ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο θρύλος της ελληνικής κουζίνας!
«Κανένα άλλο βιβλίο δεν εσκόρπισε εις την Ελληνικήν οικογένειαν τόσην ευτυχία», έλεγε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος για τα περιοδικά και τα βιβλία του Νικολάου Τσελεμεντέ!
SHARE:
Ο Νικόλαος Τσελεμεντές γεννήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 1878 κι έφυγε από τη ζωή στις 2 Μαρτίου του 1958.
Ήταν Έλληνας αρχιμάγειρας του 20ου αιώνα. Η οικογένεια του καταγόταν απ' το χωριό Εξάμπελα της Σίφνου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο. Αρχικά δούλεψε σαν υπάλληλος συμβολαιογραφείου, άρχισε όμως να ασχολείται περισσότερο με τη μαγειρική εργαζόμενος στο εστιατόριο του θείου του. Ο θείος του ήταν ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και εστιατορίου "Ακταίον" στο Νέο Φάληρο. Σπούδασε για ένα χρόνο μαγειρική στη Βιέννη και γυρνώντας εργάστηκε για διάφορες πρεσβείες. Έγινε αρχικά γνωστός με το περιοδικό "Οδηγός Μαγειρικής" που άρχισε να εκδίδει το 1910, που περιείχε -εκτός των συνταγών- διατροφικές συμβουλές, διεθνή κουζίνα, νέα για τη μαγειρική κ.α.
Το 1919 έγινε διευθυντής του ξενοδοχείου "Ερμής", ενώ τον επόμενο χρόνο έφυγε για την Αμερική, όπου δούλεψε σε μερικά απ' τα ακριβότερα εστιατόρια του κόσμου, κάνοντας παράλληλα και ανώτερες σπουδές μαγειρικής, ζαχαροπλαστικής και διαιτολογίας. Γύρισε στην Ελλάδα το 1932, ίδρυσε μια μικρή σχολή μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Ο μάγειρας από τη Σίφνο που μαγείρεψε για πρέσβεις και υψηλά πρόσωπα, έγραψε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά «best seller» όλων των εποχών. Το βιβλίο «Οδηγός Μαγειρικής και Ζαχαροπλαστικής» δεν περιείχε μόνο συνταγές, αλλά και πολλές χρήσιμες συμβουλές για νιόπαντρες και παλιές συζύγους. Εξηγούσε με ποιον τρόπο λειτουργεί η αίσθηση της γεύσης και έγραφε για τη σωστή διατροφή, τους τρόπους συντήρησης τροφίμων, τον εξοπλισμό της κουζίνας, το σωστό στρώσιμο του τραπεζιού και τρόπους συμπεριφοράς.
Η μπεσαμέλ, το κονσομέ και τα πιροσκί από αυτόν τα έμαθαν για πρώτη φορά οι ελληνίδες νοικοκυρές. Ο Τσελεμεντές ταξίδεψε δύο φορές τη δεκαετία του ’20 στην Αμερική. Ήταν για αυτόν σαν να βρισκόταν στη Disneyland της γεύσης. Μπορούσε να βρει σάλτσες που δεν ήξερε και δεν είχε δοκιμάσει, ποικιλίες μουστάρδας και νέους τρόπους μαγειρέματος. Εκεί σπούδασε μαγειρική, ζαχαροπλαστική και διαιτολογία. Όταν έγιναν τα εγκαίνια του γνωστού νεοϋορκέζικου Σέντραλ Παρκ, εργάστηκε ως αρχιμάγειρος της γιορτής που ακολούθησε. Παράλληλα με τις σπουδές του, εργαζόταν σε διάσημα εστιατόρια της εποχής, όπου γινόταν αντικείμενο θαυμασμού. Οι γνώσεις που απέκτησε στη μαγειρική όταν δούλευε ως παιδί στο ξενοδοχείο του θείου του στο Φάληρο, του επέτρεψαν να υλοποιήσει και μια απλή, αλλά πανέξυπνη επιχειρηματική ιδέα. Γι αυτό είχε παρατήσει σε ηλικία 17 ετών τη δουλειά που έκανε σε συμβολαιογραφείο, με σκοπό να κάνει τις πρώτες του σπουδές στη Βιέννη. Όταν γύρισε από την Αμερική το 1932, εξέδωσε τον μεγάλο οδηγό μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, που έμαθε αμέτρητες Ελληνίδες να μαγειρεύουν. Έκτοτε επανεκδόθηκε τουλάχιστον δεκαπέντε φορές και οι συνταγές του γράφονταν για χρόνια σε πολλές εφημερίδες, καθιερώνοντας τον Νικόλαο Τσελεμεντέ ως το σύμβολο της ελληνικής κουζίνας. Οι νοικοκυρές