ΙΣΤΟΡΙΑ

Κάστρο και που΄ ν΄οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου…

Ήταν Παρασκευή τότε, 27 του Σεπτέμβρη στα 1669…

No profile pic

Της Ελένης Μπετεινάκη ***

Ξημέρωμα πάλι κατέβηκα στο λιμάνι, τούτη φορά στο μικρό κομμάτι των τειχών στην Πύλη του Αγίου Ανδρέα,  στη θάλασσα. Να δω την ανατολή, να μυρίσω τα αρώματα του φθινοπώρου, να θυμηθώ για μια ακόμα φορά τα περασμένα και να προσπαθήσω να δω με τα μάτια μου εκείνες τις εικόνες που η φαντασία πλέκει χρόνια τώρα. Μαύρα πανιά, γαλιόνια και βουβό πόνο. Σκυμμένα κεφάλια, κλαμένα πρόσωπα κι αποχαιρετισμοί. Άραγε εκείνο το πρωί τι χρώμα να΄χε ο ουρανός, πόση λάμψη ο ήλιος, ή μήπως ψιχάλιζε συνέχεια;

 «Μια φορά κι έναν καιρό, πάνε 349 χρόνια από τότε, μια Παρασκευή, μια μέρα φθινοπωρινή,  στις 27 του Σεπτέμβρη, μεγάλη αναταραχή επικρατούσε πάνω στα τείχη της πόλης. Ο Αλέξιος έτρεχε πάνω κάτω σαν τρελός. Αν και τα πόδια του δεν τον βοηθούσαν πια καθόλου μιας κι είχε γεράσει πολύ, με όση αντοχή και δύναμη  είχε κατέβηκε ίσαμε την πύλη του Αγίου Ανδρέα. Να δει με τα ίδια του τα μάτια το  «κακό » να ‘ρχεται.

Κι είδε όλα τα χρυσάφια, τα πορφυρά χιτώνια, τα όπλα τα στραφταλίζουν στον ήλιο.  Το προηγούμενο βράδυ το πέρασε στον  μεγάλο Προμαχώνα στο Μαρτινέγκο, βλέποντας τους Χριστιανούς  να κατεβάζουν το μεγάλο σταυρό, σύμβολο της Χριστιανοσύνης, να κλαίνε σιωπηλά και να κατηφορίζουν στο λιμάνι για το τελευταίο ταξίδι. Κι σήμερα το ξημέρωμα στον Προμαχώνα το Αγίου Ανδρέα  όλα ξεμάκραιναν. Οι θησαυροί, οι άνθρωποι, οι δικοί του αγαπημένοι .Αν κι ήταν μόνο ένας απλός αρουραίος, άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάτια του. Κανένας απ΄τη γενιά του δεν είχε μείνει. Όλη του η οικογένεια είχε καταφέρει να τρυπώσει τις προηγούμενες μέρες στα αμπάρια απ΄τα γαλιόνια  για να  φύγουν μακριά, σε αγνώστους τόπους, πρόσφυγες , ξεριζωμένοι, κουρασμένοι και με βαριά την καρδιά μαζί με εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Για μια καινούργια ζωή, για μια  καινούργια πατρίδα. …

Ένας ποντικός τόσος δα που έζησε όλη την πολιορκία  από μέσα απ΄ τα λαγούμια, στα τείχη, στην πόλη, στα ερείπια. Που είδε την γενιά του να αφανίζεται, να σκορπά, να αγωνιά, κυνηγημένη, και όσοι απόμειναν να είναι αναγκασμένοι μέσα σε 12 μέρες  να φύγουν για πάντα από τη γενέτειρα πόλη…»*

Μ΄αρέσει να μιλώ με παραμύθια κι ιστορίες, να λέω τα πράγματα με τρόπο απλό. Να συλλογιέμαι και να θυμάμαι, σαν να τα ζω, μάχες, πρόσωπα που πέρασαν, έζησαν, μαρτύρησαν ή και βασίλεψαν σε τούτο τον τόπο. Το παραμύθι όμως του Μεγάλου Κάστρου, πάντα με πονάει, πάντα ματώνει και τη δική μου ψυχή γιατί δεν χωράει ο δικός μας ο νους τι ακριβώς σημαίνει …πόλεμος! Τι ακριβώς θα πει να φεύγεις  απ΄τον τόπο σου ξέροντας πως πότε δεν θα γυρίσεις, νοιώθοντας ξένος, πρόσφυγας και μόνος… Κι ίσως για αυτό δεν πρέπει όλοι μας  να ξεχνάμε, δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια μας  στο χθες, σε όλα όσα συμβαίνουν σήμερα …

