ΙΣΤΟΡΙΑ
Ζαχαρίας Παπαντωνίου… Λογοτέχνης, ποιητής, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης, ακαδημαϊκός!
Ήταν 1 Φεβρουαρίου 1940 και ο μεγάλος λογοτέχνης θα φύγει από τη ζωή! Την επόμενη μέρα θα είχε γενέθλια και θα συμπλήρωνε τα 63 του χρόνια!
SHARE:
Γεννήθηκε στη Γρανίτσα Ευρυτανίας την 2η Φεβρουαρίου του 1877 και πέθανε μια μέρα πριν κλείσει τα 63 του χρόνια στην Αθήνα το απόγευμα της 1ης Φεβρουαρίου 1940 από συγκοπή καρδιάς μέσα σε τραμ, πηγαίνοντας σε συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών.
«…Στη χώρα φάνηκε έπειτα από χρόνια ένας δάσκαλος που άφησε όνομα. Έπαιρνε τα παιδιά και τα δίδασκε κάτω από τα δέντρα. Όταν δεν είχαν βαρυχειμωνιά, είχαν για σχολείο πότε ένα πεύκο, πότε έναν πλάτανο. Έπαιρναν το βιβλίο τους και διάβαζαν μαζί του απάνω στους λόφους, στον ήλιο και στον αέρα. Από κει τους έδειχνε τους γύρω τόπους, τη γη, τον ουρανό, τα πλάσματα όλα…Τους μάθαινε τη ζωή των δέντρων, των πουλιών, των εντόμων. Όταν ήταν καθαρή αστροφεγγιά, τους έδειχνε από ένα ύψωμα και τους ονόμαζε τ’ άστρα. Τους μάθαινε να γράφουν όσα έβλεπαν στον κόσμο κι όσα είχαν στο νου και στην ψυχή τους…» (Από τα Ψηλά βουνά, Ζαχαρίας Παπαντωνίου)
Γονείς του ήταν ο δημοδιδάσκαλος Λάμπρος Παπαντωνίου και η Ελένη κόρη του συμβολαιογράφου Καρπενησίου Ζαχαρία Ηλιόκαυτου, των οποίων ήταν το δεύτερο παιδί. Γεννήθηκε στο σπίτι των Γιώργου και Βασίλη Φαρμακίδη ή στο σπίτι του Βασίλη Μπλατσή, κατά το Μιχάλη Σταφυλά και είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, τον Αθανάσιο και τη Σοφία.
Στο Καρπενήσι τελείωσε τις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, συνέχισε στην Άμφισσα και τελείωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα, καθώς το 1890 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Αθήνα, λόγω των μεταθέσεων του πατέρα του. Γράφηκε, όμως παρακολούθησε ελάχιστα μαθήματα στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία εγκατέλειψε όταν λιποθύμησε στο πρώτο μάθημα της ανατομίας. Σπούδαζε επίσης ζωγραφική και άφησε πρόχειρα σκίτσα, μερικές προσωπογραφίες σχεδιασμένες με το μολύβι και γελοιογραφίες. Τελικά τον κέρδισε η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία .
Ως δημοσιογράφος δημοσίευσε με τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα «Αβδηρίτης», «Χάρης Ημερινός», «Ο Άλλος» και «Ο Φωνογράφος» και συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη, με το «Σκριπτ», στο οποίο εργάστηκε και ως αρχισυντάκτης γράφοντας πολιτικά άρθρα και χρονογραφήματα, «Το Άστυ», ενώ στο «Ελεύθερο Βήμα» δημοσίευσε κριτικές εικαστικών τεχνών.
Την 6η Απριλίου του 1897, η «Πρωία» και το «Σκριπτ» είχαν την είδηση της ημέρας. Η πρώτη λόγω των σχέσεων της με τον τότε πρωθυπουργό Δηλιγιάννη είχε ειδήσεις από «πρώτο χέρι» και ήταν η εφημερίδα που θα δημοσίευε σε αποκλειστικότητα τη διακοπή των σχέσεων Ελλάδας–Τουρκίας και την κήρυξη του πολέμου. Το «Σκριπτ» τυπώνονταν στο ίδιο τυπογραφείο και νυχτερινός συντάκτης εκείνο το βράδυ ήταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο οποίος μαζί με τον αρχιεργάτη της «έκλεψαν» την είδηση με τον τρόπο που περιέγραψε ο Παπαντωνίου «...Εκεί εις το βάθος, εις δεκαπέντε βημάτων απόστασιν, ενώ ο αρχιεργάτης της Πρωίας, εστοιχειοθέτει μετά φόβου Θεού το πολύτιμον χειρόγραφον, ο αρχιεργάτης του Σκριπτ παρηκολούθει από μακράν τας κινήσεις των χεριών του και από τα κινήσεις αυτάς ...κατόρθωσε ...να «διαβάσει» την είδησιν, που είχε ως εξής: «Αργά, καθ’ ην στιγμήν τίθεται το φύλλον υπό το πιεστήριον, ήλθεν η είδησις ότι η Πύλη, έδωκεν τα σχετικά διαβατήρια εις τον εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτήν μας κ. Μαυροκορδάτον και τω εκοινοποίησεν την διακοπήν των σχέσεων"».
Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι (το 1908 έως το1910) ως ανταποκριτής της εφημερίδας Εμπρός, στην οποία δημοσίευσε τα Παρισινά Γράμματα {Φιλολογικά Χρονογραφήματα}, όπως τα είπαν, που έκαναν τότε μεγάλη εντύπωση. Επιστρέφοντας στην Αθήνα συνέχισε τη δημοσίευση άρθρων, διηγημάτων, ποιημάτων, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, όχι μόνο σε εφημερίδες, αλλά και εγκυρότερα περιοδικά της εποχής: Παναθήναια, Ο Νουμάς, Καλλιτέχνης, Νέα Εστία κ.λ.π. Το 1911 έλαβε μέρος σε έκθεση στο Ζάππειο με γελοιογραφίες και άλλα σχέδια.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία και ασχολήθηκε με τη Δημόσια Διοίκηση, όταν μέσω του Στέφανου Γρανίτσα βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας, μέρος της οποίας αποτελούσε και η Ευρυτανία, γνωρίστηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκτοτε και μέχρι το 1917 διορίστηκε Νομάρχης Ζακύνθου, αργότερα Κυκλάδων στη Σύρα, όπου οργάνωσε εργατικό σωματείο, Καλαμάτας και Λακωνίας. Ως νομάρχης Λακωνίας διώχθηκε ποινικά για παράβαση καθήκοντος, διότι αρνήθηκε να υπογράψει τον αφορισμό του Βενιζέλου από τους ιερωμένους και τέθηκε εκτός υπηρεσίας, συμβάν για το οποίο έγραψε: «Ετιμήθηκα με τον Αργυρούν Σταυρόν Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος και με την καταδίωξη του Εφετείου Ναυπλίου».
Το 1918 διορίστηκε Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, και αργότερα πρόεδρος του μόνιμου πενταμελούς καλλιτεχνικού συμβουλίου της, θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Ταξινόμησε και εμπλούτισε τις συλλογές της με έργα των Μαλέα, Παρθένη, Γαλάνη και του πρώτου της διευθυντή, του ζωγράφου Γιώργου Ιακωβίδη. Αγόρασε το μοναδικό ιδιόχειρο έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «Η Συναυλία των Αγγέλων» το 1931, με το ποσό των 5.000.000 δραχμών που απέσπασε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Ως Διευθυντής της Πινακοθήκης, είπε «…πώς είναι δυνατόν να ανακηρύξω επίσημα και με την υπογραφή μου όλους τους ζωγράφους και οπαδούς των εικαστικών τεχνών, μεγάλους άνδρες και δημιουργούς. Προτιμώ, οπωσδήποτε, να τους έχω εχθρούς μου». Το 1922 διορίστηκε καθηγητής της Αισθητικής και Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου, θέση την οποία διατήρησε έως το 1938, που εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πρότεινε τη σύσταση «Συμβουλίου Δημόσιας Καλαισθησίας» και αγωνίστηκε ως σχολιογράφος αλλά στη συνέχεια και ως Ακαδημαϊκός, να διασώσει τις συνοικίες από την τσιμεντοποίηση και τα βουνά της Αττικής από τη λατόμηση. Οραματίστηκε τον ενιαίο αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολεως και πρότεινε να υπάρχει όριο στο ύψος των κατασκευών, κατάργηση της μεσοτοιχίας και ύπαρξη αυλής.
Ως πεζογράφος, θεωρείται μεταξύ των αρίστων, χαρακτηριστικά του υπήρξαν η πρωτοτυπία, η σαφήνεια, η πυκνότητα και η γραφικότητα. Γλώσσα του, με μικρές εξαιρέσεις, υπήρξε η απλή αστική καθομιλουμένη με στοιχεία καθαρεύουσας, στα χρονογραφήματά του. Ως διηγηματογράφος χρησιμοποιεί τη δημοτική. Το περιεχόμενο των διηγημάτων του είναι ποικίλο, οι τύποι του παρμένοι από την αστική επαρχιακή ζωή. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα, η φυσιολατρία.
Η ποίησή του ως προς τη στιχουργία χαρακτηρίζεται από ευχέρεια, επιμέλεια και μετρική ποικιλία. Ως προς τη μορφή είναι γραφική, ως προς το περιεχόμενο απαισιόδοξη. Ως σχολικός ποιητής και συγγραφέας, είναι ενθουσιώδης οπαδός της συναισθηματικής αγωγής. Από ηθική άποψη οπαδός των ομαδικών ιδεωδών. Ενδεικτική είναι η γνώμη του Γρηγορίου Ξενοπούλου, ο οποίος το 1928, κρίνοντας το έργο του τα «Διηγήματα» έγραψε «Όλοι σχεδόν οι ήρωές του ανέρχονται εις περιωπήν συμβόλων. Τα διηγήματα αυτά έχουν χρώμα, άλλ’ έχουν και ορίζοντα, ατμόσφαιραν, βάθος, ψυχήν, πνοήν. Είναι μία τέχνη ανωτέρα».
