Η Σεσίλια Μπαρταλένα, μια γιατρός από την Ιταλία που φροντίζει ασθενείς της νόσου Covid-19, ζει μεταξύ της αίσθησης καθήκοντος που έχει, καθώς έχει ορκιστεί να προσφέρει βοήθεια στους άρρωστους, και του φόβου ότι ενδεχομένως θα μολύνει τους ανθρώπους που αγαπάει.
Η 35χρονη εργάζεται σε πολύωρες βάρδιες, στην πρώτη γραμμή, στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου Cisanello, στην Πίζα της Τοσκάνης.
Δεν νιώθει σαν ηρωίδα, αν και εκτιμά που οι Ιταλοί τη θεωρούν, όπως και τους συναδέλφους της, και δεν φοβάται να παραδεχθεί ότι κι εκείνη επίσης... φοβάται.
Κάθε φορά που μπαίνει στην εντατική, αναρωτιέται: «Γιατί το κάνω αυτό;».
Σύντομα απαντάει «σίγουρα όχι για τα χρήματα», όπως εκμυστηρεύεται η ίδια σε ένα βίντεο για εκείνη και την κοινή ζωή τους, που έφτιαξε για το Reuters ο σύζυγός της Λορέντζο Μαριανέλι.
«Το κάνω για τους ασθενείς, διότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Το κάνω μονάχα για εκείνους και επίσης για όλους τους συναδέλφους μου... Δεν είμαστε ήρωες και νιώθουμε κι εμείς φόβο», λέει η 35χρονη γιατρός.
Τον φόβο αυτό, όπως εξηγεί, τον φέρνει μαζί της στο μικρό διαμέρισμα όπου ζει με τον 37χρονο Λορέντζο, μουσικό στο επάγγελμα, και την 4χρονη κόρη τους Πέτρα.
«Εάν η Πέτρα με αγκαλιάσει, τρομοκρατούμαι σκεφτόμενη ότι έπειτα από 15 ημέρες μπορεί να αρρωστήσει ή εάν ακούσω τον Λορέντζο να βήχει, νομίζω ότι είναι από δικό μου λάθος. Επομένως, προσπαθώ να εκλογικεύσω την κατάσταση και νομίζω ότι το κάνω για το ευρύτερο καλό».
Ο φόβος ότι ίσως να μεταδώσει σε κάποιον τον ιό, παρά τις προφυλάξεις, όπως το να κοιμούνται σε διαφορετικά δωμάτια, να χρησιμοποιούν διαφορετικά μπάνια και να τρώνε σε διαφορετικά σημεία της κουζίνας, την ακολουθεί, επισκιάζοντας την καθημερινότητά της.
«Νιώθω βρώμικη και δεν αισθάνομαι άνετα με το να έρχομαι σε επαφή με άλλους. Εάν συναντήσω κάποιον στον δρόμο, φοβάμαι. Εάν συναντήσω κάποιον γείτονα, ενώ κατεβαίνω τις σκάλες, φεύγω μακριά» περιγράψει η Ιταλίδα γιατρός.
«Όταν επιστρέφω σπίτι από το νοσοκομείο, κάνω ντους, όμως δεν νιώθω καθαρή, δεν μου είναι ποτέ αρκετό».
Η Μπαρταλένα λέει ότι νοσταλγεί τις ημέρες, όταν γιατρός σήμαινε γι αυτήν να έχει διαπροσωπική σχέση με τον ασθενή και τους συγγενείς του, να έχει τον χρόνο να συζητήσει μαζί τους δύσκολες αποφάσεις ή ακόμα και να τους προετοιμάσει για τα χειρότερα.
«Όλα αυτά δεν υπάρχουν πια», τονίζει.
«Τώρα, κάνουμε ένα τηλεφώνημα στους συγγενείς, ακούνε τη φωνή μου να τους λέω (ο δικός σας) είναι άρρωστος και δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Κι εκείνοι απλά δεν το πιστεύουν».