ΙΣΤΟΡΙΑ

Ήταν 17 Ιανουαρίου 1913…

"Κι έτσι άνοιξα πάλι το σεντούκι μου, μόνο που τούτη τη φορά δεν είχε παραμύθια να μου θυμίσει, μα αλήθειες και γεγονότα για ένα σωρό ιστορίες. Ιστορίες, για τους πολέμους, την πατρίδα, την ελευθερία, για εκείνα τα πραγματικά οράματα, για εκείνα τα χρόνια τα παλιά των ηρωικών πράξεων! "

No profile pic


Της Ελένης Μπετεινάκη*

Του Αγίου Αντωνίου ήταν και τότε… Μια μέρα, φαντάζομαι, συνηθισμένη για εκείνα τα χρόνια, χειμωνιάτικη και καθημερινή. Κι έχουν περάσει 107 χρόνια, σαν σήμερα, κι εγώ απλά θυμάμαι. Θυμάμαι με μνήμες άλλων, με γραφτά που σώθηκαν και νοιώθω χρέος να μην ξεχνώ. Νοιώθω πως είναι τιμή, η μόνη τιμή που μπορώ να κάνω σε έναν άνθρωπο που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά πάντα υπάρχει μέσα μου αφού είμαι αίμα του. Γι αυτό λοιπόν θυμάμαι τα λόγια του πατέρα μου,«θυμάμαι» τον παππού μου, που τόσο πολύ θα ήθελα να είχα γνωρίσει από κοντά. Νοιώθω πως πάντα θα είναι εδώ, με τα γραπτά, τις πράξεις, την ζωή του. Φωτεινό παράδειγμα ανθρώπου που δύσκολα συναντάς τις μέρες μας. Άνθρωπος παλαιάς κοπής, με άλλα ιδανικά, άλλα πιστεύω. Άλλες ήταν κι εκείνες οι εποχές, άλλα τα ήθη, άλλες οι αξίες και οι προτεραιότητες. Και σήμερα μια ακόμα θύμηση. Σαν μνημόσυνο, σαν ιστορία που προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή.

Κι έτσι άνοιξα πάλι το σεντούκι μου, μόνο που τούτη τη φορά δεν είχε παραμύθια να μου θυμίσει, μα αλήθειες και γεγονότα για ένα σωρό ιστορίες. Ιστορίες, για τους πολέμους, την πατρίδα, την ελευθερία, για εκείνα τα πραγματικά οράματα, για εκείνα τα χρόνια τα παλιά των ηρωικών πράξεων!

«Ήταν 17 Ιανουαρίου 1913…

Μέρες πολεμούσαν στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στην περιοχή των Ιωαννίνων, στο Μπιζάνι. Όλοι κουρασμένοι, πεινασμένοι και σε κατάσταση που φανέρωνε καθαρά την κόπωση και την αδυναμία για την συνέχεια. Κι ήταν φυσικό, πόλεμο είχαμε. Μακριά από σπίτια, οικογένειες κι οτιδήποτε άλλο μπορούσε λίγο να σε κάνει να αισθανθείς ανθρώπινα. Τούτη η μέρα όμως είχε κάτι το διαφορετικό… Έμελλε να γραφτεί στην Ιστορία του τόπου και της Ελλάδας ολόκληρης για έναν νεαρό λοχία που χωρίς καθόλου να το πολυσκεφτεί και γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνο ήταν, ανέλαβε μια αποστολή που στα λόγια φαίνεται απλή ήταν όμως από τις πιο σημαντικές στιγμές και αποφάσεις εκείνης της περιόδου που οδήγησε, μετά, στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τους Τούρκους τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιά»*

Γράφει ο Γ. Μαράντης στο βιβλίο του : «Οι Κρήτες στον Αγώνα» :

«Ένα πρωί παρετηρήθη κάποια εξαιρετική κίνησις στας προφυλακάς των Κρητικών Λόχων.Και μαζί κάποια διάδοσις σαν αστραπή μετεδίδετο πως το πυροβολικό και οι γραμμές είχαν διαταχθή να παύσουν το πυρ, και πραγματικώς σε λίγο δεν ακούετο κανένας πυροβολισμός ούτε καμιά τουφεκιά. Η σάλπιγγες αντήχησαν από την μίαν άκρη ως την άλλη της γραμμής τη διαταγή να παύση το πυρ. Οι Τούρκοι όμως εξηκολούθουν να βάλλουν. Κάμποσοι ανώτεροι αξιωματικοί εσχημάτισαν ένα κύκλο και παρέδιδαν ένα έγγραφο τυλιγμένο σε μια εφημερίδα και δεμένο με μαύρη κλωστή , σε κάποιο λοχία με τη διαταγή αφού πάρει ένα σαλπιγκτή, δύο στρατιώτες και μια λευκή σημαία να το πάη στο Μπιζάνι, να το παραδώση στον πρώτο αξιωματικό της εκεί φρουράς και να γυρίση.

Ο λοχίας εις τον οποίον έπεσεν ο κλήρος να πατήση πρώτος τα χώματα του Μπιζανίου του μέρους εκείνου που τόσαι δεκάδες χιλιάδων Ελληνικών ψυχών με τόση λαχτάρα επερίμεναν τόσον καιρόν τώρα να κάμουν το ίδιο, ήταν ο Αντώνιος Μπετεινάκης από το ηρωϊκό χωριό της Κρήτης – Αρχάνες. Ένας τύπος λεβέντη στρατιωτικού που τον διέκρινε μια απεριόριστη πειθαρχία και φιλοπατρία…»

Δύο τρεις μέρες μετά και ενώ όλα είχαν τελειώσει στέλνει μια επιστολή στους δικούς του ανθρώπους να τους ενημερώσει για ότι είχε συμβεί. Εκείνη την εποχή η αλληλογραφία γινόταν συχνά μόνο μέσω εφημερίδων κι έτσι μάθαιναν όλοι τα νέα του πολέμου. Η επιστολή αυτή με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 1913 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΙΔΗ» στις 6 Φεβρουαρίου 1913…

Εν στρατοπέδω Ηπείρου τη 20η Ιανουαρίου 1913

Αγαπητοί μου αδελφοί,

Έλαβον την από χρονολογίαν εβδόμης τρέχοντος επιστολήν του Σταύρου και είμαι κατευχαριστημένος, διότι τακτικά μανθάνω τα περί καλής σας υγείας· είμαι δε και εγώ καλά δόξα τω Θεώ μέχρι της στιγμής.

Μάθετε, αγαπητοί μου, ότι επροχωρήσαμε εμπρός πολύ και τώρα ευρισκόμεθα εις τους πρόποδας του Μπιζανίου και εις απόστασιν από τους Τούρκους πολύ μικράν. Δηλαδή, σαν από το σπήτι μα ςμέχρι του Κωστή Ορφανουδάκη το παντοπωλείον. Κάθε βράδυ δε συννενοούμεθα και ερωτώμεν εις τον άλλον πως περνούμε αν τολμήση όμως κανείς και ξεμυτίση από το πρόχωμα δεν γλυτώνει. Εις αυτό το μέρος λοιπόν ευρισκόμεθα τώρα 15 ημέρας και θα επροχωρούσαμεν, αλλά ημπόδισεν ο χειμών όστις κατ αυτάς είναι ανυπόφορος·εχιόνισε μάλιστα εις τα πέριξ και εδώ αλλά δεν διαρκεί επί πολύ, διότι είναι χαμηλά και λιώνει αμέσως την ημέραν εις την άλλην όμως ΄Ηπειρον είναι σωρευμένον ένα γόνατο και καταντά να κοπή η συγκοινωνία. Θα παραξενεύεσθε δε πως αντέχομεν όπως και ημείς, αλλά φαίνεται ότι ο Θεος μας δίδει δύναμιν. Έχομεν όμως και φωτίαν αρκετήν και κουβέρτας, τα δε τσαντήρια μας είναι σαν λουτρόν θερμόν, διότι κοιμούμεθα πολλοί μαζί και κάτω έχομεν κατσοπρίνια στρώμα και έτσι δεν κρυώνομεν καθόλου. Είμαι δεν και ντυμένος καλά.Φορώ 3 φανέλας μάλλινας, ένα γιλέκο μάλλινο, δύο υποκάμισσα, ένα ιδικό μου γελέκο,τον σάκκον και τον μανδύαν. Όταν δε κρυώνω την νύχτα βάνω και την κουβέρταν αποπάνω μου και βγαίνω έξω χωρίς καθόλου να αισθάνομαι ψύχος, εις τους πόδας μου έχω τρία ζεύγη μάλλινα καρτσόνια και τας γάμπαις μου ταις έχω τυλιγμέναις με τουρκικάς γκέτας. Εσυνήθισα δε το κρύο τόσον πολύ ώστε κοιμούμαι ημέραν παρ΄ημέραν έξω και την νύχτα πολλάκις εσηκώθηκα σκεπασμένος με χιόνι και εν τούτοις δόξα τω Θεώ είμαι πάρα πολύ καλά, ενώ άλλοι όπου ήσαν βοσκοί και πάντοτε έμενον έξω δεν λείπουν από τα νοσοκομεία ποτέ. Αυτά όσον αφορά την πέρασίν μας.

Γεγονότα δε κατ΄ αυτάς συνέβησαν τα εξής: Γνωρίσατε ότι την ημέραν του Αγίου Αντωνίου, ημέραν της εορτής μου, συνέβη το εξής χαρμόσυνον γεγονός, το οποίον εγώ θα έχω κάυχημά μου και όπερ μεγάλως τιμά και εμέ και την οικογένειάν μου. Ο « Διάδοχος έκαμε έγγραφον προς τον Διοικητήν του Τουρκικού στρατού Εσάτ Πασάν », και είχον εγώ την τιμήν να το υπάγω προς αυτόν και να πατήσω πρώτος τα ς πόδας εις το Μπιζάνι δια το οποίον τόσον καιρόν τώρα μαχόμεθα . Το έγγραφον αυτό δεν γνωρίζω τι έγραφεν, αλλά θα έγραφεν εις τον πασάν να παραδοθή φάινεται, διότι θα βομβαρδίση την πόλιν των Ιωαννίνων. Το έφερεν εις την γραμμήν ένας συνταγματάρχης και είπε να διαλέξουν έναν καλόν λοχίαν να το υπάγη, έλαχε δε να υπάγω εγώ τη υποδείξει του λοχαγού μας ο οποίος με γνωρίζει πολύ καλά. Η μεταφορά του εγγράφου φαίνεται εύκολος, αλλά όσον εύκολος φαίνεται τόσον δύσκολος είναι δια τούτο χρειάζεται και ο κομιστής του εγγράφου να είναι τολμηρός πολύ και ριψοκίνδυνος δια να κατορθώση να περάση την ουδετέραν ζώνην, να διασπάση την γραμμήν των τούρκων και να περάση αβλαβής. Έλαβον λοιπόν το έγγραφον, μιαν λευκήν σημαίαν με ηκολούθησε δε και ένας διερμηνεύς και ένας σαλπιγκτής, ο οποίος διαρκώς εσάλπιζε το σάλπισμα « παύσατε πύρ».

Έπαυσε λοιπόν το πυρ εις την γραμμήν μας κατά διαταγήν του Διαδόχου και εγώ με την σημαίαν την λευκήν εις το χέρι ετράβηξα μπροστά από την γραμμήν μας, νομίζων ότι οι Τούρκοι άμα θα έβλεπον την λευκήν σημαίαν δεν θα επυροβόλουν ·αλλά οι τούρκοι είναι βάρβαροι και νόμους δεν κρατούν. Αντί λοιπόν να παύσουν ήρχισαν περισσότερον και όταν με είδαν όρθιον και να τραβώ εμπρός όλοι μου εμονοφύλλασαν, όπως λέμε και παρ ολίγον να έπιπτον νεκρός διότι έπιπτν σαν βροχή αι σφαίραι, αλλά ο Θεός και πάλιν με έσωσε και ο Άγιος της ημέρας και τίποτε δεν ‘επαθον.Τότε λοιπόν κρυφθείς όπισθεν ενός βράχου επερίμενον ολίγον και εκινούσα την σημαίαν, αλλά αι σφαίραι βρέχουν! Επί τέλους είπον εις το όνομαν του Θεού και επροχώρησα προς τα εμπρός και τότε πλέον ωλιγόστευσε το πυρ, αφού δε επροχώρησα 50 μέτρα ηναγκάσθην και πάλιν να κρυφθώ διότι εξηκολούθουν να ρίπτουν.Ο σαλπιγκτής έμενε πίσω και τότε μη γνωρίζων πώς να σωθή τον διέταξα να σταθή και αυτός όρθιος και να σαλπίζη. Ούτω και έγινε· και μια στιγμή ακούω και εσφύριζαν οι τούρκοι αξιωματικοί και έπαυσε το πυρ και εγώ επλησίασα, όποτε έρχονται οι Τούρκοι αξιωματικοί και με παραλαμβάνουν, μοι έδεσαν δε τα μάτια μου και με ωδήγησαν εις την σκηνήν του αρχηγού των εις τον οποίον παρέδωκα το έγγραφον και μοι υπέγραψεν απόδειξιν ότι το έλαβεν.Εκεί έμεινα μία ώρα και ημισείαν περίπου και εσυζητούσαν με τους τούρκους εις τους οποίους είπον πολλαίς ψευτιαίς ότι έχομαι 100 χιλ. στρατού κλπ. Κατόπιν με δεμένα μάτια έφυγον.Μοι έδεσαν δε τα μάτια δια να μην ιδώ τα προχώματα και τα διάφορα μονοπάτια. Περισσότερα σας λέγω όταν έλθω διότι είναι πολλά. Ήλθον λοιπόν πίσω με πολλά βάσανα και παρουσιάσθην εις τον Συνταγματάρχην εις τον οποίον έδωκα και την απόδειξιν. Ούτος τότε μοι πρόσφερε τα συγχαρητήριά του και με εχάιδεψε εις το πρόσωπον, διότι, λέγει, εφάνην πολύ τολμηρό, και διότι όταν μοι είπον να υπάγω εδέχθην μετά χαράς. Του είπον όλα τα γεγονότα και μου είπεν ότι θα με πάρη υπασπιστήν του μετ΄όλίγας ημέρας, δια να του δείξω και τα μονοπάτια του Μπιζανίου κλπ.

Ο Θεός να προφθάση. Τώρα θεωρώ τον εαυτόν μου ευτυχή και δεν με εμέλλει αν αποθάνω.

Σας φιλώ

ο αδελφός σας

ΑΝΤ. ΜΠΕΤΕΙΝΑΚΗΣ

Στις 31 Μαΐου του 1914 ο Ταγματάρχης Πεζικού Παπανικολάου Αντώνιος με επιστολή του συνέστησε στην υπηρεσίαν του την μονιμοποίηση του Ανθυπασπιστή πλέον Αντωνίου Μπετεινάκη και την απονομή σ αυτόν της δέουσας ηθικής αμοιβής για όλη του την πορεία του στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο από 1 Ιουλίου 1913 μέχρι τέλους αυτού.



ΠΗΓΕΣ :

http://zhtunteanagnostes.blogs...

*Αρχείο οικογενείας Αντωνίου Μπετεινάκη

Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου

Εφημερίδα ΙΔΗ

Cretalive.gr

Οι Κρήτες στον Αγώνα, Γ. Μαράντη, Ηράκλειο 1915

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση