Ο πόλεμος των…7 ημερών για την Ελλάδα και η Κρήτη

Στην Αθήνα η κοινή γνώμη πίεζε την κυβέρνηση να αναλάβει δράση υπέρ της Κρήτης. Το φιλοπόλεμο κλίμα ενορχηστρωνόταν από την «Εθνική Εταιρεία», η οποία είχε ιδρυθεί το 1894 από νεαρούς αξιωματικούς με βασικό αίτημα τη στρατιωτική ανασυγκρότηση του κράτους

Ο Απρίλιος του 1897 ήταν για την Ελλάδα...ένας μαύρος μήνας. Και αιτία ήταν η Κρήτη! Η αφορμή του πολέμου με τους Τούρκους βρέθηκε πολύ σύντομα...

Λίγο πριν εκπνεύσει το 1896 ξέσπασε μια ακόμη επανάσταση στην Κρήτη, και στις 21 Ιανουαρίου 1897 ελληνική δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Γεωργίου Tιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εδώ για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα! Ήταν μία κίνηση που προκάλεσε την ήδη παρακμάζουσα Οθωμανική Διοίκηση και οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν ανακηρύσσοντας την Κρήτη σε διεθνές προτεκτοράτο. Αποφάσισαν μάλιστα να αποβιβάσουν κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Στις 18 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 15 Μαρτίου ο διάδοχος Κωνσταντίνος ανέλαβε την αρχιστρατηγία ενώ οι κοινή γνώμη με ενθουσιασμό εκδήλωνε την επιθυμία της για πόλεμο. Η Υψηλή Πύλη διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα στις 5 Απριλίου. Ο πόλεμος έγινε και η Ελλάδα υποχώρησε σε…7 μέρες! Ήταν η Αρχή του τέλους μιας απερισκεψίας υπερ- πατριωτών που πλήρωσε ακριβά η χώρα.

Στην πραγματικότητα ήταν κάτι που ανέμενε ο ελληνικός λαός από το 1821. Η προσδοκία της απελευθέρωσης των «αλύτρωτων αδελφών» και της ολοκλήρωσης της «ανολοκλήρωτης» Επανάστασης ­ όπως ήταν αντιληπτός ο Αγώνας του 1821 ­ υπήρχε διάχυτη ώς τα τέλη του αιώνα».

Οι τότε ρυθμίσεις του Ανατολικού Ζητήματος ­ στις κρίσεις του 1875-1878 και του 1885 ­ δεν είχαν ικανοποιήσει τους Ελληνες. Μέχρι τότε άλλωστε όσα εδάφη είχε κερδίσει η Ελλάδα δεν είχαν προέλθει από ένοπλη σύγκρουση ­ ­ αλλά παραχωρήθηκαν με διπλωματική μεσολάβηση: το 1864 τα Επτάνησα, το 1881 η Θεσσαλία και η Αρτα. Η Ελλάδα είχε σκοπό την προσάρτηση των επαρχιών που συνόρευαν με το ελληνικό κράτος και της Κρήτης. Οι Κρητικοί είχαν βασικό αίτημα την ένωση με την Ελλάδα –άλλοι προωθούσαν και το αίτημα της αυτονομίας, ως ρεαλιστικότερο. Το 1896-1897 το Κρητικό ζήτημα διερχόταν νέα φάση κρίσης. Τον Ιανουάριο 1897 οι Κρητικοί κήρυξαν την ένωση με την Ελλάδα ενώ το ελληνικό κράτος έστειλε στρατό με αρχηγό τον συνταγματάρχη Βάσσο για να καταλάβει το νησί στο όνομα του βασιλιά Γεωργίου. Οι Δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως κηρύσσοντας τον αποκλεισμό της Κρήτης με την παρουσία των στόλων τους ενώ κάλεσαν την Ελλάδα να αποσύρει τον στρατό της.

Στην Αθήνα η κοινή γνώμη πίεζε την κυβέρνηση να αναλάβει δράση υπέρ της Κρήτης. Το φιλοπόλεμο κλίμα ενορχηστρωνόταν από την «Εθνική Εταιρεία», η οποία είχε ιδρυθεί το 1894 από νεαρούς αξιωματικούς με βασικό αίτημα τη στρατιωτική ανασυγκρότηση του κράτους. Η «Εθνική Εταιρεία» διεύρυνε γρήγορα τους στόχους και τα μέλη της και δύο χρόνια μετά την ίδρυσή της αποτελούσε ήδη κράτος εν κράτει. Το «εθνικό έργο» της Εταιρείας, που προσανατολιζόταν προς τρεις γεωγραφικούς χώρους, τη Μακεδονία, την Ηπειρο και την Κρήτη, συνίστατο στην «αναζωπύρωσιν του εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων των δούλων Ελλήνων και την παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών διά πάσης θυσίας». Το καλοκαίρι μάλιστα του 1896 η Εταιρεία έστειλε ανταρτικά σώματα στη Μακεδονία παρά την αντίθεση της κυβέρνησης.

Στις αρχές του 1897 ο πόλεμος αναμενόταν με ανυπομονησία. Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί. Στα τέλη Μαρτίου, 3.000 ένοπλοι της «Εθνικής Εταιρείας» εισέβαλαν και πάλι στη Μακεδονία, απωθήθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις και επέστρεψαν γρήγορα στο ελληνικό έδαφος. Η άστοχη αυτή ενέργεια υπήρξε και η αφορμή του πολέμου. Στις 5 Απριλίου η Πύλη ανακοίνωσε τη διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Την επομένη, στην ελληνική Βουλή, κυβέρνηση και αντιπολίτευση εμφανίζονται να αποδέχονται ενθουσιωδώς τον πόλεμο που παρουσιάζουν να έχει κηρύξει πρώτη η Τουρκία. Σε ελάχιστο χρόνο ωστόσο τον αρχικό ενθουσιασμό θα αντικαταστήσουν η απογοήτευση και ο πανικός.

Οι μάχες

Στην Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει έξι μεραρχίες με 58.000 πεζούς, 1500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό την διοίκηση του Εντέμ Πασά με αρχηγείο την Ελασσόνα, ενώ μια έβδομη ήρθε αργότερα. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, και διοικούνταν από τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο. Το Ελληνικό ναυτικό κυριαρχούσε στην θάλασσα, αφού ήταν μεγαλύτερο του Τουρκικού.

Στις αρχές του Απρίλη, έλληνες αντάρτες πέρασαν τα σύνορα προσπαθώντας να ξεσηκώσουν σε επανάσταση την Μακεδονία. Στις 16 και 17 σημειώθηκαν οι πρώτες αψιμαχίες, και στις 18 ο Εντέμ Πασάς διέταξε επίθεση. Το σχέδιό του ήταν να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά, αλλά συνάντησε αντίσταση ενώ το κέντρο του προχώρησε. Στο Μάτι οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί καλύπτωντας τον δρόμο για τον Τύρναβο. Εδώ έγιναν σκληρές μάχες στις 21 και 22 με τους Έλληνες να προσπαθούν να υπερκεράσουν το Τούρκικο δεξί πλευρό. Αυτό δεν έγινε δυνατό αλλά στις 23 το αριστερό των Τούρκων έκανε νέα προέλαση και όταν όλες οι Τουρκικές δυνάμεις μπόρεσαν να ευθυγραμμιστούν πίεσαν τις ελληνικές πτέρυγες. Το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο διέταξε υποχώρηση δημιουργώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα υποχώρησαν περνώντας την Λάρισα η οποία και εκκενώθηκε. Η Λάρισα καταλήφθηκε στις 27 αφού οι τουρκικές δυνάμεις δεν καταδίωξαν τις ελληνικές και προχώρησαν αργά.

Κοντά στα Φάρσαλα ο Ελληνικός στρατός επανήλθε σε τάξη και σχημάτισε νέα γραμμή, σχεδιάζοντας αντεπίθεση, όμως το ηθικό των στρατιωτών είχε πέσει. Είχαν παράσει άλλωστε πίσω από τις στρατηγικές θέσεις της Λάρισας και του Βελεστίνο. Τελικά στάλθηκε σιδηροδρομικώς μια μεραρχία στο Βελεστίνο, αλλά έτσι οι ήδη κατώτερες ελληνικές δυνάμεις διαιρέθηκαν σε δύο κομμάτια με απόσταση 60 χιλιομέτρων ανάμεσά τους. Στις 27 Απριλίου μια τουρκική αναγνωριστική δύναμη αναχαιτίστηκε στο Βελεστίνο και έγιναν μάχες στις 29 και 30 με τους Έλληνες να κρατούν υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σμολένσκη.

