ΚΡΗΤΗ
«Καραντίνα στον Παράδεισο» γράφει για την Κρήτη Βρετανή δημοσιογράφος
Αρθρογράφος του περιοδικού Conte Nast Traveller, περιγράφει την εμπειρία της απομόνωσης στο νησί λόγω κορωνοϊού
SHARE:
Το κορυφαίο ταξιδιωτικό περιοδικό Conte Nast Traveller περιγράφει τη ζωή σε ένα χωριό της Κρήτης εν μέσω καραντίνας, εγκωμιάζοντας την χώρα μας τόσο για την ανταπόκριση της στην πανδημία, όσο και την ανθεκτικότητα των κατοίκων της στις δύσκολες καταστάσεις.
Η αρθρογράφος του περιοδικού, Χάϊντι Φούλερ– Λοβ, περιγράφει την εμπειρία της απομόνωσης της αναφέροντας ότι «το να ζεις σε ένα απομακρυσμένο χωριό στην Κρήτη είναι σαν να βρίσκεσαι σε χρονοκάψουλα στις καλύτερες στιγμές, αλλά τώρα – με την απαγόρευση των αφίξεων από την ηπειρωτική χώρα και τον αυστηρό περιορισμό στις μετακινήσεις εντός του νησιού – η απομόνωσή μας είναι τόσο ολοκληρωτική όσο ήταν περίπου 30 χρόνια πριν όταν ο 85χρονος γείτονάς μου ο Γιώργος θα έκανε ένα διήμερο ταξίδι 20 χιλιομέτρων στην κοντινότερη παράκτια πόλη μαζί με το μουλάρι του.
«Μακάρι να είχα κρατήσει το άθλιο πλάσμα- τουλάχιστον θα μου κρατούσε συντροφιά τώρα», αστειεύεται, όταν τηλεφωνώ για να ρωτήσω πώς θα του φανεί η μέρα χωρίς την καθημερινή του έξοδο για τον ελληνικό καφέ (ellinikos) του στο καφενείο (kafenion) του χωριού με την παρέα (parea) του – την ομάδα των ανδρών που γνωρίζει από την παιδική του ηλικία.
Όπως γράφει η Φούλερ- Λοβ: «Για τους Έλληνες είναι δύσκολη η απομόνωση, αλλά για τους Κρητικούς είναι αδιανόητη: είτε μαζεύονται για γλέντι (glendi) – όπου πίνουν ρακή, τρώνε ψητό αρνί (psito) και χορεύουν υπό τους ήχους της λύρας – ή για κάποιον τοπικό γάμο όπου είναι ηθική υποχρέωση να προσκληθούν τουλάχιστον 1.000 επισκέπτες, η ανάγκη του να τα είμαστε μαζί – (oloi mazi) – υπάρχει στο DNA τους».
Η είδηση ότι το Πάσχα θα ακυρωθεί ήταν ένα επιπλέον πλήγμα. «Είναι η εποχή του χρόνου, όπου οι οικογένειές μας έρχονται εδώ από όλο τον κόσμο για να γιορτάσουν – για εμάς είναι σαν να ακυρώνουμε τα Χριστούγεννα σας!» λέει η Μαρία στο τοπικό κατάστημα.
Ευτυχώς, η ανθεκτικότητα είναι τρόπος ζωής για τους Κρητικούς, που έχουν επιβιώσει αιώνες υπό κατοχή. Οι γείτονές μου είναι περήφανοι για το γεγονός ότι -παρά την δεκαετή οικονομική ύφεση και της μείωσης του προϋπολογισμού στην Υγεία κατά 50%- η Ελλάδα χαιρετίζεται τώρα ως λαμπρό παράδειγμα για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού.
«Βλέπεις πως είμαστε εδώ στην Ελλάδα;» λέει ενθουσιασμένος ο μαυροντυμένος βοσκός φίλος μου. «Για εμάς όλοι είμαστε το παιδί, ο γονιός ή ο φίλος κάποιου, οπότε μας είναι αδιανόητο να πεθάνει ένα άτομο έτσι, πόσο μάλλον πολλές χιλιάδες!»
Τις μέρες του lockdown περπατάω με τον σκύλο μου σε ερημικούς δρόμους, σταματώντας έξω από την κλειστή ταβέρνα όπου κάποτε – μοιάζει με αιώνες πριν – μαζευτήκαμε για να φάμε (hochlioi) κοχλιούς και άλλους μεζέδες (mezes) και να θαυμάσω την παράξενη ηρεμία της άδειας παιδικής χαράς και τις κλειδωμένες πόρτες του σχολείου του χωριού.
Περπατώντας στις ολισθηρές ορεινές πλαγιές, ψάχνω τα μικροσκοπικά παρεκκλήσια όπου οι ντόπιοι είχαν βρει καταφύγιο από τους Τούρκους, τους Ενετούς, τους Ιταλούς και τους Ναζί. Το σκοτεινό εσωτερικό τους, αρωματισμένο με θυμίαμα και οι σιωπηλές φλόγες του καντιλιού (kantili) που τρεμοπαίζουν πάνω στις παλιές μαυρισμένες εικόνες είναι απίστευτα καταπραϋντικό.
«Ipomoni – υπομονή! – θα περάσει και αυτό », μου είπε ο Γιώργος όταν μιλήσαμε. Μου λέει πως – όταν ήταν αγόρι – έπρεπε να ψάξει για φαγητό στα βουνά για να επιβιώσει.
Οι xochloi που τρώμε τώρα ως meze παρείχαν κάποτε ζωτικές βιταμίνες, μου λέει ότι "δεν έχω» ιδέα του πόσο ωραία είναι τα σύκα όταν δεν υπάρχει ζάχαρη ή γλυκά. Γελάει: «Σε σύγκριση με αυτό, η καραντίνα δεν είναι τίποτα! Έχω καλό φαγητό, τη δική μου ρακή και καλούς γείτονες – τι άλλο θα μπορούσα να θέλω;»