ΙΣΤΟΡΙΑ
Η τελευταία Σταυροφορία για τη σωτηρία του Χάνδακα
Ο ενωμένος χριστιανικός στόλος της τελευταίας Σταυροφορίας σπεύδει με ενθουσιασμό στη χειμαζόμενη Κάντια. 350 χρόνια μετά: Η εξόριστη μνημοσύνη σε μια πόλη που έχει γυρίσει την πλάτη στην Ιστορία της.
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ (*)
Μέρος 3ο
Κατά δεκάδες ναυπηγούνταν οι γαλλικές γαλέρες που θα ισχυροποιούσαν το διαβατήριο της Γαλλίας και θα την καθιστούσαν την ισχυρότερη ναυτική δύναμη της Μεσογείου. Παράλληλα όμως το εμπόριο των γαλλικών καραβιών με τους Οθωμανούς θα εξακολουθούσε να ανθεί στο Λεβάντε. Το Γαλλικό Στέμμα έπαιρνε δικαιωματικά τα πρωτεία από την καταρρέουσα Δημοκρατία του Αδρία και διεκδικούσε επάξια τον κυρίαρχο ρόλο προστασίας της χριστιανοσύνης στην Ανατολή. Ο Λουδοβίκος προτείνει στον πάπα την υπέρτατη διοίκηση του στρατού να την έχει ένας Γάλλος πρίγκιπας που δεν θα δυσαρεστούσε τους Ισπανούς. Το μυαλό του βασιλιά πήγε (που αλλού;) στον 53χρονο ξάδερφό του, μέγα ναύαρχο του βασιλείου Δούκα του Μποφώρ, Φραγκίσκο ντε Βαντόμ. Ολόκληρο το γένος και τα λάβαρα των Βουρβόνων έπρεπε να δοξαστούνε στην Ανατολή. Του άρεσε περισσότερο, πιο πολύ κι από τη δόξα του πολέμου στο Λεβάντε, που ο ξάδελφος ναύαρχος τον δελέαζε με ένα πράγμα: Με τη ναυπήγηση της δεύτερης βασιλικής γαλέρας που του υποσχέθηκε. «Ο Μονάρχης» (Le Monarque) σχεδόν τελείωνε πια στους πολεμικούς ταρσανάδες της Τουλών. Το σκαρί θα ‘τανε το καλύτερο μετά το «Βασιλιάς Λουδοβίκος» (Royal Louis) που ήδη είχε τελειώσει σε σχέδια του μεγάλου ολλανδού ναυπηγού Ροδόλφου Γκιντεό. Μικρή η διαφορά από το βασιλικό σκαρί. Του βασιλιά έπαιρνε 118 κανόνια, κι εκείνου 84. Ο πρίγκιπας Φραγκίσκος ντε Βαντόμ ήθελε, έτσι έλεγε στον ξάδερφο βασιλιά από το περασμένο φθινόπωρο στο ανάκτορο του Σαμπόρντ, το πλοίο του «να είναι αντάξιο ενός Σταυροφόρου της Πίστης». Γι αυτό και δεν το χόρταινε να βλέπει τη ναυπήγησή του. Πήγαινε και ξαναπήγαινε στην Τουλών για να επιθεωρεί από κοντά την ολοκλήρωση του αυτού του πλωτού θαύματος. Το περήφανο σκαρί φορτώνονταν από τα περίτεχνα ξύλινα γλυπτά και σκαλιστά ομοιώματα από Ποσειδώνες και Τρίτωνες με τρίαινες και θαλάσσιες νύμφες, που αιωρούνταν στις όψεις του. Με τις επιχρυσωμένες εκατό χιλιάδες κορόνες που στόλιζαν την τριώροφη πρύμη του, με τις σημαίες με το πορφυρό-δαμασκηνό χρώμα, με τις παραστάσεις του Χριστού με το σταυρό να υποστηρίζεται από τα όπλα των Αγίου Πέτρου και Παύλου. Και σε περίοπτη θέση στην κολέτρα της γαλέρας με πελώρια καλλιγραφικά γράμματα να γράφει «Διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού». Μόνο ο Λουδοβίκος μπορούσε να υποκύψει στη συμπάθεια του ποντίφικα για τον φλογερό ξάδελφό του.
Ο μέγας Δούκας του Μποφώρ έγραφε στον ξάδερφο βασιλιά, σχεδόν καθημερινά με τις ταχυδρομικές άμαξες που φεύγανε: «Προσποιούμαι ότι είμαι στον κόσμο μόνο για να υπακούω στις εντολές της Αυτού Μεγαλειότητας με κάθε τρόπο που μπορεί να φανταστεί κανείς. Μάρτυρας μου ο Θεός αν έχω άλλες σκέψεις...»