Οι Τούρκοι έκαναν ετοιμασίες και στις 5 Μαΐου επιτέθηκαν στα Φάρσαλα με τρεις μεραρχίες απωθόντας τις ελληνικές δυνάμες από τις θέσεις που είχαν πάρει μπροστά από την πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ και ο Ελληνικός στρατός συμπτήχθηκε με σχετική τάξη στον Δομοκό. Το Βελεστίνο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του Σμολένσκη, οι οποίες συμπτύχθηκαν στον Αλμυρό μόλις ολοκληρώθηκε με ασφάλεια η ανασύνταξη στον Δομοκό. Οι Έλληνες είχαν τον χρόνο να οχυρωθούν μέχρι την νέα επίθεση στον Δομοκό από τον Εντέμ Πασά στις 17 με τρία σημεία κρούσης. Το δεξί αναχαιτίστηκε και το κέντρο υπέστη σοβαρές απώλειες. Το αριστερό όμως προέλασε μέχρι τις ελληνικές γραμμές, οπότε και αυτή η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε την νύχτα, όπως και η Φούρκα την επόμενη. Ο Σμολένσκη έφτασε στις 18 από τον Αλμυρό και διατάχτηκε να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν όμως, αφού ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός στις 20 Μαΐου μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου.

Στην Ήπειρο υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες συμπεριλαμβανομένων ενός συντάγματος ιππικού και πέντε πυροβολαρχίες υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Μάνου έναντι 28.000 Τούρκων με 48 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Αχμέτ Χιφσί Πασά. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν σχηματίσει γραμμή άμυνας από την Άρτα στο Πέτα, ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν στην περιοχή των Ιωαννίνων, στα Πέντε Πηγάδια και μπροστά από την Άρτα. Στις 18 Απριλίου οι Τούρκοι ξεκίνησαν βομβαρδισμό της Άρτας αλλά δεν μπόρεσαν να πάρουν την γέφυρα. Υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Φιλιππιάδα η οποία καταλήφθηκε στις 23 από τον Συν/χη Μάνο. Οι Έλληνες συνέχισαν μέχρι τα Πέντε Πηγάδια όπου μετά από αψιμαχίες στις 27 και νέες επιθέσεις στις 28 και 29 δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι αφού δεν έρχονταν ενισχύσεις. Στις 12 Μαΐου έγινε νέα Ελληνική επίθεση ενώ Ηπειρώτες εθελοντές προσπάθησαν να αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα. Το ελληνικό κέντρο επιτέθηκε στις 13 κοντά στην Στρεβίνα με σκοπό να καταλάβει και να κρατήσει μια αμυντική θέση, πράγμα που κατάφερε την επόμενη με ενισχύσεις από την αριστερή πτέρυγα. Τελικά όμως οπισθοχώρησαν στις 15 Μαΐου με βαριές απώλειες.

Η απογοήτευση

Η ήττα η οποία δεν αναμενόταν από τον ελληνικό λαό είχε σκεπάσει τα ευγενικά όνειρα της πατρίδας» έγραφε με συγκρατημένη θλίψη, παρατηρητής από την Αθήνα, ο Ζαν Μορεάς που είχε έρθει για να καταταγεί εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897. Η σκιά της ήττας έπεφτε βαριά πάνω στις ψυχές που για δεκαετίες τρέφονταν με το αλυτρωτικό όραμα μιας Μεγάλης Ιδέας. Από τη στιγμή όπου η ιδεολογία αυτή είχε πάρει τη μορφή πολιτικού προγράμματος, πριν από κάποιες δεκαετίες, το 1897 ήταν ο ισχυρότερος κλονισμός για τις συνειδήσεις.

Τελικά με την μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων υπογράφηκε ειρήνη. Υπογράφτηκε στις 7 Μαΐου, ένα μόλις μήνα μετά την ενθουσιώδη αποδοχή του πολέμου και ενώ ο τουρκικός στρατός βρισκόταν ήδη έξω από τη Λαμία. Οι ραγδαίες εξελίξεις στο στρατιωτικό μέτωπο είχαν εξάλλου προκαλέσει κυβερνητικές αλλαγές: από τις 15 Μαρτίου είχε παυθεί η κυβέρνηση Δηλιγιάννη και είχε σχηματίσει κυβέρνηση ο Δημήτριος Ράλλης.

Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό σαν πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και να δώσει ένα μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση για να πληρώσει τις υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου όλες τις θεωρούμενες επαρκείς προσόδους για αποζημίωση. Για την εξόφληση του δημόσιου χρέους εκχωρήθηκαν στο ΔΟΕ τα μoνοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς.

ΠΗΓΕΣ:

-ΔΡΑΝΔΑΚΗΣ

-Γ.Ρούσου

-ΒΙΚΙΠΕΔΙΑ

-Χριστίνα Κουλούρη

-ΤΟ ΒΗΜΑ

-Ελευθεροτυπία, 4/5/1997)

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