Κι εκεί ξεκίνησε από την αρχή και πάλι η ιστορία …

«…Την Παρασκευή 1 Τζεμαζιέλεβελ του 1080  ( Σεπτεμβρίου 1669),νωρίς το απόγευμα, οι άπιστοι παρέδωσαν στον αντιπρόσωπο του πολυχρονεμένου, τον πορθητή του Χάνδακα , Φεζίλ Αχμέτ Πασά τα έξι χιλιάδες εξακόσια έξι κλειδιά από το κάστρο ,τις αποθήκες πολεμοφοδίων, το θησαυροφυλάκιο και τις αποθήκες προμηθειών …». Έτσι αναφέρει ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί στην περιγραφή του για την παράδοση της πόλης στους Οθωμανούς. 

Κι ήρθες και με πολέμησες , και θέλεις το δηγάσαι,

Μα πως με πήρες με σπαθί, ποτέ σου μη λογάσαι *

 

Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας. Ο περίφημος Κρητικός Πόλεμος έχει πια τελειώσει και τούτη η μέρα μοιάζει να΄ναι η πιο δύσκολη κι ας μην έχει ματώσει κανείς από πραγματικό αίμα. Μόνο η ψυχή σπάραζε  όσων είχαν απομένει μέσα στο πολιορκημένο κάστρο. Μόνο το κλάμα κι ο οδυρμός σαν να ακούγονταν από τα γαλιόνια που είχαν απομακρυνθεί, πέρα ακόμα κι από την Ντία. Όσοι είχαν μείνει  στην πονεμένη πόλη περίμεναν το σούρουπο για παραδοθούν τα κλειδιά του Μεγάλου Κάστρου. Να πέσει και η τελική αυλαία μόνο που ήταν χωρίς χειροκρότημα, τουλάχιστον από την μεριά των Χριστιανών.

Κάστρο και που΄ν΄οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου…

Ω Κάστρο μου περίδοξο,τάχατες όσοι ζούνε

τάχατες να σαι κλαίσινε και να σ΄ αναζητούνε,

έπρεπε ούλοι οι Καστρινοί μαύρα για να βαστούσι

να κλαίγουσι  καθημερινό κι όχι να τραγουδούσι,

άντρες, γυναίκες και παιδιά και πάσα κορασίδα

να δείχνουν πως εχάσασι τέτοιας λοής πατρίδα.**

 

Κι εκεί στον Προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα πέρα απ΄τη θάλασσα κοίταζα για μια ακόμα φορά το μικρό θεριό την Ντία που αιώνες τώρα προστατεύει το Μεγάλο Κάστρο. Ένα αεράκι φυσούσε πάλι, κι έφερνε μυρωδιές, αρώματα, θύμησες και εικόνες. Εικόνες μιας πολύπαθης πόλης. Σαν αστραπή ένοιωσα για λίγο το χρόνο να γυρίζει πίσω και χίλια δύο να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μου σαν ταινία .Όλοι εκείνοι οι κατακτητές , Βυζαντινοί, Άραβες, Γενουάτες, Ενετοί πέρασαν από μπροστά μου.

Τούτοι οι τελευταίοι  εδραιώθηκαν πολλά χρόνια και έγινε το λιοντάρι σύμβολο της πόλης. Άκουγα το βρυχηθμό του σήμερα, άγριο, ανήσυχο πολύ σαν λαβωμένο, θεριό πραγματικά ανήμερο που δεν μπορούσε να επιτεθεί άλλο από τις αμέτρητες πληγές του. Λυπημένο ήταν κι εκείνο, δεν ήθελε  τούτη την καινούργια κατάκτηση, τούτη την καινούργια παράδοση στους νέους « αφέντες». Ένα κάστρο απόρθητο ήταν ο Χάνδακας. Για 22 ολόκληρα χρόνια προσπαθούσαν οι Τούρκοι να τον κάνουν δικό τους και τα κατάφεραν.

Σαν σήμερα πριν  από 349 χρόνια, έμελλε να ‘ ναι η αποφράδα μέρα που όλα τα κλειδιά της καστρόπολης   δόθηκαν στους Τούρκους, μιας πόλης που ελάχιστα πράγματα είχαν μείνει να δει κάποιος. Ερείπια, βρωμιά, σκουπίδια και λιγοστοί  άνθρωποι που δεν κατάφεραν ή δεν ήθελαν να φύγουν, έμειναν να υποδεχτούν τον Μεγάλο Βεζύρη, τον Αχμέτ Κιοπρουλή με το προσωνύμιο Φεζίλ, δηλαδή Δίκαιος, να μπαίνει θριαμβευτής στην πόλη φάντασμα, στο αλλοτινό κόσμημα των Ενετών και της Μεσόγειου...

Και μπήκανε οι θύμησες και τα βιβλία στο μυαλό μου …και συνέχισα την βόλτα μου να νοιώσω, να πατήσω τούτα τα μέρη που τόσο πολύ « κτυπήθηκαν » κάποτε. Σαν να μου φάνηκε πως είδα εκείνη την λευκή σημαία στον Προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, σημάδι ειρήνης μέχρι να τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις. Κι ύστερα απόλυτη σιωπή και ένα βουβό κλάμα από άρχοντες κι απλούς ανθρώπους….

Κι αφήκαν δίχως άνθρωπον την χώραν σφαλισμένην

κι ουδένα πράγμα ζωντανό μέσα δεν απομένει…*

 

Κι ύστερα πήρα το ποδήλατο μου κι ανέβηκα πάνω στον Προμαχώνα και συνέχισα από την έξω πλευρά των τειχών και μου φάνηκε πως αντίκρισα, σαν μέσα σε ένα σύννεφο, και ας μην έφτανε μέχρι εκεί το μάτι, από το τόσο τσιμέντο,  εκείνη την άλλη  πολιτεία την οθωμανική, στη νότια πλευρά, στη Φορτέτσα, με τα πεντακόσια πέτρινα σπίτια,  τα σαράγια και  τα χαμάμ το Inadiye ή Κale-I Cedit ή Νέα Κάντια .Εκεί και το τζαμί του Σουλτάνου Ιμπραχήμ κι άλλα έξι πιο πέρα. Κι άστραφταν τα χρυσομέταξα υφάσματα κι οι μιναρέδες. Υπήρχαν, λένε, 160 χώροι λατρευτικοί στην πόλη και στα άλλα τρία ορμητήρια έξω από τα τείχη του δικού μας Χάνδακα. Και παραπέρα στους λόφους  κι απέξω απ τα δικά του τείχη  εφτά χιλιάδες σπίτια, πέντε σχολειά, και δυο χιλιάδες καταστήματα κι ένα σωρό καφενέδες και χάνια. Και πιο κοντά στο δικό μας το Κάστρο , ένας απέραντος στρατός με σκηνές  και σπίτια εκεί δίπλα στη θάλασσα και πιο πολύς κόσμος εδώ. Λένε πως 3.000 αριθμούσαν τα μαγαζιά τους κατά μήκος δυο μεγάλων δρόμων, που χάραξαν και οδηγούσαν στο απόρθητο κάστρο του Χάνδακα και πάλι σαράγια με χαμάμ και πόρτες από κυπαρισσόξυλα. Μποστάνια και περιβόλια και τριανταφυλλιές που σε μεθούσαν με τ΄ άρωμά τους και  μια τεράστια αγορά ζώων και δημητριακών. Απίστευτη η φασαρία και το παιδομάνι. Άλλες μυρωδιές από τούτη την μεριά, άλλος κόσμος, άλλες συνήθειες και χρώματα ,άλλες φωνές, μιλήματα, έθιμα και τραγούδια. Μια ζωντανή πόλη, παράξενη κι αλλόκοτη. Και συνέχιζαν το σκάψιμο των χαρακωμάτων, των λαγουμιών μόνο που σήμερα κάτι πλανιόταν στον αέρα… Ήταν  σαν να ΄χαν γιορτή . Επιτέλους θα κατάφερναν να μπουν στο Κάστρο , που για χάρη του είχαν απαρνηθεί τα δικά τους σπίτια.  Άλλοι συνέχιζαν με μανία το σκάψιμο των λαγουμιών, από συνήθεια, δεν είχαν καταλάβει πως όλα πια είχαν τελειώσει, άλλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι εδώ κι εκεί, μάζευαν ότι μπορούσαν, δεν ήξεραν τι θα αντίκριζαν, δεν ήξεραν…