πλέον αντάλλασσαν απόψεις για τη μπεσαμέλ, το κονσομέ ή τα πιροσκί. Σε κάθε γάμο ο οδηγός αποτελούσε μια πρώτης τάξεως δώρο στους νεόνυμφους. Συνταγές με ονόματα γυναικών ή αρχαιοελληνικές ονομασίες Πολλές φορές σε διάφορες γευστικές δημιουργίες του έδινε ονόματα γυναικών. Όταν κάποτε η Κυβέλη του περιέγραψε πως έκανε μια συνταγή με ελάχιστα υλικά που είχε στη διάθεσή της, κατέγραψε τη συνταγή και της έδωσε το όνομα της ηθοποιού. Η συνταγή για τα ρεβίθια φούρνου που φτιάχνουν ακόμη στη Σίφνο ήταν του Νικολάου Τσελεμεντέ, που την επινόησε την περίοδο της Κατοχής. Μελετούσε επίσης την αρχαία κουζίνα μέσω των Δειπνοσοφιστών, για να ανακαλύψει συνήθειες και γεύσεις.
Όταν κάποτε μαγείρεψε για τον διάδοχο της Σουηδίας, ο κατάλογος του Τσελεμεντέ είχε τα εξής: «Πρόπομα ψυχρόν, χρύσοφρυς Μεγαρικός, θωρακοφόροις καράβοις Ευβοίας, γαλαθηνού μόσχου τεμάχη, θύμβρωνος μάγματα, ορτυγέας λεπτοτράχηλοι όρτυγες, θρίκαδες εν οξυγάρω, ασπάραγοι έλοοι, Ολύμπου νιφάδες, ολβιογαστόρων επιφορήματα».
Χρυσόφρυς Μεγαρικός ήταν η συναγρίδα Μεγάρων, θωρακοφόροις καράβοις Ευβοίας ήταν οι γαρίδες, θρίκαδες εν οξυγάρω ονόμασε το μαρούλι και οι Ολύμπου νιφάδες ήταν παγωτό δικής του συνταγής. Του άρεσε να δίνει ποιητικά, αρχαία και γενικώς εύηχα ονόματα στις συνταγές. Στον περίφημο οδηγό πάντως, ο Τσελεμεντές φρόντιζε να αφιερώνει κεφάλαια σχετικά με«Εθιμοτυπίαι κατά τα γεύματα», «Κατάταξις των διαφόρων εντυπώσεων των γεύσεων», «Οικοκυρικαί μελέται», κλπ. Κατά γενική ομολογία, ο διάσημος μάγειρας είχε καταφέρει να δώσει μια σαφή ταυτότητα στην ελληνική κουζίνα, εξισορροπώντας επιρροές από δύση και ανατολή. Όμως, οι συνταγές του πολλές φορές κατακρίθηκαν για αλλοίωση της παραδοσιακής κουζίνας και μειωμένη ή ελλιπή χρήση βασικών υλικών, όπως το λάδι και τα μπαχάρια. Το όνομά του Νικολάου Τσελεμεντέ αποτελεί μέχρι σήμερα σήμα κατατεθέν και αγαπημένη έκφραση των Ελλήνων, ακόμη και όταν ζητούν βιβλία και άλλων μαγείρων. Ο ίδιος ωστόσο ποτέ δεν μιλούσε μέσα στο σπίτι του για μαγειρική. Έφερε το κέτερινγκ και ίδρυσε τη Σχολή Μαγείρων «Κομψευάμενος» της εποχής και με το ψαθάκι στο κεφάλι, πήγαινε στην οδό Σταδίου, όπου μια εταιρεία ηλεκτρικών ειδών είχε στήσει μια πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα. Εκεί έκανε μαθήματα στις κυρίες, πώς να ψήνουν αρνάκι με πατάτες στο φούρνο της ηλεκτρικής κουζίνας και φυσικά συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Λίγα χρόνια μετά, άνοιξε στην οδό Μέρλιν κατάστημα τύπου κέτερινγκ, όπου πωλούσε ζεστά και κρύα γεύματα. Οι Σχολές Τουριστικών Επαγγελμάτων ζήτησαν τη βοήθεια του, προκειμένου να οργανώσει τις εγκαταστάσεις των μαγειρείων. Ένα από τα όνειρά του ήταν να μπορέσει να εφαρμόσει μέσα σε νοσοκομείο ειδικές δίαιτες για ασθενείς, που έπασχαν από ζάχαρο, διαβήτη ή και άλλες παθήσεις. Ίδρυσε επίσης τη Σχολή Μαγείρων του Στρατού. Μέσα από τα μαθήματα που παρέδιδε, βελτίωσε τον τρόπο σίτισης των στρατιωτών και όταν πέθανε σε ηλικία 80 ετών, έφερε το βαθμό του συνταγματάρχη…
Πέθανε στις 2 Μαρτίου του 1958 και κηδεύτηκε την επόμενη ημέρα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Τιμώντας τη μνήμη και την προσφορά του στην ελληνική γαστρονομία, ο δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, του αφιέρωσε μια υμνητική επιφυλλίδα στην εφημερίδα «Ελευθερία» στο φύλλο της 5ης Μαρτίου 1958.
