Της Ελένης Μπετεινάκη*
Ήταν 24 Ιουνίου 1669 μια από εκείνες τις πολύ δύσκολες μέρες στoν Χάνδακα. Μια ακόμα μέρα που οι Οθωμανοί προσπαθούν να πολιορκήσουν το απόρθητο Κάστρο. Κι εκεί κοντά στο λιμάνι του Δερματά …μια μεγάλη έκρηξη, από άγνωστη αιτία σκοτώνει πολλούς Γάλλους, Ενετούς και Τούρκους …
Μα τούτη είναι μια μεγάλη ιστορία που θα την «ξαναζήσουμε» τις επόμενες μέρες …
Ο Χάνδακας έπεσε στα χέρια των Οθωμανών τον Σεπτέμβρη του 1669 και δυο αιώνες αργότερα, 212 χρόνια για την ακρίβεια, μετά από αυτήν την πολιορκία, οι Τούρκοι πάλι προσπαθούν να κρατήσουν το «Μεγάλο Κάστρο», να καταπνίξουν τις επαναστάσεις που έχουν ξεσπάσει παντού, δείχνοντας το άγριο πρόσωπό τους, σφάζοντας, ερημώνοντας χωρίς οίκτο, φραγμούς ή οτιδήποτε άλλο συνέθετε αυτό που λέμε …άνθρωπο!
24 Ιουνίου 1821…Μέρα μεγάλης σφαγής στο Μεγάλο Κάστρο που έμεινε στη μνήμη των Χριστιανών σαν : «Ο Μεγάλος Αρπεντές».
Η ιστορία ξεκινάει δυο μήνες πριν στις 15 Απριλίου 1821: όταν «Οι κάτοικοι της νήσου Κρήτης, πλήρεις από υψηλόν και ευγενές της ελευθερίας αίσθημα, έλαβαν, κατά της ανθρώπινης τυραννίας, τα όπλα». Έτσι αποφασίστηκε εκείνη την ημέρα στο Μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής, στα Σφακιά.
Οι Κρητικοί θέλουν να αποτινάξουν από πάνω τους τον τουρκικό ζυγό . Και οι πρώτες νίκες των επαναστατών δεν αργούν να φανούν. Μικρές μάχες στον Λούλο, στα Κεραμειά, στο φαράγγι του Κατρέ ,στα Ασκύφου, στη Μαλάξα, στο Θέρισο δείχνουν πως η απόφαση είναι πλέον σοβαρή και η αυταπάρνηση είναι ο στόχος και ο λόγος κάθε αγωνιστή. Σημαντικοί Κρητικοί όπως η οικογένειες των Χαλήδων, οι Γιαννάρηδες, οι Δεληγιαννάκηδες, οι Μανουσογιαννάκηδες, οι Τσουδεροί, οι κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες, προσφέρουν τα πάντα στον Αγώνα. Και φτάνουμε σιγά σιγά στο καλοκαίρι του 1821.
Γράφει ο Θεοχάρης Δετοράκης στην Ιστορία της Κρήτης: « Η έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη αμέσως μετά την εξέγερση της Πελοπονήσσου , ήταν φαινομενικά αδύνατη. Δύο ήταν τα μεγάλα εμπόδια: Η παντελής έλλειψη όπλων και εφοδίων και η μεγάλη αναλογία του τούρκικου πληθυσμού και η αγριότητά του».
Η είδηση για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων στην άλλη Ελλάδα έφθασε στην Ανατολική Κρήτη ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1821(23-24 Ιουνίου) , όταν κατέπλευσε στο Ηράκλειο ένα τούρκικο πλοίο , που έφερνε και τα νέα του έξω κόσμου. Στις 22 Ιουνίου 1821 κληρικοί και λαϊκοί ήταν συναγμένοι στη μητρόπολη του Ηρακλείου για τον φόβο των Τούρκων, αφού σε πολλά μέρη είχαν εξεγερθεί. Οι μεγάλες βιαιότητες κορυφώθηκαν στο Μεγάλο Κάστρο. Όταν φθάνει στο λιμάνι το πλοίο έρχονται τα νέα για τις βιαιοπραγίες στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη και για τον απαγχονισμό του πατριάρχη. Συγκεκριμένα αυτή η είδηση ήταν αρκετή να εξαγριώσει τους Τούρκους και να τους στρέψει κατά των χριστιανών κατοίκων του νησιού.
Μέρες και νύχτες έσφαζαν , πυρπολούσαν , λεηλατούσαν το Κάστρο. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη σφαγή των Καστρινών της Τουρκοκρατίας «ο μεγάλος αρπεντές», όπως έμεινε στην ιστορία , με περίπου 800 χριστιανούς νεκρούς. Ο ναός του Αγίου Μηνά έγινε τόπος φρικτού μαρτυρίου. Τα περισσότερα και επισημότερα στοιχεία της χριστιανικής κοινότητας της πόλης σφαγιάστηκαν μέσα ή στον περίβολο του Ναού. Ο Ναός και η Μητρόπολη παραδόθηκαν στις φλόγες. Το πρωί της 24ης Ιουνίου οι Τούρκοι έσφαξαν τον μητροπολίτη Γεράσιμο Παρδάλη και λένε πως τούτο το έγκλημα έγινε «δια 13 σφαιρών πιστολιού». Ακόμα έσφαξαν και τους επισκόπους Κνωσού Νεόφυτο, Χερσονήσου Ιωακείμ, Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεο, Σητείας Ζαχαρίας και Διοπόλεως Καλλίνικον.
Η παράδοση δεν διέσωσε το όνομα του ιερέα που σφαγιάστηκε πάνω στην Αγία Τράπεζα την, ώρα που ιερουργούσε, όπως πολλές φορές έχει γραφτεί και ειπωθεί.
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν πολλοί επίσημοι και γνωστοί Έλληνες όπως και ο διάσημος λόγιος γιατρός Ιωάννης Λευθαιραίος . Επίσης οι Βατοπαιδινοί ιερομόναχοι Νεόφυτος και Αμβρόσιος και ο μοναχός Μακάριος.
Από τη διήγηση του μοναχού Αρσενίου Παντοκρατορινού, στις 25 Ιουνίου 1932 που σώζεται στη μονή Βατοπαιδίου, προέρχονται όλες οι πληροφορίες , σχετικά με την παρουσία των μοναχών στο Μεγάλο Κάστρο, εκείνη την περίοδο. H Ιστορία λέει πως το 1820 απεστάλησαν από την Μονή Βατοπεδίου όλοι αυτοί οι ιερομόναχοι ς, ο Ιεροδιάκονος οι μοναχοί Διονύσιος, Δωρόθεος και Μακάριος ,στην Κρήτη κατόπιν προσκλήσεως, με τίμια λείψανα, προκειμένου να εκδιωχθεί η φοβερή ασθένεια της πανώλης, η οποία μάστιζε τους κατοίκους του νησιού. Αυτά ήταν, μέρος της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου, δώρο στη μονή του αυτοκράτορα Ιωάννου Καντακουζηνού, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου και η κάρα του αγίου Ανδρέου Κρήτης.
Δυστυχώς ελάχιστοι από αυτούς κατάφεραν να επιστρέψουν στην Μονή ύστερα από τα φοβερά συμβάντα που συνέβησαν εκείνη την μοιραία ημέρα της 24ης Ιουνίου του 1821. Σώθηκαν οι : ιεροδιάκονος Παρθένιος και οι μοναχοί Διονύσιος και Δωρόθεος , οι οποίοι λαμβάνοντας την Αγία Ζώνη, τον Τίμιο Σταυρό και την κάρα τού αγίου Ανδρέου Κρήτης κρύφτηκαν σε σπίτια κρυπτοχριστιανών.