Από την μέσα μεριά των τειχών μια απίστευτη ηρεμία. Σχεδόν ψυχή δεν ακουγόταν. Τίποτα δεν είχε  μείνει , μόνο ερείπια, πέτρες , σωροί από σκουπίδια και μικροαντικείμενα που ξεχάστηκαν κι ίσως κι εκείνος ο γερό – Αλέξιος, ο αρουραίος που τριγύριζε σαν χαμένος…

Ήταν μια άσχημη μέρα …

Κάστρο και που΄ν΄οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου…**

Γράφει ο Νικόλαος Σταυρινίδης πως τα μεσάνυχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του 1669 οι Ενετοί κατέβασαν και τον πελώριο Σταυρό που είχαν στήσει στα 1648 στο πιο ψηλό μέρος του φρουρίου στο Πύργο του Μαρτινέγκο . Ο σταυρός αυτός είχε στηθεί  σε ανάμνηση μιας άλλης μεγάλης νίκης των Ενετών κατά των Τούρκων  πάλι από προδοσία που παραλίγο τότε να πέσει στα χέρια των Τούρκων και ο Χάνδακας. Την επόμενη μέρα το πρωί, 27 Σεπτέμβρη,  έγινε η επίσημη τελετή της παράδοσης του Μεγάλου Κάστρου στους Οθωμανούς. Αναφέρει μάλιστα πως  κατά την παράδοση των 83 κλειδιών των δημοσίων κτιρίων της Πολιτείας και του φρουρίου  μέσα σε ένα ασημένιο πιάτο και πιθανόν και όλων των άλλων που λέει ο Τσελεμπί, ο Κιοπρουλής έριξε 600 δουκάτα μέσα στο καπέλο του Βενετσάνου απεσταλμένου και από 400 για τους δύο συνοδούς του. Την ίδια στιγμή φόρεσε στους δύο συνεργάτες του , Παναγιωτάκη Νικουσίου και Καρακουλάκ Αχμέτ Αγά πολύτιμους μανδύες  για τις υπηρεσίες που προσέφεραν για τους όρους της ειρήνης. Μέσα στους επίσημους που παραβρέθηκαν για την παραλαβή ήταν ο μικρός αδελφός του Κιοπρουλή, Μουσταφάς Μπέης και ο Ανδρέας Μπαρότσης , ο προδότης του Μεγάλου Κάστρου, προφανώς για να εισπράξει το τίμημά του.

Δάκρυα συγκίνησης και χαράς λένε πως έχυσαν οι επίσημοι πηγαίνοντας να φιλήσουν την άκρα του μανδύα του Κιοπρουλή…

Η τελετή παράδοσης έγινε πάνω στο εξωτερικό προπύργιο του Αγίου Πνεύματος, τον μικρό προμαχώνα δηλαδή του Αγίου Ανδρέα με θέα τη θάλασσα… Εκεί ακριβώς στεκόμουν τώρα. Ανατριχίλα σ όλο μου το κορμί, παγωνιά και στην ψυχή μου καις ρόδιζε η ανατολή κι ας ησύχαζε η θάλασσα. Απίστευτο, σκέφτηκα… Εδώ στο ίδιο μέρος!


Ξέρουμε πως οι Τούρκοι είχαν δώσει σαν περίοδο χάριτος δώδεκα μέρες στους Ενετούς, ή και λίγο παραπάνω αν ο καιρός δεν βοηθούσε,  να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους και να φύγουν . Ο Morosini είχε την πρόνοια να μην αφήσει στην πόλη τα αρχεία του «Βασιλείου της Κρήτης ». Σύμφωνα με την συνθήκη που είχε υπογραφεί ,από τις 6 του Σεπτέμβρη, όλα συσκευάστηκαν και φορτώθηκαν σε πέντε πλοία. Τρία από αυτά έφτασαν στον τελικό τους προορισμό, την Βενετία. Πολλά πολύτιμα σκεύη, άμφια, ιερά λείψανα,  εικόνες όπως αυτή της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας, αλλά  και ξακουστών ζωγράφων ,του Τιντορέτο, του Βερονέζε και άλλων, έφυγαν, αρκετά μακριά, χωρίς επιστροφή. Ακόμα και ο  μεγάλος μπρούτζινος αετός που χρησιμοποιούσαν σαν αναλόγιο στην εκκλησία των Φράγκων του Αγίου Σαλβαδόρου ή Βαλιδέ τζαμί όπως το ονόμασαν αργότερα οι Τούρκοι. Τα περισσότερα σκεύη και  πράγματα μεταφέρθηκαν στα νησιά του Ιονίου από διάφορους ιδιώτες και τις συντεχνίες του Μεγάλου Κάστρου.

