένταση και μία βοή, όμως ο παρατηρητής αντιλαμβάνεται με ευκολία την ηρεμία και τη σιωπή που συνοδεύουν το κάψιμο του λες και πρόκειται για μία εσωτερική προσευχή η οποία συμβαίνει χωρίς να έχει διαταχθεί.
Σε ορισμένα χωριά, υπάρχει το έθιμο, έξω από κάθε σπίτι, να ανάβουν οι νοικοκυραίοι έναν πολύ μικρό αρφανό, τον οποίο υπερσκελίζουν, περνούν από πάνω του, την ώρα που ξεκινούν για την εκκλησία. Με τον τρόπο αυτό, διώχνουν κάθε κακό, κάθε πονηρό, κάθε προδότη που μπορεί να ενοχλήσει τη ζωή τους, όπως λένε.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