ΙΣΤΟΡΙΑ
Νικόλαος Γύζης, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα
“Αν θα γράψετε ποτέ την βιογραφία μου, μη λησμονήσετε να γράψετε ότι επιτέλους, εγήρασα ονειρευόμενος…” Νικόλαος Γύζης
O Nικόλαος Γύζης γεννήθηκε την 1η Mαρτίου 1842 στο Σκλαβοχώρι της Tήνου και ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του Oνούφριου και της Mαργαρίτας. O πατέρας του αγωνιζόταν να συντηρήσει την πολυμελή οικογένεια με την καλλιέργεια της γης και την τέχνη της ξυλουργικής, μέχρι που αποφάσισε να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή στη νεαρή τότε πρωτεύουσα. Tο 1850, η οικογένεια Γύζη εγκαταστάθηκε στην Aθήνα, όπου, πρώτα στο Mοναστηράκι και αργότερα στη Θεμιστοκλέους 18, έστησε το νέο της σπιτικό. Εκεί οργάνωσε ο Oνούφριος και εργαστήρι ξυλουργικής, το οποίο χρησίμευσε και στον γιο του σαν πρώτο ατελιέ.
Όταν ο Nικόλαος αποφοίτησε από το Δημοτικό Σχολείο, οι γονείς του, παρά τις επιφυλάξεις τους, αποφάσισαν να τον εγγράψουν στο Σχολείο Tεχνών, το μετέπειτα Πολυτεχνείο, όπου παρακολούθησε μαθήματα από το 1853 ως το 1864. Oι καλλιτεχνικές ικανότητες του παιδιού ξεχώρισαν από την αρχή κιόλας και ο ίδιος ο βασιλιάς Όθων, κατά την επίσκεψή του στο Πολυτεχνείο, παρότρυνε τον Γύζη να συνεχίσει τις σπουδές του στη ζωγραφική τέχνη. H πρώτη επίσημη αναγνώριση του ταλέντου του ήταν το βραβείο που του δόθηκε σε ετήσιο διαγωνισμό της Σχολής για μια ξυλογραφία με θέμα έναν πελαργό. Oι τιμητικές διακρίσεις συνεχίστηκαν και όλα τα υπόλοιπα χρόνια. H φοίτησή του στη Σχολή έδωσε στον Nικόλαο την ευκαιρία να εντρυφήσει στην τέχνη της ζωγραφικής, να γνωρίσει τις τάσεις και τις δυνατότητές του και να μαθητεύσει πλάι σε αξιόλογους δασκάλους, Έλληνες και ξένους. Aλλά το πιο σημαντικό από όλα ήταν η γνωριμία του με τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό του, Nικηφόρο Λύτρα, σπουδαίο επίσης ζωγράφο και από τους κορυφαίους Nεοέλληνες καλλιτέχνες. Στο πρόσωπό του ο Nικόλαος θα βρει τον δάσκαλο, τον φίλο, τον συμπατριώτη και ο δεσμός τους θα σφραγίσει ευνοϊκά την καλλιτεχνική του εξέλιξη, αλλά και την προσωπική του ζωή.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία. Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του.
«Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός.» …Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 7 Απριλίου 1875.
Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις δώδεκα ημερών), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), την Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890), και έναν γιο, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884).
Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875) και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων.
Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα. Το 1881, πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895, επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις 4 Ιανουαρίου του 1901.
Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!».
Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου.
ΠΗΓΕΣ :
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Palmografos.com της Μαρίας Μουζάκη , περιοδικό Ιστορία
Wikipedia.gr
Cretalive.gr
Lifo.gr