«… Ο Νίκος Τσελεμεντές πέθανε. Ο Μπριγιά Σαβαρέν της Ελλάδος, ο συγγραφέας του μοναδικού μας γαστρονομικού μας κώδικος, δεν υπάρχει πια στη ζωή. Οι Γάλλοι εώρτασαν, εδώ και είκοσι χρόνια, με τον επισημότερο τρόπο, τον αυτοκράτορα της κουζίνας και της τραπέζης των. Εμείς, όσο τον είχαμε ζωντανό, τον αγνοήσαμε, δεν τον πανηγυρίσαμε ποτέ. Αδικία ιστορική. Ας τον ξεπροβοδίσουμε, τουλάχιστον, νεκρό, με τιμές που του ταιριάζουν.
Ο Τσελεμεντές δε φεύγει έτσι. Ο μέγας αυτός ευεργέτης του ελληνικού νοικοκυριού, προ πάντων του νεοτεύκτου, άφησε ΄σύγγραμμα- ένα από τα τελειότερα νεοελληνικά βιβλία: Το «Οδηγό της Μαγειρικής». Είναι αληθινό μνημείο της «άρτε κουλινάρια», σανίδα σωτηρίας κάθε νέας νοικοκυράς, που μεταμορφώνει σε μαγείρισσα και την κοπέλλα, την πιο άγευστη μαγειρικής.
Μ’ αυτό το βιβλίο έφτιαξε ο Τσελεμεντές το τραπέζι μας· κατήρτισε τον ουρανίσκο μας· ετακτοποίησε το στομάχι μας· έλυσε το τραγικό πρόβλημα του «τι θα φάμε σήμερα» και πρόσφερε υπηρεσία πραγματικά εθνική. Ένα έθνος κρίνεται και από την κουζίνα του. Πες μου πως τρως, να σου πω ποιος είσαι.
Η αναρχία της ελληνικής κουζίνας είναι γνωστή: Ιταλική, τουρκική, αλλά προ πάντων κράμα όλων των πρωτογενών συστημάτων, εφυτοζωούσε σε μια κατάσταση μάλλον προϊστορική: Γιουβέτσι, φασολάδα, αρνάκι φρικασέ, μπακαλιάρος πλακί και το ψητό της σούβλάς- αυτό ήτανε, όλο κι όλο…το δραματολόγιό της. Ο Τσελεμεντές με την επιβλητική του πραγματεία, έσπρωξε την ελληνική κατσαρόλα στο σύγχρονο πολιτισμό.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν μάγειρος εκ γενετής. Νέος γνωστός, κομψός, έξυπνος, εύθυμος, καλοφαγάς, γλεντζές από οικογένεια ξενοδόχων (προ εξήντα ετών λειτουργούσε εστιατόριο Τσελεμεντέ, στην ακτή Νέου Φαλήρου, όταν ήταν στις δόξες της) ο τύπος αυτός της παλιάς Αθήνας είχε μέσα του το δαιμόνιο. Ο μάγειρος γεννάται, όπως κι ο ποιητής. Η πείρα ήρθε ύστερα: Στην υπηρεσία διαφόρων πρεσβειών, που στα επίσημα γεύματά τους-μεγάλες μαγειρικές μάχες- ξεχώρισε σαν ασυγκράτητος μάγειρος.
Τα ταξίδια τον τελειοποίησαν: Τουρκία, Ρωσία, Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, κι επιτέλους Αμερική. Μελέτησε όλες τις κουζίνες της γης. Και το βιβλίο του είναι πεμπτουσία παγκοσμίων γνώσεων. Δεν πιστεύω-τουλάχιστον στην Ελλάδα-να υπάρχη δεύτερο. Η νοικοκυρά μπορεί να μαγερέψη μ’ αυτό ακριβά, μέτρια, φθηνά, όπως θέλει, αλλά θα είναι πάντα σύμφωνη με την υγιεινή και την καλλιτεχνία.
Όταν ήτανε στην Αμερική, ο Οδυσσέας αυτός των μαγειρικών περιπλανήσεων, μια διάδοσι έφερε στην Αθήνα, ότι πέθανε. Η είδησι αυτή έφθασε, όταν ακριβώς κυκλοφορούσε η πρώτη έκδοσι της Μαγειρικής του (Απρίλης του 1926). Οι κριτικές που γράφτηκαν τότε ήτανε νεκρολογίες… Από τον άλλο κόσμο-δηλαδή το Νέο Κόσμο-έφθασε η απάντηση του Τσελεμεντέ, γεμάτη χιούμορ: «Για ένα πράγμα μόνον είμαι ευχαριστημένος-έγραφε-που δεν πέθανα: Το ότι απέκτησα και ανεψιόν: Τον κύριο Κώσταν Αθάνατον, όστις με αποκαλεί θείον. Λέξις δηλαδή που δεν είχε χαϊδεύσει την ακοήν μου δια το μη έχειν ανεψιούς. Δέον να προσθέσω, ότι θείους τουναντίον, εχω πολλούς· και εις εξ αυτών ήτο ο κάτοχος του εστιατορίου του Νέου Φαλήρου»…
Όταν βγήκε ο «Οδηγός της Μαγειρικής» του έγραψα ειλικρινέστατο εγκώμιο: «Είναι- είπα, κάνοντας κι εγώ χιούμορ με τη σειρά μου-ο μεγαλύτερος συγγραφεύς της Ελλάδος. Δεν αστειεύομαι καθόλου. Αν γράφειν σημαίνη παρέχειν κάποιαν υπηρεσίαν εις τους ανθρώπους δια του γραπτού λόγου, ο Τσελεμεντές υπεραξίζει τον τίτλον αυτόν. Και του οφείλω ανεπιφύλακτον εγκώμιον. Ο Τσελεμεντές απαντά σ’ ένα καθημερινό ερώτημα της ζωής μας, που ένα πλήθος άνθρωποι άνθρωποι θάδιναν κι εγώ δεν ξέρω τι, για να έλειπε :Έχει καταστρώσει το μενού και των τριακοσίων εξηνταπέντε ημερών του έτους .Είναι απλούς, σαφής, αναλυτικός, γευστικός, ευκολοεφάρμοστος, φτιασμένος για την ελληνική κουζίνα…»
Πόσα νέα νοικοκυριά δεν έχει σώσει από τις αφαιμάξεις των μαγειρισσών και προ πάντων από το διαζύγιο! Το κρεββάτι και το τραπέζι ενώνει, το κρεββάτι και το τραπέζι χωρίζει. Το νεαρό αντρόγυνο έχει το τραπέζι σήμερα χάρις στον Τσελεμεντέ. Αρκεί το κεφαλάκι της νεοπαντρεμένης μπεμπέκας να σκύβη πέντε λεπτά καθ΄εκάστην στον «Οδηγό», για να δρέπη συγχαρητήρια. Τάλαντο θεωρητικό, που ο Ύψιστος απέστειλε για να πειθαρχήση την ελληνική κουζίνα, να σώση το ελληνικό στομάχι και μετ’ αυτού το Έθνος. Γιατί, επί τέλους, ένα έθνος που δεν ξέρει να φάη, δεν μπορεί ούτε να σκεφθή ούτε να ζήση…
Είμαι βέβαιος, ότι έπειτα από ένα τέτοιο έργο, θα του ανοίξη τώρα, που πέθανε στ’ αλήθεια-όχι σαν την άλλη φορά!-διάπλατα την πόρτα του Παραδείσου ο Άγιος Πέτρος, ο κλειδοκράτορας: Αρκεί να του υποσχεθή μια καλή κοτόπιττα!...»
ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia.gr
Μηχανή του χρόνου
Lifo.gr
Εφημερίδα Ελευθερία
sanshmera