Επτακόσια χρόνια κτυπούσε η καρδιά της Χριστιανοσύνης στο Μεγάλο Κάστρο και τώρα οι εκκλησίες θα γίνονταν τζαμιά και παντού θα κτίζονταν  μιναρέδες. Ο μουεζίνης θα ακουγόταν πέντε φορές την ήμερα  και στίχοι από το Κοράνι θα ακούγονταν πια παντού.

Σαν τέλειωσε η τελετή της παράδοσης των κλειδιών στον Κιοπρουλή, αυτός με τη σειρά του τα έδωσε στον αρχηγό των Γενίτσαρων Αβδουρραχμάν Αγά  με την διαταγή να μην επιτρέψει σε κανέναν άλλον  να μπει μέσα στην πόλη ούτε να ανέβει στα τείχη αν δεν εκκενωθεί τελείως από τους Βενετσιάνους. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου φεύγει από τον Χάνδακα και ο τελευταίος Χριστιανός Γερμανός Αξιωματικός ο Χριστόφορος Ντεγκενφέλδ.

Ο Τσελεμπί, πάλι,  γράφει πως έμειναν στο φρούριο δύο Έλληνες παπάδες, μια γυναίκα και οι Εβραίοι και στα απογραφικά κατάστιχα της περιόδου του Κρητικού Πολέμου αναφέρεται πως τελικά στον Χάνδακα παρέμειναν μετά την παράδοση και πλήρωσαν κεφαλικό φόρο δεκατρείς Έλληνες και είκοσι δύο Εβραίοι.

Λίγο αργότερα, μετά από την οριστική εκκένωση της πόλης, ο Κιοπρουλής αποφασίζει να στείλει ιδιόχειρο γράμμα στον Σουλτάνο για την χαρμόσυνη αυτή είδηση της παραλαβής της. Λένε πως η απάντηση  του Σουλτάνου ήταν γραμμένη με χρυσό μελάνι τοποθετημένη μέσα σε μια πολύτιμη θήκη και τα δώρα που στάλθηκαν στον Κιοπρουλή ήταν δύο βαρύτιμα σπαθιά με αδαμαντοκόλλητα θηκάρια, πολλής μεγάλης αξίας και ένα καφτάνι που το φορούσε ο ίδιος . Δεν ξέχασε να στείλει δώρα και στους επτά μπέηδες αντίστοιχα καφτάνια και γούνες.

Ο Κιουπρουλής μόλις τελείωσε η τελετή παράδοσης πήγε να δει την μητέρα του που έμενε στη Φορτέτσα, στο κάστρο του Ινάντιε , την μεγάλη Αισέ  Χανούμ. Με δάκρυα στα μάτια τον αγκάλιασε και τον παρακάλεσε να την αφήσει να  πάει στην Μέκκα μαζί με τον μικρότερο γιό της τον  Μουσταφά Μπέη για να ευχαριστήσουν τον Ύψιστο για την μεγάλη νίκη που τους χάρισε. Στη συνέχεια έγιναν μεγάλες γιορτές που κράτησαν  επτά μερόνυχτα . Η θριαμβευτική είσοδος του Κιοπρουλή στο Μεγάλο Κάστρο γίνεται έξι μέρες μετά στις 4 Οκτωβρίου 1669 με μεγάλη τελετή στην εκκλησία του αγίου Φραγκίσκου που από κείνη την ήμερα κυμάτιζε στο ψηλό κωδωνοστάσιο  της η σημαία της ημισελήνου και η εκκλησία μετονομάστηκε σε Μουσουλμανικό Τέμενος  του Σουλτάνου Μεχμέτ του Δ΄(Χιουνκιάρ Τσαμισί). 

Η Ενετοκρατία στην Κρήτη είχε τελειώσει  μαζί και το τελευταίο οχυρό της Χριστιανοσύνης . Η Καντιγιέ  όπως μετονόμασαν τον Χάνδακα οι Τούρκοι ήταν μια πόλη που χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να ξαναβρεί τους ρυθμούς της. Τα ερείπια που παρέλαβε  ξανάχτισαν χιλιάδες χριστιανικά χέρια με υποχρεωτική εργασία  ώστε  να ξαναγίνει κατοικήσιμη.