Παρ’ όλες τις δυσκολίες και καθυστερήσεις πού έπρεπε να παρακαμφθούν και παρ’ όλες τις αδυναμίες, η γαλλική αποστολή έμοιαζε να ξεκινά αρχές του καλοκαιριού κάτω από καλούς οιωνούς. Ο ενθουσιασμός όλων των στρατευμάτων, ήταν τόσο μεγάλος έτσι ώστε ούτε ένας στρατιώτης δεν είχε λιποτακτήσει και η επιχείρηση φάνταζε να πραγματοποιείται υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις.
Πρώτος θα ξεκινούσε από την Τουλών στις 21 Μαΐου ο κόμης ντε Βιβόν που κι αυτός είχε χριστεί με ειδικό διάταγμα «στρατηγός της Αγίας Εκκλησίας επί των γαλερών της Γαλλίας» ως αδελφός της ερωμένης του βασιλιά Μαρκησίας Φρανσουάζ Αθηναίς ντε Μοντεσπάν και παραπλέοντας τις ιταλικές ακτές, θα σταματούσε στο λιμάνι της Τσιβιτά Βέκια, επίνειο της Ρώμης, απ’ όπου θα έγραφε στον πάπα «για να του εκφράσει τη λύπη του που δεν μπορούσε να αποβιβαστεί στη Ρώμη και να πέσει στα πόδια του, εξ αιτίας της κατεπείγουσας αποστολής του να πλεύσει προς τις θάλασσες της Κρήτης». Το λαμπρό πλήρωμα των γαλερών της Γαλλίας, η υπερήφανη όψη των στρατιωτών, η πειθαρχία και η ευσέβειά τους θα προξενούσαν σε όλους μεγάλη εντύπωση ενώ οι αναφορές που θα λάμβανε ο πάπας θα επιβεβαίωναν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη του και τις προοπτικές επιτυχίας αυτής της στρατιωτικής επιχείρησης. Μάταιες όμως και προσωρινές οι ελπίδες…
Ο Μποφώρ θα εγκατέλειπε τις ακτές της Προβηγκίας «με τον ωραιότερο καιρό του κόσμου» την Τετάρτη 5 Ιουνίου. «Ο στόλος του φάνταζε μέσα σε ένα επιβλητικό παρουσιαστικό: Η ναυαρχίδα του «Μονάρχης» έλαμπε από τα επιχρυσώματά της, τα άλλα πλοία ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και όλα τα πληρώματα ήταν γεμάτα από ζήλο και ελπίδα», σημείωνε στις απόρρητες αναφορές του στο Βατικανό ο παπικός νούντσιος στο Παρίσι.
Εκτός από μια ατυχία στην αρχή που υποχρέωσε το πλοίο με τους γιατρούς, τα φάρμακα και το υλικό για την οργάνωση του νοσοκομείου στο Χάνδακα, να γυρίσει πίσω, το ταξίδι ξεκινούσε αισίως. Τέσσερις μέρες μετά τον απόπλου, ο στόλος έφτανε στο ύψος της Σικελίας και ο Μποφώρ ζητούσε συγνώμη που δεν μπορούσε ελλείψει χρόνου να πάει στην Τσιβιτά Βέκια να χαιρετήσει τους αντιπροσώπους του Ποντίφικα. «Κάτω από ευμενείς καιρικές συνθήκες», έγραφε στον πάπα, «βρέθηκα μέσα σε οκτώ ημέρες από την Τουλών στο ακρωτήριο Πάσαρο». Στις 16 Ιουνίου έφτανε στο ύψος της Ζακύνθου, πενήντα μίλια μακριά από το νησί Σαπιέντζα, νότια του Μοριά, απ’ όπου έλπιζε σε τρείς ημέρες να φτάσει στο Χάνδακα.
Πράγματι στις 19 του μηνός το βράδυ, αφού συνάντησε στο Τσιρίγο (Κύθηρα) τα ενετικά πλοία του Θαδαίου Μοροζίνι, ο γαλλικός στόλος αγκυροβολούσε ανοιχτά της Κρήτης. Χάρη στην ταχύτητα του διάπλου, ο Μποφώρ είχε προσπεράσει, παρά τη σημαντική τους πρωτοπορία, τις γαλέρες του ντε Βιβόν, οι οποίες όφειλαν σύμφωνα με νέες οδηγίες, να συναντήσουν στη Ζάκυνθο τους στόλους της Αγίας Έδρας και του Τάγματος της Μάλτας.
Για να αποφύγει, εξαιτίας του νυχτερινού σκότους, τα πυρά των Τούρκων πού καρτερούσαν με το κανόνι τους την είσοδο του λιμανιού, ο Μποφώρ αποβίβασε όλα του τα στρατεύματα κατά τη διάρκεια της νύκτας, εκτός από τους μουσκετοφόρους του βασιλιά πού αρνήθηκαν μια τέτοια ενέργεια βρίσκοντάς την πολύ ταπεινωτική. Έτσι περίμεναν το πρώτο φως της μέρας για να αποβιβασθούν. Αυτή η αλαζονεία, τους κόστισε ακριβά. Οι Τούρκοι τους υποδέχθηκαν με τρομερά πυρά. Μία άκατος κτυπημένη από τις μπάλες ενός κανονιού βυθίστηκε και πολλοί άνδρες χάθηκαν άδοξα μέσα στα κύματα.