Διοικητής εκείνο το διάστημα στο Μεγάλο Κάστρο ήταν ο ανίσχυρος Σερίφ Πασάς που δεν μπο΄ρεσε να συγκρατήσει τους μαινόμενους Αγάδες και όλους τους Ζορμπάδες και βασιβουζούκους. Ο Νικόλαος Σταυρινίδης γράφει σχετικά με την σφαγή των επισκόπων από τα αρχεία που σώθηκαν του Ζαχαρία Πρακτικίδη:
«Τη 23η Ιουνίου έγινε σύνοδος εις την μητρόπολιν, εις τον ναόν του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Μηνά, παρευρεθέντων και των αρχιερέων και ιερών και τινων χριστιανών, και ο Άγιος Κρήτης μετά των αρχιερέων ήρχισε να αναγιγνώσκη εν πουγιουρντού απεσταλμένον του Βεζίρη και μετά την ανάγνωσι ωμίλει ηθικώς προς τον λαόν να φυλάττωσι την προς τον βασιλέα πίστον και ευπείθειαν, μηδόλως μιμούμενοι τους αποστάτας νησιώτας και μωραίτας. Οι εχθροί καιροφυλακτούντες ώρμησαν εξαίφνης εις την μητρόπολιν και αποκλείσαντες τα θύρας της αυλής, εισέβησαν εις τον ναόν με αλλαλαγμόν και σηκώσαντες τα όπλα φονεύουσι πρώτον τον ευλογημένον γέροντα άγιον Κρήτης, ρίψαντες επάνω εις το ιερόν σώμα του 13 πιστόλια, χωρίς να εβλαβηθώσι οι αλιτήριοι το σεβάσμιον γήρας του. Μετά εκείνον και τον άγιον Κνωσού κυρ Νεόφυτον, τον Χερσονήσου κυρ Ιωακείμ και τον Σητείας κυρ Ζαχαρίαν, τους εφημέριους 17 και 5 αγιορίτας της αγίας Ζώνης, και έως 300 παρευρεθέντας χριστιανούς, εν οι έτυχεν και ο εν ιατροίς Ιωάννης Λευθερέος, ο και λογοθέτης……Εκείθεν έπειτα διασπαρέντες εις την πόλιν εδίωκον τους λοιπούς χριστσιανούς, φονεύοντες ανηλεώς όσους απήντων εις τους δρόμους, όπου απήντησαν και τον άγιον Λάμπης κύριον Ιερόθεον, έξωθεν του οσπητίου του Γεωργίου Παυλάκη, γραμματικού του Μουχτάρη πλησίον της μητροπόλεως, φονεύεσαντες δε και αυτόν τον ευλογημένον μετά του διάκου του , ώρμησαν και εις το οσπήτιον του Γεωργίου φονεύσαντες και αυτόν και άλλους 8 του οσπιτίου του. Έπειτα διασκορπισθέντες εις όλους τους δρόμους της πολιτείας, ηκολούθουν τον φόνον των χριστιάνων ώρας δύο ήμισυ αδιακόπως.Τούτο μαθών ο βεζίρης εξέδωκε προασταγήν με απειλάς σφοδράς και ησύχασαν , ζητήσας δε τους εναπολειφθέντας χριστιανούς εύρεν έως 500, τους οποίους επρόσταξε να ενταφιάσωσιν ευθύς τα πτώματα των φονευθέντων αρχιερέων , ιερέων και λοιπών χριστιανών, εξ ων όσους μεν επρόφθασαν ενταφίασαν, τους δε λοιπούς βιαζόμενο από την Κουστωδίαν έρριψαν εις την θάλασσα. Τα σκέυη των εκκλησιών αρπάσαντες τα διεμετίσθησαν οι τρισκατάρατοι, τα οποία ήσαν υπερ τας 100 κανδύλας αργυράς, Ευαγγέλια ηργυρωμένα 6, ιερά ποτήρια ζυγιάς 5, θυμιατήρια αργυρά 6 και άλλα ιερά άμφια….όσα δε έλαβον εκ των του αγίου Κρήτης υαρχόντων, άδηλον….»
Συνεχίζοντας την εξιστόρηση των γεγονότων ο Νικόλαος Σταυρινίδης αναφέρει και τα όσα έγραψε γύρω στα 1900 ο Στέφανος Νικολάϊδης για την τραγική μέρα της 23 προς 24 του Ιούνη. Γράφει λοιπόν :
«Μόνον τον Μητροπολίτην εκαρατόμησαν τους δε λοιπόυς δι όπλων και μαχαίρων εφόνευσαν. Όσοι Χριστιανοί ευρέθησαν εις την Μητρόπολιν ουδείς εσώθη εξ αυτών…Τη επαύριον διέταξεν ο Σερίφ Πασάς τους εκ των διασωθέντων χριστιανών εντός του Διοικητηρίου με καβάσηδες συντροφευμένους και μετέφεραν τα πτώματα εις τα Σπιτάλια (το πρώτον ιδρυθέν εν τω Μ. Κάστρω Νοσοκομείον) και τον Άγιον Ματθαίον και τα μεν των αρχιερέων έθαψαν εις μνήματα χωριστά έκαστον, του μητροπολίτου το ακέφαλον σώμα εις το του ναού μέσον του αγίου Ματθαίου, τα δε επίλοιπα πτώματα εις τα πηγάδια και εις άρκλες και εις λάκκους εις τα Σπιτάλια και τον Άγιον Ματθαίον. Μετά τρεις ημέρας ευρέθη η κεφαλή του Μητροπολίτου ερριμένη εις μίαν γωνίαν του Διοικητηρίου και την έφεραν εις το ζεμπίλι μέσα και την έθαψαν με το άκεφαλον πτώμα πάλι Χριστιανοί, οίτινες διέμενον ύστερον επί πολύ εντός του Διοικητηρίου τρεφόμενοι και υπηρετούντες εκεί ευάριθμοι όμως όντες. Ο αριθμός των θυμάτων παραμένοι άγνωστος…».