Κι όπως λέει ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης ποιητής Μαρίνος  Τζάνε Μπουνιαλής:

Ω Κάστρο μου περίδοξο,τάχατες όσοι ζούνε

τάχατες να σαι κλαίσινε και να σ΄ αναζητούνε,

έπρεπε ούλοι οι Καστρινοί μαύρα για να βαστούσι

να κλαίγουσι  καθημερινό κι όχι να τραγουδούσι,

άντρες, γυναίκες και παιδιά και πάσα κορασίδα

να δείχνουν πως εχάσασι τέτοιας λοής πατρίδα.

 

Συνέχισα την βόλτα μου στα τείχη. Ανηφόριζα σιγά σιγά, ίσαμε το ύψος της νέας γέφυρας του Πολιτιστικού Κέντρου και τον Προμαχώνα του Μαρτινέγκο.  Εδώ ψηλά, όλα δείχνουν ένα άλλο πρόσωπο, εκείνο της  κουρασμένης και πολύ τσιμεντένιας πόλης…. Κι ύστερα προχώρησα, έφτασα μέχρι την Πύλη του Ιησού . Όμορφα τα ‘ χουν φτιάξει πια. Κατέβηκα κι είδα ξανά την Πύλη του Αγίου Γεωργίου κι έφτασα μέχρι την κάτω μεριά κοντά στη θάλασσα εκεί στην Πύλη Σαμπιονάρα. Εδώ βασίλευε η νεότερη ιστορία με πολλά σκουπίδια και γκράφιτι παντού. Νέων ανθρώπων έργα που μάλλον δεν γνωρίζουν ούτε την ιστορία ούτε την σπουδαιότητα των μνημείων μας.

Χαμογέλασα λίγο πικρά αυτή τη φορά. Η  ζωή συνεχίζεται , κανονικά, σκέφτηκα… Ποιος νοιάζεται  πια για τίποτα …για θύμησες, μόνο τον εαυτό του κανείς , τίποτα άλλο!

Που διδάσκεται αλήθεια η ιστορία του τόπου; Ασυναίσθητα κοίταξα τα παράθυρα του Γυμνασίου και προχώρησα το δρόμο μου…27 Σεπτεμβρίου 1669. Το Μεγάλο Κάστρο, η Candia, η Καντιγιέ, ο Χάνδακας, το Ηράκλειο μας ,περνάει στα χέρια των Οθωμανών.

Μια νέα περίοδος δουλείας αρχίζει. Μια νέα εποχή από τα ερείπια θα αναστηθεί, με όποιο τρόπο απ΄την αρχή , με βιαιότητες, με οράματα, με διάθεση για ζωή έστω και …τουρκοκρατούμενη!

Το ποδήλατο το πάρκαρα κι εγώ πάνω στα τείχη της ιστορίας …για λίγο ακόμα!

***Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός

 

ΠΗΓΕΣ:

*O Κρητικός πόλεμος(1645 -1669),Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή( επιμ. Στυλιανός Αλεξίου- Μάραθα Αποσκίτη), εκδ. Στιγμή

**Η άλωση του Μεγάλου Κάστρου, Ανέκδοτα Δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, Θεοχάρη Δετοράκη, 1976

Ο Κρητικός Πόλεμος, Χρυσούλα Τζομπανάκη , Εκδ. Χρ. Τζομπανάκη, 2008

Ανδρέας Μπαρότσης, ο προδότης του Μεγάλου Κάστρου, Κρητικά Χρονικά , Ηράκλειο

Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου,Νικ. Σταυρινίδη, 1979

Χάνδακας, η πόλη και τα τείχη, Χρυσούλα Τζομπανάκη, ΕΚΙΜ 1996

Αρχεία Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου

Φωτ. Αρχείο Μηνά Γεωργιάδη

Ο Κρητικός Πόλεμος, Μαρίνου  Ζάνε Μπουνιαλή, εκδ. Αγαθ. Ξηρουχάκη 1908

Οδοιπορικό στην Ελλάδα ( 1668-1671) Εβλιά Τσελεμπί, Εκάτη 2005

http://zhtunteanagnostes.blogs...  

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση