ΙΣΤΟΡΙΑ
Η πρωτοπόρος Nelly και το πέρασμά της από την Κρήτη
Η φωτογράφος με την διεθνή αναγνώριση φεύγει σαν σήμερα από την ζωή
To όνομα Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη ίσως να μην μας λέει τίποτα απολύτως, όμως η υπογραφή της και μάλιστα στην αγγλική γλώσσα, λέει τα πάντα!
Nelly's, μια πρωτοπόρος φωτογράφος με διεθνή αναγνώριση έφυγε σαν σήμερα στις 17 Αυγούστου 1998 !
Γεννήθηκε στο Αϊδίνι στις 23 Νοεμβρίου 1899, αλλά έλαβε την πρώτη της μόρφωση στη Σμύρνη, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά της μετά την καταστροφή του Αϊδινίου. Παρόλο που μετέβη στη Δρέσδη μαζί με τον αδελφό της για να σπουδάσει ζωγραφική, εντέλει την κέρδισε η φωτογραφία, στην οποία στράφηκε με δασκάλους τον Ούγκο Έρφουρτ διάσημο πορτρετίστα της Δρέσδης και τον Φραντς Φίλντερ.
Μετά την εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα του 1924, η Έλλη Σουγιουλτζόγλου φτιάχνει το πρώτο της εργαστήριο επί της οδού Ερμού και ασχολείται με τη φωτογράφιση πορτρέτων και θεματικών ενοτήτων κατ' ιδίαν ή επί παραγγελία του ΥΠ.ΠΟ. Πρόσφυγας ουσιαστικά η Ελληνίδα φωτογράφος απαθανάτισε με ζωντάνια πορτρέτα προσφύγων αλλά και σημαντικών προσώπων της εποχής της, όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ιδιαίτερη θέση στο έργο της κατέχουν οι γυμνές ή ημίγυμνες φωτογραφίσεις στην Ακρόπολη της Μόνα Πάεβα (Mona Paeva), πρώτης μπαλαρίνας της Opera Comique οι οποίες προκάλεσαν σκάνδαλο στην κοινωνία του μεσοπολέμου, όταν δημοσιεύθηκαν το 1929, στο γαλλικό περιοδικό Illustration.
Στη σειρά "Παραλληλισμοί" επιχειρεί να συγκρίνει προσωπογραφικά βοσκούς και χωριατοπούλες με κούρους και κόρες για να αποδείξει τη φυλετική συνέχεια των Eλλήνων. Όταν το Υπουργείο Τύπου και Τουρισμού της δικτατορίας Μεταξά της αναθέτει το 1939 να διακοσμήσει με τις φωτογραφίες της το Ελληνικό περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης, η Σεραϊδάρη επιλέγει και χρησιμοποιεί αυτές ακριβώς τις φωτογραφίες κάνοντας ένα γιγαντιαίο κολάζ . Παρόλο που αρκετοί κριτικοί θεώρησαν τους παραλληλισμούς της αφελείς και αρκετοί τους συνέδεσαν με τη ναζιστική ιδεολογία της εποχής (το Τρίτο Ράιχ και ο "Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός" του Μεταξά), η ίδια η Nelly ήταν εξαιρετικά περήφανη γι'αυτούς, και μάλιστα επιθυμούσε να τους εκδώσει σε αυτόνομο λεύκωμα .
Φωτογράφισε τις Δελφικές γιορτές του Σικελιανού και της γυναίκας του Εύας Πάλμερ το 1927 και κατ' αποκλειστικότητα το 1930, ενώ το 1936 μετέβη στο Βερολίνο για να φωτογραφίσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το ξέσπασμα του Β' Π.Π. τη βρήκε στις ΗΠΑ, όπου έμεινε αναγκαστικά σχεδόν 27 χρόνια από το 1939 μέχρι το 1966. «Η πόλη της Νέας Υόρκης έδωσε στη Nelly's» κατά την Κατερίνα Κοσκινά «και τη δυνατότητα να καταγράψει σημαντικές στιγμές από την οικοδόμησή της και να αποτυπώσει στιγμιότυπα από την κίνηση των δρόμων και των πλατειών της. Έτσι, με δύο σημαντικότατες φωτογραφικές σειρές, το "Easter Parade" και τους "Δρόμους", κατέπληξε το νέο δάσκαλό της και απέδειξε ότι εκτός από το να εκτελεί παραγγελίες είναι σε θέση να δώσει μια νέα δυνατότητα ανάγνωσης της αρχιτεκτονικής».
Το 1966, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έμεινε με τον σύζυγό της Άγγελο Σεραϊδάρη στη Νέα Σμύρνη διαμορφώνοντας το διαμέρισμά της σε φωτογραφικό μουσείο. Το 1989 δημοσίευσε την αυτοβιογραφία της. Δώρισε το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου της στο Μουσείο Μπενάκη. Έχει τιμηθεί με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα, με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ εξέδωσε πολλά λευκώματα με φωτογραφίες της και παρουσίασε τα έργο της σε πολλές εκθέσεις.
H Έλλη Σεραϊδάρη πέθανε στην Αθήνα, στις 17 Αυγούστου του 1998.
Στην Κρήτη…
Ορισμένες από τις γνωστότερες φωτογραφίες της Nelly’s έχουν σαν θέμα τους την Κρήτη και τους Κρητικούς. Ένα σύντομο χρονικό για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα στιγμιότυπα αποτυπώθηκαν, στα δύο ταξίδια της καλλιτέχνιδας στο νησί, το 1927 και το 1939, εξιστορεί η ίδια στο εξαιρετικό λεύκωμα «Πρόσωπα της Κρήτης» .
"Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα ήθελα πολύ να γνωρίσω τον τόπο, που μόνο από τα βιβλία τον ήξερα, και ιδίως την ύπαιθρο, αλλά και να φωτογραφίσω εκτός του στούντιο. Έτσι σηκώθηκα μόνη μου και πήγα το 1927 στην Κρήτη. Θυμάμαι που συνάντησα στο καράβι τον κύριο Λαμπράκη, τον εκδότη, που καθότανε στο ίδιο κτίριο όπου έμενα κι εγώ και τον ήξερα και ο οποίος με υποστήριξε ιδιαίτερα από τις εφημερίδες του. Συναντηθήκαμε λοιπόν και όπως με είδαν ντυμένη με γκέτες, γέλασαν με την παρέα του. Αλλά εγώ δεν έδινα καμία σημασία γιατί ήθελα να είμαι βολικιά και δεν μ' ένοιαζε.Στο Ηράκλειο νοίκιασα μια σακαράκα με οδηγό. Είχα ένα σχέδιο από πριν και γύριζα στα χωριά φωτογραφίζοντας. Δεν θα ξεχάσω σ' ένα μέρος που είχε μαργαρίτες τόσο υψηλές που το μπόι μου το σκέπαζαν. Φωτογράφισα τα αρχαία στην Κνωσσό, στην Αγία Τριάδα. Πήγα και στο Ρέθυμνο. Συνολικά θα έμεινα καμμιά δεκαριά μέρες τότε στην Κρήτη. Χρησιμοποιούσα μια μηχανή Uvel με φυσούνα, που άλλαζε φακούς και έπαιρνε πλάκες και φιλμ. Είχα και μια Rolleiflex.
Όταν γύρισα, ένα μέρος από αυτές τις φωτογραφίες τυπώθηκε στα περιοδικά του Τουρισμού.Μετά από δώδεκα χρόνια το 1939, ο Τουρισμός, που έβγαζε διαφημιστικά βιβλία για όλα τα μέρη της Ελλάδος με δικές μου κυρίως φωτογραφίες, μ' έστειλε πάλι στην Κρήτη για να κάνω τις φωτογραφίες ενός βιβλίου για το νησί. Υπεύθυνος για την σύνταξη των εντύπων αυτών ήταν ο Τάκης Μπαρλάς και καλλιτεχνικός διευθυντής ο ζωγράφος Γεώργιος Γέροντας.
Αυτή τη φορά πήγαμε με τον άντρα μου, και με γράμματα του Υπουργείου Τουρισμού. Βρήκα τον Δήμαρχο Ηρακλείου και του είπα πως θέλω να πάω στα διάφορα χωριά. "Ευχαρίστως θα σας βοηθήσω για τα άλλα μέρη" είπε ο Δήμαρχος "αλλά στα Σφακιά δεν σας συμβουλεύω να πάτε, γιατί οι άνθρωποι εκεί είναι άγριοι και μπορεί να μην δεχτούν να τους φωτογραφίσετε". Εγώ του είπα οτι είχα πρόγραμμα καθορισμένο από τον Τουρισμό και θέλω να πάω. Νοικιάσαμε ένα μεγάλο αυτοκίνητο με οδηγό. Ο Δήμαρχος μου έδωσε μαζί τον πρόεδρο του Ορειβατικού και τον Γραμματέα της Δημαρχίας που ήξεραν τα βουνά. Είχα μαζί μου τις παλιές μου μηχανές και την Contax.
Φτάσαμε στα Σφακιά στο φυλάκιο της Χωροφυλακής. "Κυρά μου" είπαν οι χωροφύλακες "δεν σας έχουν πει εδώ τι γίνεται; Εμείς δεν μπορούμε να ανακατευτούμε. Αυτοί εδώ κάνουν ότι θέλουν". Κυκλοφορούσε και ο φυγόδικος ανιψιός του Καπετάν Μάντακα στα βουνά. Τότε, λέω εγώ, θα πάω μόνη μου στο χωριό. Άφησα τους άλλους και προχώρησα μόνη μου. Βρήκα μια πόρτα ξύλινη, την έσπρωξα και μπήκα. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα κάποιον που ανακάτευε. Τόλμησα να πλησιάσω και τον ρώτησα τι κάνει και μου λέει "Δε βλέπεις; Τυρί κάνω". Έκατσα και τον έβλεπα πως το κάνει και κουβεντιάζαμε. Σε λίγο μπήκαν δύο κοπέλες πολύ στενοχωρημένες. Τη μια μου τη σύστησε για αδελφή του, την άλλη ξαδέλφη του. Μου έκαναν εντύπωση γιατί τις είδα βαμμένες, ντυμένες με πολιτικά ρούχα, όχι με κρητικά, αλλά μου είπαν οτι έμεναν στον Πειραιά για να σπουδάσουν ραπτική. Εκεί κοντά, σ' ένα χωριό τ' Ασκύφου νομίζω, γινόταν ένα πανηγύρι και είχαν ετοιμαστεί για να πάνε, αλλά δεν τις πήρε το λεωφορείο γιατί ήταν γεμάτο κόσμο κι έκλαιγαν οι κοπέλες από τον καημό τους. Τότε τους είπα εγώ οτι έχω αυτοκίνητο και θα μπορούσαμε να τις πάρουμε. Θα στριμωχτούμε, αλλά θα χωρέσουμε. Περιμέναμε να τελειώσει ο αδελφός τους το τυρί και φύγαμε. Στο δρόμο τους είπα για ποιό σκοπό είχα πάει και τους ζήτησα να με συστήσουν στον Πρόεδρο και τον κόσμο του χωριού. Τους εξήγησα πως με έστελνε ο Τουρισμός και οτι ο ξένος κόσμος έρχεται και πάει στα αρχαία και σ' εσάς εδώ δεν πατάει, ενώ είναι τόσο ωραία μέρη.
Μου φέρθηκαν όλοι πάρα πολύ καλά και δεν ήξερε ποιός να με πρωτοπάρει στο σπίτι του και εννοούσαν να πίνω και να τρώω με όλους. Ολοι τους πρόθυμοι, όλοι ευχάριστοι. με μεταχειρίστηκαν σαν αν ήμουνα δική τους. Ούτε τότε ούτε ποτέ άλλοτε είχα δυσκολία με τον κόσμο. Πουθενά δεν συνάντησα άρνηση. Οι περισσότεροι στεκόταν φυσικοί και αυθόρμητοι μπροστά στον φακό. Σπάνια χρειαζόταν να τους σκηνοθετήσω. Πιάναμε κουβέντα στην αρχή, τους γλυκομιλούσα, τους συζητούσα και κανένας δεν αρνήθηκε ποτέ να τον φωτογραφίσω.
Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε πρωί πρωί να πάμε στα μητάτα. Ήθελα να βγάλω τα τυριά που κάνανε. Έκανα πολλές φωτογραφίες εκεί. Έφερναν τα κοπάδια, τα έβαζαν μέσα στη μάντρα και είχαν ένα λάκκο σκαμμένο μπροστά στην είσοδο της μάντρας, όπου υπήρχε ένα καζάνι χωμένο το μισό μέσα στη γη για να μην πέφτει, χτυπούσαν ένα - ένα τα ζώα μ' ένα καλάμι και το έφερναν πάνω απ' το καζάνι και το άρμεγαν. Με τον τρόπο αυτό, μέσα σε λίγο χρόνο είχαν αρμέξει του κόσμου τα πρόβατα. Μου είχε κάνει εντύπωση μεγάλη.
Μετά πήγαμε στην παραλία του Λέντα, στο αρχαίο Ασκληπιείο. Μερικές μέρες αργότερα, ξεκινήσαμε να πάμε στον Ομαλό, για να φωτογραφίσουμε το φαράγγι της Σαμαριάς. Πάθαμε όμως μεγάλες νίλες αυτή τη φορά. Γιατί εκεί που βράδιαζε, μας πιάνει, Ιούνιο μήνα, μια χιονοθύελλα, κι είμεθα εγώ με τσιτένιο φουστανάκι, ο άντρας μου με shorts και λεπτό πουκάμισο, παγώσαμε. Βρήκαμε ένα μαντρί χτισμένο από πέτρες στοιβαγμένες, όπου μπήκαμε να προφυλαχτούμε και συναντήσαμε και τρεις χωροφύλακες που είχαν φτάσει εκείνη τη μέρα και είχαν ανάψει έναν κορμό δέντρου να ζεσταθούν, αλλά το ξύλο ήταν ακόμα χλωρό και κάπνιζε όλος ο τόπος και δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο. Πεινούσαμε, δεν είχαμε τίποτα να φάμε, οι χωροφύλακες είχαν κάτι ξερά φασόλια που προσπάθησαν να τα βράσουν αλλά δεν ψήνονταν. Ξαπλώσαμε με τον άντρα μου να κοιμηθούμε σ' ένα στενό κρεβατάκι εκστρατείας που μόλις χωρούσαμε, έμπαινε το κρύο από παντού. Τέλος πάντων ξημερωθήκαμε εκεί. Πήγε ένας από τους χωροφύλακες και μας βρήκε λίγο γάλα να πιούμε και όταν έφεξε καλά μας αναζήτησαν από το χωριό και μας πήραν με ζώα και γυρίσαμε πίσω στο Ηράκλειο.
Συνεχίσαμε σε λίγες μέρες την περιοδεία μας για να κάνουμε την υπόλοιπη δουλειά που δεν είχαμε κάνει. Συνολικά μείναμε δύο με τρεις βδομάδες στο νησί.
Όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα τύπωσα τα φιλμ και έφυγα για την Αμερική, στην Παγκόσμια έκθεση της Νέας Υόρκης, γιατί ήθελα να δω το ελληνικό περίπτερο, για το οποίο είχα κάνει πολλές φωτογραφίες. Σε δέκα μέρες, κι ενώ είμαστε στην Αμερική, κηρύχτηκε ο πόλεμος και δεν ξαναγύρισα. Μετά την Απελευθέρωση ο Τουρισμός τύπωσε επιτέλους το βιβλίο για την Κρήτη με ασπρόμαυρες, αλλά και μερικές έγχρωμες φωτογραφίες μου από κείνο το ταξίδι.
Στην Κρήτη δεν ξαναπήγα ποτέ!»
ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia.gr
Περιοδικό Στιγμές
Cretalive.gr