Ο Πρακτικίδης τέλος συνεχίζει : «Τη 24 και 25 του ιδίου εφόνευσαν εις μερικά χωριά του Μαλεβιζίου 80 χριστιανούς…».
Ανάλογες σφαγές χριστιανών έγιναν και στην ανατολική Κρήτη. Τον επίσκοπο Πέτρας Ιωακείμ τον έσφαξαν οι Τούρκοι του Χουμεριάκου στη μονή Αρετίου.
Η μονή Τοπλού λεηλατήθηκε και πολλοί μοναχοί σφάχτηκαν. Ήταν λίγο πριν το ξημέρωμα της 27ης Ιουνίου και οι γραφές λένε πως 12 μοναχοί απαγχονίστηκαν ή σφάχτηκαν στην Πόρτα της Λότζας, προληπτικά. Η Μονή ερήμωσε ως τα 1830 και πολλού θησαυροί της χάθηκαν.
Ένα έγγραφο από τα Σφακιά μας δίνει όλη τη δραματική εικόνα της τουρκικής θηριωδίας: «ας ήλθαν τόσα και τόσα κακά και δυστυχίαι από τους αθέους και απίστους Αγαρηνούς, τους εχθρούς μας, εις όλον Το γένος μας, εις την αθλίαν Κρήτην όμως εγίνη πολύ κακόν εις τους χριστιανούς βάνοντας αρχήν από τους αρχιερείς και ιερείς, μοναχούς κει λαϊκούς και αφάνισαν και εφόνευσαν όλους...Τους άλλους από φούρκα, σπαθί και μπάλλα τους επέρασαν. Ηγουμένους των ιερών μοναστηρίων, ιερείς και μοναχούς και καθεξής όσους ηύραν άλλους εδιχοτόμησαν, άλλους από δυσβάτους και εγκρεμνώδεις τόπους Κατεκρήμνισαν, τας ωραίας γυναίκας εκράτηαν διά κακήν των επιθυμίαν, τα από μασθούς βρέφη εδιχοτόμουν, τα από εξ και επτά χρόνων παιδιά Τα ετούρκιζαν οι επείρατοι, φωτιά εις τας εκκλησίας... και άλλα τινά ανόσια έπραττον οι ανοσιουργοί βάρβαροι...»
Στους επόμενους δύο μήνες (Ιούλιο-Αύγουστο 1821) οι Τούρκοι οργάνωσαν και διεξήγαγαν τρείς στρατιωτικές εκστρατείες εναντίον των εμπολέμων Ελλήνων Κρητών. Και οι τρεις εκστρατείες των Τούρκων απέτυχαν να καταστείλουν την εξέγερση των ραγιάδων της Μεγαλονήσου…
Τούτος ήταν ο μεγάλος Αρπεντές!
Τούτη ήταν η πιο μεγάλη βιαιότητα που έζησε εκείνες τις μέρες το Μεγάλο Κάστρο.
Πόσα ακόμα να υποφέρει τούτη η πόλη; Πόσο ακόμα να αντέξουν τούτοι οι άνθρωποι;
Και θυμήθηκα εκείνη τη ρήση του Νίκου Καζαντζάκη: «Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει!»
Κι οι θύμησες αντέχουν κι οι μνήμες κι η ιστορία μας !
Ίσαμε πάλι την άλλη φορά…
ΠΗΓΕΣ:
Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Μύστις 2022