Μαζί με τον Γεώργιο Βιζυηνό και τον Αλέξανδρο Πάλλη πρόσφερε πάρα πολλά στη σχολική λογοτεχνία.
Ξεχώρισε ανάμεσα σε τόσα άλλα που είχε κάνει το βιβλίο του «Τα ψηλά βουνά», το 1918.
«Με τα "Ψηλά Βουνά" εισέρχεται εις το δημοτικόν σχολείον η Ελλάς … με τον κόσμο των πλασμάτων της και με τον κόσμο των πνευμάτων της. Πόση ζωή, πόση ποίησις, πόση χάρη κατοικεί εκεί μέσα! Δεν ηξεύρω τι περισσότερον και τι ωραιότερον θα ημπορούσε να επιθυμούσε κανείς ως αναγνωστικόν βιβλίον.»Θα πει ο Παύλος Νιρβάνας.
Ο Στέλιος Σπεράντζας πάλι λέει για «Τα ψηλά βουνά» πως «είναι από τα βιβλία που ξυπνούν τους λαούς και τους κάνουν μεγάλους». Σήμερα, μας υπενθυμίζουν, πέραν όλων των άλλων, πόσο σημαντικό είναι ο καθένας από μας ν' αναδέχεται τις ευθύνες του. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου απευθύνεται στα παιδιά όλων των εποχών. «Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους».
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας 26 παιδιών που όταν τελειώνουν την τελευταία τάξη του ελληνικού σχολείου αποφασίζουν (με την άδεια των γονιών τους) να κάνουν μόνα τους διακοπές για περίπου δύο μήνες στα βουνά της Ευρυτανίας. Εκεί, μέσα στις ομορφιές της φύσης, μαθαίνοντας τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντούν, φτιάχνουν μια κοινότητα που εξυμνεί το ομαδικό πνεύμα, την αλληλεγγύη και τον αλληλοσεβασμό, μαθαίνουν να ξεπερνούν στις δυσκολίες της ζωής μέσω της συνεργασίας και της εκτίμησης απέναντι στον άλλο, πάντα με χιούμορ και χωρίς βαρύγδουπες διδαχές.
Το 1917 πέθανε ο πατέρας του συγγραφέα (πρόκειται για τον Λάμπρο Παπαντωνίου που στο βιβλίο είναι ουσιαστικά το ομώνυμο μικρό τσοπανόπουλο το οποίο μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα απ' τα παιδιά) και το 1919 έχουμε την πρώτη έκδοση του βιβλίου από το Εθνικό Τυπογραφείο. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε «Τα ψηλά βουνά» σε συνεργασία με τους Δημ. Ανδρεάδη, Αλεξ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη με εικονογράφηση του Π. Ρούμπου. Το βιβλίο, που είχε και σχέδια του ίδιου του συγγραφέα, προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου.
Η επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου εξέφρασε τότε στην πράξη τις νέες εκπαιδευτικές, αισθητικές και γλωσσικές αντιλήψεις της με την καθιέρωση της δημοτικής στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Το βιβλίο επαινέθηκε απ' τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο για την παιδαγωγική και λογοτεχνική του αξία, τη ζωντανή δημοτική γλώσσα και την τυπογραφική του καλαισθησία. «Τα ψηλά βουνά», παρά τον πρωτοποριακό τους χαρακτήρα προκάλεσαν λυσσαλέες αντιδράσεις και κάηκαν δημοσίως από τις κυβερνήσεις μετά το 1920.
Το βιβλίο, που αποτελεί κομβικό σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής σχολικής και παιδικής λογοτεχνίας, επέστρεψε στα σχολεία με τη νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1929 και το 1933. Το 1974 «Τα ψηλά βουνά» ξανατυπώθηκαν για τα δημοτικά σχολεία της Μεταπολίτευσης για ένα σύντομο διάστημα έως ότου αντικαταστήθηκαν από το βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά.
Ήταν άγαμος και δίχως κληρονόμους, όπως και όλα τα αδέλφια του, καθώς αποδέχθηκε την αντίρρηση της μητέρας του να παντρευτεί μια κοπέλα από την Κωνσταντινούπολη.
Πέθανε πρωί την 1η του Φλεβάρη του 1940, μέσα στο τραμ, πηγαίνοντας σε συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών στης οποίας «...τας συνεδρίας της Ολομελείας και της Τάξεως σπανιότατα απουσίαζε, προσήρχετο δε σχεδόν κατά κανόνα ολίγον μετά την αρχή της συνεδρίας και ελάμβανε θέσιν εις τα πρώτα πλάγια καθίσματα...», σύμφωνα με τον επίσης ακαδημαϊκό Σωκράτη Κουγέα.
Τάφηκε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών και τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος.
ΠΗΓΕΣ :
Wikipedia.gr
Cretalive.gr
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Εφημερίδα Η ελευθεροτυπία
Livepedia.gr