ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Σφακάκι, ο αιφνιδιασμός των Γερμανών και το ολοκαύτωμα των Ανωγείων
Ανώγεια 7 Αυγούστου 1944 , η μεγάλη Επιχείρηση στο «Σφακάκι»- πως την περιγράφει ένας εκ των πρωταγωνιστών , ο Λευτέρης Αεράκης
SHARE:
Στις 7 Αυγούστου 1944, ο Γερμανός λοχίας των SS Γιόζεφ Ολενχάουερ, γνωστός στην περιοχή του Μυλοποτάμου σαν «Σήφης» συνοδευόμενος από ισχυρή ομάδα Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών, θα μεταβεί στα Ανώγεια από το γειτονικό χωριό Γενί-Γκαβέ (σημερινή Δροσιά) όπου είχε την έδρα του και θα συλλάβει 98 γυναικόπαιδα, με σκοπό να τα μεταφέρει στο Ρέθυμνο και από εκεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας.
Η 9μελής ομάδα του ΕΛΑΣ Ανωγείων οπλίζεται κατάλληλα και περιμένει στην θέση Σφακάκι. Εκεί θα αιφνιδιάσουν τον Σήφη και την παρέα του και θα ελευθερώσουν από τα χέρια τους τα γυναικόπαιδα. Άπαντες οι γερμανοϊταλοί σκοτώνονται ή αιχμαλωτίζονται. Κανείς από τους αντάρτες και τους ομήρους δεν θα τραυματιστεί. Ο αιφνιδιασμός υπήρξε απόλυτος και η επιχείρηση κρίθηκε από τις πιο επιτυχημένες του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Η μάχη στο Σφακάκι θα είναι ένα από τα πέντε «επειδή» που θα αναφέρει η απόφαση Γερμανού διοικητή της Κρήτης για την καταστροφή των Ανωγείων.
Αναφέρει χαρακτηριστικά η διαταγή: «Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρο της αγγλικής κατασκοπείας εν Κρήτη και επειδή οι ανωγειανοί εξετέλεσαν τον φόνο του λοχίου φρουράρχου Γενί-Γκαβέ και της υπ’ αυτών φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον Στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διαμετακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσωμεν την ΙΣΟΠΕΔΩΣΙΝ τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου».
Η συνέντευξη του Αεράκη
«Του 1944 το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, δεν θυμούμαι ακριβώς την ημέρα ήμαστε στο χωριό. Και ακούμε μια στιγμής, έρχονται οι Γερμανοί, ο Σήφης με το φυλάκιο πεντ’ έξε που ήσανιε.
Δεν εξέραμε τι σκοπό είχενε. Εφύγαμε εμείς και μονιάσαμε στην «Παπούρα» εγώ, ο Σμαΐλης και ο Πέτρος ο Πασπαράκης, νομίζω πως ήτονε και ο Γύπαρης και περιμέναμε να δούμε τι γύρευε.
Έβγαινε μια γυναίκα και τη ρωτούμε. Λέει μαζεύγει γυναίκες στ’ Αρμί, όποια βρει να τσι πάρει αγγαρεία. Εσκεφτήκαμε και λέμε. Τσι γυναίκες μουρέ !...θα μας σε πάρουνε να τσι καταφρονούνε…
Επήραμε (ν)το εγωιστικά. Το θεωρούσαμε προσβολή, χωρίς να ξέρομε τι γυναίκες επαίρνανε, ούτε αν ήτον η αδερφή ή η μάνα μου, όπως δεν είχανε πραγματικά κανενούς την αδερφή ή τη μάνα παρμένη.
Εάν επαίρνανε άντρες αγγαρεία, δεν το παίρναμε στα σοβαρά.
Κείνη τη στιγμή βγάλαμε απόφαση εμείς, να κατεβούμε στα «Ποριά» εδά που θα τσι (οδηγούνε προς το Ρέθυμνο), να πολεμήσομε να ξεμπερδέψομε τσι γυναίκες, γιατί μεγαλύτερη προσβολή δεν εξαναγίνηκε.
Και μου λέει ο Σμαΐλης, πήγαινε να ξεχωρίσεις τα τουφέκια και του καθενούς τσι σφαίρες, να τάχεις έτοιμα, εάν βρούμε δυο τρεις ακόμη να κατεβούμε να των(ε) κάμωμε απόπειρα ίμπα τσι ξεμπερδέψομε.
Τα όπλα ήσανιε μανλιχέρια δυο τρία, ένας γκρας και δυο εγγλέζικα. Τα άλλα δε θυμούμαι. Τσι περισσότερες σφαίρες είχανε τα εγγλέζικα.
Τα άλλα είχανε πέντε, δέκα, δέκα πέντε, παραπάνω δεν ήτονε. Μόλις τάχα έτοιμα εφτάξανε και οι άλλοι και ήσανιε:
Καφατσής (Κων/νος Καφατσής ή Καφατσόκωστας), ένας, Ξημέρης ο Γιώργης (Ξημερογιώργης) δυο, Γύπαρης ο Μανουράς του Κων/νου τρεις, Σμαΐλης (Εμμανουήλ Γεωργ. Μανουράς) τέσσερις, Φρυσάλης ο Χαραλάμπης του Γεωργ. πέντε, Πέτρος Πασπαράκης (του Θεοδώρου) έξε, Λαμπρινομανώλης (Εμμανουήλ Νταγιαντάς ή Λαμπρινομανώλης) εφτά, Eμμανουήλ Νταγιαντάς (Νταγιαντομανόλης από την Παπούρα) οχτώ και εγώ εννιά.
Σημαντικό ρόλο στην επιχείρηση των ανταρτών κατά της Γερμανικής περιπόλου στη θέση «Σφακάκι», έπαιξε ο Γεώργιος Νταγιαντάς ή Περβολιός. Ανέλαβε την εντολή, να φύγει για το Ψηλορείτη, προκειμένου να ενημερώσει τους αρχηγούς των αντάρτικων ομάδων, για το χτύπημα που ετοιμαζόταν και βέβαια να ζητήσει ενισχύσεις.
Όταν ξεκινήσαμε και πήραμε πέρα, ο Πέτρος του Θοδωρή λέει: Μωρέ σεις η ευθύνη είναι μεγάλη. Ίσως σκοτωθεί καμιά γυναίκα και φέρομε ευθύνη. Βέβαια δεν τόλεγε γιατί εφοβήθηκε, μόνο σκέφτηκε πιο λογικά.
Λέει τότε ο Σμαΐλης: Εμείς δεν γυρίζομε τώρα, εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη ακεραία.
Στα Ποριά εκάμαμε κουμάντο οι εννιά που ήμαστε. Ο δρόμος χωρίζει εκειά και ο (γ)εις πάει το Χώνος και ο άλλος τον Αΐμονα. Από την πάντα του Χώνους ήμουνε εγώ, ο Λαμπρινομανώλης και ο Πέτρος, στην άλλη μεριά οι άλλοι. Πιάσαμε, ακροβολισμένοι σε μεγάλη απόσταση και τσι δυο δρόμους και το «Κεφάλι» και τσ’ είχαμε μεις σε καλό σημείο. Ήτον(ε) το πιο κατάλληλο και για προστασία δική μας και για να μπορέσωμε να πάρωμε τσι γυναίκες.
ΡΙΞΑΜΕ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΥΣ
Μόλις εμπήκανε αυτοί στη μέση τση λαγάρας, ερίξαμε δυο τρεις πυροβολισμούς ο καθαείς, στον αέρα βέβαια και φωνιάξαμε τω γυναικώ, όλοι μια φωνή, να φύγουνε.
Ετρομοκρατηθήκανε, ξυπόλυτες οι μισές, χάσανε τσι φελούς των(ε), τα παπούτσια των(ε), αλλά την βγάλανε καλή. Εφύγανε αμέσως, βρήκανε το δρόμο, δρόμο και πήρανε πίσω.
Ο Σήφης στσι πρώτες μπαλωθιές απού παίξαμε εμείς ετράβηξε το μπιστόλι και έριξε την πρώτη δεσμίδα. Κείνους σας τσι πυροβολισμούς έπαιξε αυτός. Και μετά έβαλε την άλλη δεσμίδα και δεν εξαναπυροβόλησε ούτε από το πλάτανο, ούτε καθόλου.
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η δύναμη των ανδρών του φυλακίου Γενί Γκαβέ που έφτασε στα Ανώγεια το πρωινό της 7-8-44 ανερχόταν σε οκτώ, από τους οποίους δύο ήσαν Ιταλοί. Οι τελευταίοι είχαν έλθει σε συνεννόηση με την ομάδα του ΕΛΑΣ να αυτομολήσουν τις ημέρες εκείνες, αλλά τους πρόλαβαν τα γεγονότα.
Τέσσερις Γερμανοί με τον Σήφη, ακολουθούμενοι από τους δύο Ιταλούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν αμέσως τον οπλισμό των, προσπάθησαν να διαφύγουν, ακολουθούντες το ρεύμα του ποταμού Μάκρη προς τα δυτικά. Η κίνηση των έγινε αντιληπτή από τους αντάρτες, οι οποίοι απέκοψαν το δρόμο διαφυγής των και αναγκάστηκαν να καταφύγουν για προφύλαξη στη βάση παρακείμενου πλατάνου. Στον εντοπισμό των βοήθησε και ο Μπιομανώλης (Μαυρογιάννης), ο μοναδικός άνδρας που είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς μαζί με τις γυναίκες.
ΠΑΡΑΔΙΝΟΝΤΑΙ
Και ο Ελ. Αεράκης, συνεχίζει:
«Όταν είμασταν εκειά μου λέει ο Γύπαρης: ‘Πο πέρα στο ποταμό είνιαι μόνο το νου σας να μη σας σε σκοτώσουνε κανένα. Και να προσέχετε να μη σκοτώσετε το Σήφη.
Ξανοίγω γω τον πλάτανο που ήσανιε και θωρώ ένα μαντηλάκι και εκούνανε, αλλά δεν ήξερα τι , αυτοί επαραδίνουνταν μα γω δεν ήξερα πως ήτονε σήμα πως επαραδίνουνταν και φωνάζω του Γύπαρη, δεν του φανέρευ(γι)ε από κειά του Γύπαρη, ένα μαντηλάκι θωρώ και κουνούνε, ίντα διάολο…
Λέει αν(έ) σηκώνουνε μαντηλάκι παραδίνουνται.
Κι ως το ν ακούσω γω παραδίνουνται, λέω εδά είναι η (γι)ώρα να πάρω το μπιστόλι, γιατί εξέχασα να σου πω, όταν ξεκινήσαμε είχα το νου μου στο μπιστόλι του Σήφη. Πώς να του το πάρω. Τον είχα δει μια φορά, μικρό μπιστολάκι, λέω καλά ναι μωρέ νάχε μπορώ…
Όπως πήγα πραγματικώς, ήμουνε κειά πρώτος, πιο κοντά και πετούμαι, είχανε αυτοί μολαρισμένα τα τουφέκια και τη ζωστήρα ο Σήφης βγαρμένη μαζί με τη θήκη.
Είχε το μπιστόλι χωσμένο στον πλάτανο μέσα και του λέω πού(ν) το μπιστόλι και βγάνει το και δίδει μου το.
Οι πρώτοι που κατεβήκανε απού το χωριό εκειά ήτονε ο Σπαχομανώλης (Εμμανουήλ Κων. Σπαχής) και ο Μηλιαράς, κοπέλι (Γεώργιος Μιχ. Μανουράς), που αρπά ένα τουφέκι να σκοτώσει το Σήφη, τον είχενε λέει δαρμένο μια φορά στο χωριό.
Ο ΓΙΑΝΝΟΣ ΤΣΙ ΧΡΟΝΑΙΝΑΣ
Εξέχασα να πω και ο Γιαννιός τσι Χρόναινας (Ιωάννης Χρ. Πασπαράκης) ήτονε κειά εις του Μάκρη κι έκαμε βοήθεια μεγάλη στο πιάσιμο, άοπλος βέβαια γιατί έφυγε από το περβόλι, έβγανε πατάτες κι έσπασε κάτω το φαράγγι, γιατί τσ είδε. Έτυχε κειά από τσι πρώτους.
Λοιπόν κάνομε κουμάντο λέει, ίντα γενήκανε οι άλλοι;
Λέει δυο Γερμανοί κλουθούνε τω γυναικώ και πάνε μέσα, μόνο όποιοι έχουνε σφαίρες στα τουφέκια να γλακούνε.
Τώρα εγώ έχω σφαίρες και μας σε λέει ο Πέτρος μια σφαίρα έχω όλη κι όλη.
Ε! στάσου να πάρεις τσι Γερμανούς αιχμαλώτους, ήτονε κειά και ο Παναγιωτογιώργης (Γεώργιος Πασπαράκης), να τσι λαλείτε απάνω για να πάμε εμείς στσ άλλους Γερμανούς.
Λέει μια σφαίρα έχω όλη κι όλη, μόνο δώσε μου το μπιστόλι που πήρες του Σήφη, γιατί θα μου φύγουνε. Λέω πάρε το μόνο μη το παραδώσεις στην ομάδα.
Είχανε ειδοποιήσει το Δημοσθένη του Λυραρογιάννη τον Πασπαράκη, κάθουντον(ε) στο Καμαριώτη, εστείλανε ένα σύνδεσμο από το χωριό, το Βλατά να τον ειδοποιήσει να πάρει το τουφέκι του και να γλακά οθέ(ν) τα Ποριά, αλλά δεν επρόλαβε ο Δημοσθένης κι είχαμε τσ’ έξε πιασμένους και πρόλαβε μόνο τσι δυο Γερμανούς.
Οντέ(ν) επρόβαλε στου Φορτωμένου το δέτη έκουσε αυτός τη μπαταρία και λέει, επαέ μουρέ κλουθούνε δυο Γερμανοί τω γυναικώ και βάνει των Γερμανών αυτός απουκεδά…σου λέει (οι Γερμανοί) από μπροστά είναι κι άλλοι και κόψανε και πήρανε απάνω οθέν το χωριό.
Και βγαίνουνε στην κορφή τση Μεσομένης και προλαβαίνουνε και παν και μπαίνουνε στη συκιά από κάτω, ήτονε ένα πηγάδι βγαρμένο κι είχε το χώμα γύρω- γύρω και καλύβονται στο χώμα.
Εβγήκαμ εμείς κεδά, τυλίσομε το πηγάδι, παίζαμε αλλά που να τσι βρεις. Αυτοί κάμανε κειά μια ουλιά ώρα καιτέ θα(ν) εβγάλανε απόφαση ο (γ)εις να πορίσει κι αν μπορεί να καλύψει τον άλλο… Κι έφυγε ο (γ)εις και μόλις επήρε το λακκί του παίξαμε κι έπεσε.
Εγώ ήμουνε από πέρα μεριά από τον ποταμό, σ ένα δάμακα κι ήρχουνταν ο άλλος Γερμανός που τη μεριά που ήμουν εγώ. Και γρίκουνα τσι σφαίρες και ρίχνουνε οθέ κειά που ήμουνε. Κρύβομαι πο κάτω στο δάμακα, λέω αν(έ) περάσει από παέ και κάτω θα του παίξω, αλλιώς δεν εμπόρουνε για θελά με σκοτώσουν οι δικοί μας. Κι ήρθε ίδια εις το δάμακα που ήμουνε και γροίκουνε γω το σκιοπίδι και πέφτει κι αυτός.
ΕΜΠΗΚΕ ΦΩΤΙΑ…
Και σηκώνομαι κι είναι φτασμένος ο Φρυσαλοχαραλάμπης και ο Μάνωλας από το Περαχώρι, ο Καλομοίρης ο Μπουγκιούκας που λένε.
Είχαμε ειδοποιήσει την ομάδα, αλλά δεν έφταξε μόνο τσι δυο Γερμανούς. Μια δεκαριά εκατεβήκανε. Ο Λαμπρινόκωστας (Κων/νος Νταγιαντάς) και ήσανιε και δυο Ρώσοι, οι άλλοι δεν ξέρω ποιοι ήσανιε.
Αυτοί βέβαια μπορούσανε να παραδοθούνε και τι θελά κάμουνε το ίδιο αποτέλεσμα… αλλά καλιά τη βγάλανε αυτοί παρά τσ’ άλλους που τσι στέσανε στο εκτελεστικό απόσπασμα, πλιά καλιά τη βγάλανε αυτοί, πιο αντρίκια.
Και παίρνομε δα απάνω, το χωριό κατεβασμένο όλο, γυναίκες, παιδιά…
Έκουσα πως ο Γαρτζόλης (Βασίλειος Εμμ. Καλλέργης) είπε στο Αρμί, εφώνιαξε στο Αρμί: Ίντα μουρέ περιμένετε, φωθιά εμπήκε, τι περιμένετε; Όποιος έχει τουφέκι να το πάρει…Πάντως όποιος είχενε τουφέκι κατέβηκε κεδά. Κοπέλια όλοι.
Μας εγκαλιάζανε και μας σε φιλούσανε, επειδή ξεμπερδέσαμε τσι γυναίκες και τα παιδιά (ν)τωνε, γιατί σου λέω έτυχε πο όλους που κατεβήκαμε κειά δεν είχανε κανενούς ούτε γυναίκα, ούτε αδερφή, ούτε τίποτα παρμένο.
Καταλαβαίνανε τον κίντυνο που διατρέχαμε, αλλά σου λέει μπράβο των, καλά το κάμανε, για να μη πάρουνε τσι γυναίκες να τσι καταφρονέψουνε…
Όλοι σταθήκανε, το χωριό εστάθηκε , το πήρε εγωιστικά, έτσι που ήπρεπε να το πάρει το πήρε το χωριό…»
Ο Ε. Αεράκης στη συνέντευξη του αναφέρει όσα ο ίδιος γνωρίζει και έζησε. Γι’ αυτό λέει «άκουσα πως ο Γαρτζόλης είπε…»
Σημειώσεις
Παπούρα: Θέση ανατολικά των Ανωγείων, όπου σήμερα βρίσκεται το Κ. Υγείας.
Ποριά: Περιοχή βορείως των Ανωγείων, πλησιέστερα στο Χωριό Καμαριώτης και κοντά στα χωριά Χώνος και Αΐμονα
Φορτωμένου δέτης, Κορφή Μεσομένης : περιοχές σε μικρή απόσταση, βορείως των Ανωγείων.
Τα όπλα ήσαν κρυμμένα στην τοποθεσία Δέτης Φορτωμένου, βόρεια των Ανωγείων, κοντά στη θέση Ποριά Σφακάκι: όπου στήθηκε η ενέδρα.
Στο χώρο υπάρχει μια πρόχειρη αναθηματική πλάκα του γεγονότος. Μικρή ακόμη και για τη μετριοφροσύνη των πρωταγωνιστών του κατορθώματος.
Το πιστόλι του Σήφη:
Φαίνεται ότι ο Ε. Αεράκης ζήλεψε του μπιστολιού του λοχία Ολενχάουερ σε χρόνο ανύποπτο και δεν άφησε να χαθεί η ευκαιρία. Ο ίδιος περιγράφει τη συνέχεια.
«Το δε αύριο πήγα στο λημέρι εγώ.
Λέω του Πέτρο του Θοδωρή, δος μου μουρέ το μπιστόλι. Λέει παρέδωκα το στην ομάδα. Δε σου πα μωρέ να μη το παραδώσεις; Έδωκα το του Ποδιά. Αρχινούμε κειά και εβλαστήμουνα εγώ και γρικά ο Σμπωκογιάννης (Ιωάννης Χαρ. Σμπώκος) κι έρχεται. Ίντα διαόλους μωρέ έχετε και φαγώνεστε; Λέω τι έχομε. Το μπιστόλι του Σήφη έχω παρμένο και του ‘δωκα να το κρατεί στσ’ αιχμαλώτους οψές απού τσ’ ήφερε και το παρέδωκε στην ομάδα. Το μπιστόλι το πήρα εγώ δεν το παραδίδω.
Ο Σμπωκογιάννης τόχει παρμένο, έκουσε τη φασαρία οντέ τοδωκε ο Πέτρος, γιατί είπε ο Ποδιάς, ό,τι πράματα έχετε πάρει από τσι Γερμανούς να τα παραδώσετε. Λέει ο Πέτρος, εγώ κρατώ ένα μπιστόλι του Σήφη, το οποίο δεν πήρα εγώ. Το πήρε ο τάδες και μου πε να μη το παραδώσω. Λέει όχι να το παραδώσεις.
Αλλά ο Σμπωκογιάννης γρικά την ιστορία, ότι ο τάδες το χει πάρει και στη φασαρία που γίνηκε, σιμώνει και μας σε λέει. Έτονε είναι το μπιστόλι του Σήφη. Πάρε το και δε θα το δώσεις κιανενούς, ούτε του Ποδιά, ούτε κιανενούς.
Εσύ το πήρες, εσύ το δικαιούσαι!».
• Η συνέντευξη του Ελευθέριου Αεράκη ή Νταρολευτέρη, ενός των πρωταγωνιστών της επιχείρησης, δόθηκε στις 24-6-1980 στον δάσκαλο του χωριού και πρώην Δήμαρχο Ανωγείων Γεώργιο Σμπώκο και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Πατρίδα» του Ηρακλείου», όπως άλλωστε και η αφήγηση του Ν. Σταυρακάκη, σε ένα εκτενές αφιέρωμα για το Σαμποτάζ της Δαμάστας, που επιμελήθηκε ο Κώστας Σταυρακάκης.