Της Ελένης Μπετεινάκη
Τούτη την ιστορία την ξέρετε! Την κουβαλώ πάντα μαζί μου, στη ζωή μου, όπως τόσες και τόσες αναμνήσεις από τα χρόνια της δικής μας αθωότητας. Τότε που τα πράγματα ήταν διαφορετικά, το σχολείο, οι δάσκαλοι, οι άνθρωποι, τα συστήματα και οι νοοτροπίες. Την θυμάμαι συχνά, γιατί για μας η σχολική ποδιά ήταν ένα σύμβολο. Ήταν μια ολόκληρη εποχή που χάθηκε κι ας μην το καταλαβαίναμε τότε πως ήμασταν μέρος της…ιστορίας. Τότε πιστεύαμε πως κερδίσαμε μια ελευθερία που θα έκανε καλύτερη τη ζωή μας. Οι ιστορικοί και οι μελετητές ξέρουν αν έγινε έτσι. Εγώ απλά αναπολώ τα χρόνια που φύγαν τόσο γρήγορα και την σχολική ποδιά που πια έγινε έκθεμα για μουσείο!
Κι εκείνο το αληθινό παραμύθι θα μπορούσε να ξεκινάει κάπως έτσι:
Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό του Φλεβάρη. Αν και ψιλόβρεχε είχε μια αίσθηση Άνοιξης. Η απόφαση της νέας τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Υπουργού Παιδείας Λευτέρη Βερυβάκη, λιτή και σύντομη. Η σχολική ποδιά δεν ήταν πλέον υποχρεωτική για τις μαθήτριες των Γυμνασίων και Λυκείων της χώρας.
6 Φεβρουαρίου 1982!
Στο δελτίο ειδήσεων των 9, το προηγούμενο βράδυ η αναγγελία ήταν κάτι σαν να ξεκινούσε μια μεγάλη επανάσταση :
« Από αύριο 6ην Φεβρουαρίου καταργείται η σχολική ποδιά για τις μαθήτριες στα ελληνικά σχολεία».
Θυμάμαι το βλέμμα της μητέρας μου και την έκπληξη μαζί με απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
«Και τώρα τι θα κάνουμε, πως θα το καταντήσουνε έτσι το σκολειό !»
Εγώ πάλι δεν τόλμησα να μιλήσω, αλλά ήμουν πολύ, πολύ χαρούμενη. Επιτέλους θα έβαζα ό,τι ήθελα. Θα ήμουν «ελεύθερη» να φοράω παντελόνι και εκείνα τα κυριακάτικα ρούχα που δεν μπορούσα να φορέσω όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. Όμως τη χαρά ακολούθησε η σκέψη πως δεν είχα και πάρα πολλά ρούχα στην ντουλάπα μου!
Ξύπνησα πρώτη απ΄όλους το επόμενο πρωινό στο σπίτι με ένα γλυκό μούδιασμα παντού, ένα αμυδρό χαμόγελο που ήθελε να γίνει πλατύ και να σκάσει ίσαμε την αυλή του σχολείου. Άρχισα να ψάχνω την ντουλάπα μου. Κοίταζα, ξανακοίταζα, δύσκολο ν΄ αποφασίσω. Η ώρα περνούσε κι είχα αρχίσει να αγχώνομαι. Δεν ήξερα τι να βάλω στο σχολείο. Ύστερα από πολύ σκέψη κατέληξα στη στολή της παρέλασης. Ένα άσπρο πουκάμισο και μια μπλε φούστα λίγο κάτω από το γόνατο, αθλητικά παπούτσια πάντα με άσπρα σοσόνια. Χτένισα τα μαλλιά μου, όχι πιαστράκια ή κορδέλα σήμερα και κρύφτηκα πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου. Το σχολείο ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου κι έτσι θα μπορούσα να τις δω όλες. Ήθελα να δω τι θα φορούσαν οι φίλες μου κι ας ήταν μόλις έξι η ώρα, ξημερώματα. Είχα έναν φόβο, κάτι με κρατούσε…
Ήταν αλήθεια άραγε; Δεν θα ξανάβαζα ποτέ ποδιά, ποτέ;
Όσο περίμενα να περάσει ή ώρα σκεπτόμουν τα μούτρα των καθηγητών και του λυκειάρχη μας σαν κτυπούσε το κουδούνι και μαζευόμαστε το πρωί στην αυλή για προσευχή και τη γνωστή «κατήχηση». Σήμερα τι θα μας έλεγε, ποιαν θα κατσάδιαζε γιατί δεν φορούσε την ποδιά της;
Κι ή ώρα περνούσε κι επιτέλους άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα παιδιά. Η καρδιά μου κτυπούσε πολύ δυνατά και το στομάχι μου είχε σφιχτεί όπως εκείνες τις μέρες που γράφαμε διαγωνίσματα και δεν ήμουν σωστά προετοιμασμένη.
Και να μια δυο μαθήτριες είχαν έρθει με την ποδιά τους. Μάλλον δεν θα είχαν τηλεόραση ή δεν θα ήξεραν ακόμα τα νέα. Φοβήθηκα για μια στιγμή, λες, σκέφτηκα μήπως δεν άκουσα καλά, μήπως την πήραν πίσω την απόφαση; Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι «κολλητές μου». Ευτυχώς κι αυτές τη στολή της παρέλασης φορούσαν! Σαν να είχαμε συνεννοηθεί! Ίσιωσα το κορμί και βγήκα έξω από το δωμάτιο μου. Ο πατέρας μου με κοίταξε γεμάτος απορία…
-«Παρέλαση έχετε σήμερα; Τι είναι αυτά που φόρεσες;»
-«Καταργήθηκε η ποδιά, μπαμπά, δεν θυμάσαι χθες βράδυ που το ΄παν στην τηλεόραση;»
-«Ρεζιλίκια, τι θα κάμουνε ακόμα… !» απάντησε κι έφυγε βιαστικός για το μαγαζί.
Άρχισα να ανηφορίζω προς το σχολειό, κυριολεκτικά τρέμοντας. Στην αυλή δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά αυτή τη συζήτηση. Και ομόφωνα πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Την επόμενη μέρα όλες μαζί θα φορούσαμε στο σχολείο παντελόνι. Δεν θα ξεχώριζε καμιά και δεν θα μπορούσε κανείς να μας βάλει τις φωνές.
Έτσι κι έγινε μόνο που οι «συνέπειες» της εποχής ήταν αστείες και απίστευτες.
Ο πιο αυστηρός καθηγητής δεν ήταν ο λυκειάρχης μας. Ήταν εκείνος των μαθηματικών που με τη γνωστή του στάση να περπατά με τα χέρια δεμένα πίσω χαμηλά στην πλάτη του, μπήκε στην τάξη κι άρχισε να εξετάζει μόνο τα κορίτσια μία, μία, σηκώνοντάς μας όρθιες στον πίνακα. Είχε κι εκείνο το γνωστό ειρωνικό ύφος και βλέμμα που σε έσκιζε στα δύο. Τα αγόρια κοίταζαν απορημένα και αμίλητα. Δεν ακουγόταν παρά μόνο όποιος μιλούσε να πει κάτι σχετικό με την άσκηση. Φυσικά όλες είχαμε ένα θεματάκι με τα μαθηματικά και κείνος δεν άντεξε …
-«Αλίμονο, άρχισε να φωνάζει, που να βρεθεί χρόνος για διάβασμα στο σπίτι; Να φορέσετε όμως παντελόνια και να κάνετε τις ωραίες, προλάβατε; Σα δε ντρέπεστε!».
Πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε την κιμωλία που κρατούσε κι έφτασε ίσαμε τον απέναντι τοίχο. Ο θόρυβος που έκανε τούτο δω το τόσο μικρό πραγματάκι σαν έπεφτε στο πάτωμα ήταν σαν να έγραφε η ιστορία με μεγάλα γράμματα στον τοίχο της ψυχής μας δυο λέξεις: «Ελευθερία …επιτέλους!» Ήμουν εγώ εκείνη τη στιγμή δίπλα στον πίνακα, με κατεβασμένο και λίγο λοξά γυρισμένο το κεφάλι κλείνοντας το μάτι στις υπόλοιπες… σαν μια παλιά ελληνική ταινία!
Με αφορμή αυτήν την επέτειο έψαξα τα συρτάρια του παρελθόντος μου χθες στο σπίτι των γονιών μου. Και στο πιο χαμηλό την βρήκα. Την ποδιά μου μαζί με ένα τεύχος της «Μανίνας» και μια άσπρη κορδέλα. Μάρκα «Τσεκλένης» ήταν με πολλές πιέτες και σκούρο μπλε χρώμα. Και συνειρμικά ήρθαν στο νου μου όλα εκείνα τα χρόνια, η αυλή, το σχολείο, οι γωνιές μας, τα γνωστά παταράκια, οι συμμαθήτριες, οι χαρές και οι λύπες μας. Θυμήθηκα κι όλους τους καθηγητές, παράξενους, καλούς, αδιάφορους. Θυμήθηκα κι εκείνον που έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο στο πείσμα και τις αποφάσεις μου. Η φράση του που ακόμα δεν λέει να σβηστεί από την μνήμη μου ήταν καταλυτική: « Ώρα σου είναι να αρχίσεις να κεντάς. Να φτιάχνεις από τώρα την προίκα σου. Οι εκθέσεις σου είναι σαν αυτοτελή επεισόδια τρόμου. Ούτε απέξω δεν θα δεις ποτέ σου την πόρτα του πανεπιστήμιου…»
Θυμήθηκα ακόμα τις απόψεις πολλών της εποχής που δήλωναν πώς ήταν καλύτερα που καταργήθηκε η ποδιά γιατί έτσι σταμάτησε η καταπίεση, η ιδρυματοποίηση και χίλια δυο άλλα. Και το αντίπαλο στρατόπεδο που φώναζαν πως δεν έπρεπε να συμβεί αυτό και θα ήταν μόνο η καταστροφή μας.
Εγώ πάλι ένα ενιωσα με τα χρόνια. Πως η σχολική ποδιά ήταν το σύμβολο μιας εποχής αλλιώτικης που κουβαλούσε άλλες αξίες, άλλα πιστεύω κι άλλες φωνές.
Και σήμερα πια συλλογιέμαι δυνατά πως εκείνο μπλε ρούχο σκούρο ή ανοιχτό ήταν δεμένο με τα πιο όμορφα χρόνια της νιότης μας που έχουν φύγει ανεπιστρεπτί!
Έκλεισα τη βαλίτσα, και τις αναμνήσεις μου…
Ίσαμε την επόμενη φορά!