Όλα τα υπόλοιπα είναι γνωστά για τον παντοτινά αγνοούμενο πρίγκιπα κάτω από τα τείχη του Χάνδακα και την αποτυχία της διεθνούς εκστρατείας στην Κρήτη από την έλλειψη συνεννόησης, την ατυχία και τους εγωισμούς των αρχηγών της. Σήμερα 350 χρόνια μετά από αυτά τα σπουδαία ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα την Κρήτη, τη Μεσόγειο και την Ευρώπη, μόνο ένας δρόμος στη σύγχρονη πόλη, που έχει γυρίσει αιχμηρά την πλάτη της στο παρελθόν, την ιστορία και τη μνημοσύνη, και ένα μικρό άγνωστο και απεριποίητο μαρμάρινο μνημείο, απόμερα στην αυλή του μουσείου Ηρακλείου, είναι τα μοναδικά ισχνά νήματα που συνδέουν το παρόν με τη μνήμη. Η πόλη και οι ταγοί της έχουν απεκδυθεί κάθε ρανίδα μνήμης, και οι καιροί, κι εκείνοι, αποξενωμένοι από την αχλή της Ιστορίας κοιτάνε κατά την απεραντοσύνη του κρητικού πελάγους χωρίς να θυμούνται ή να τους ενδιαφέρει απολύτως τίποτα από το συναρπαστικό χτες. Το αρχόλυπο αρχοντολόι της πόλης και του νησιού, δεν λένε να αντιληφθούν «τις αστραπές στην πέρα χώρα του μνημονικού». Ολιγόωροι κι αδιάφοροι στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν όχι μόνο την Ιστορία της Κρήτης αλλά και της Ευρώπης, δειλοί και μοιραίοι αντάμα, έμπλεοι και περιχαρακωμένοι στον εσωστρεφή και ιδιοτελή μικρόκοσμο των βυζαντινισμών τους για την προσωπική πολιτική τους επιβίωση, γυρίζουν με τον πιο αναιδέστατο και επιδεικτικό τρόπο και αισχύνη την πλάτη τους στην Ιστορία και τη μνήμη του τόπου.
Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης στους «Μαυρόλυκους» του, το χρονικό της Τουρκοκρατίας, περιγράψει ολοζώντανα την πληγιασμένη πόλη που η τύχη της κρέμονταν πια από το Θεό και τη Δύση: «…κι οι χριστιανοί από τ’ άλλο το μέρος, αφού στήσανε απάνω στα τειχιά τα φλάμπουρά τους, παραμονεύουνε αναστενάζοντας πίσω από τις πολεμίστρες και τα χαλάσματα, πίσω από στοίβες λιθάρια, πίσω από γρέκια, κι όλο κοιτούν κατά τη θάλασσα, να δουν αν έρχεται το μεντάτι, αν έρχονται κατεργοκάραβα από τη Βενετιά μ’ άρματα κι αρματωμένους…». Σήμερα άραγε τι να περιμένει αυτή η αγνώριστη πόλη της απολεσθείσας πρωτεύουσας της μνήμης κοιτάζοντας κατά τα κύματα της Μεσογείου στα βορεινά της; Τι να περιμένει μια πόλη που οι ταγοί και οι άνθρωποί της, κόψανε κάθε δεσμό με την Ιστορία και το παρελθόν; Που κάνανε την ασχήμια φορεσιά τους και τη μνημοσύνη να φυγοδικεί από το νοσηρό σήμερα;
(*)Το παραπάνω ιστορικό κείμενο είναι πολύ μικρό μέρος από άγνωστο αρχειακό υλικό Δυτικών πηγών αδημοσίευτο στην Ελλάδα, κυρίως από τα αρχεία της βιβλιοθήκης του Βατικανού, του πάπα Κλήμη IX και τις παπικές νουντσιατούρες στην Ευρώπη κατά την τελευταία περίοδο πολιορκίας του Χάνδακα. Η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, ο Δήμος Ηρακλείου και το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, απέρριψαν σχετικό αίτημα του συγγραφέα για την επετειακή έκδοση για τα 350 χρόνια από την πτώση της πόλης του Χάνδακα αυτού του άγνωστου αρχειακού υλικού που αφορά στον Κρητικό Πόλεμο μέσα από τη μυστική Ευρωπαϊκή Διπλωματία της εποχής. Ο κ. Κωστής Μαυρικάκης είναι Πολιτικός Μηχανικός με ενδιαφέροντα στη συγγραφή και την ιστορική έρευνα. Έχει βραβευτεί (2017) με τον έπαινο της Τάξης Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών της Ακαδημίας Αθηνών.