29 Αυγούστου 1821… Οι Τούρκοι καίνε τα Σφακιά! .
Δυστυχώς δεν υπήρξε οργανωμένη αντίσταση των Σφακιανών και οι πασάδες πάτησαν στις 29 Αυγούστου 1821 τα Σφακιά. Έτσι κάπως ξεκινά αυτή η «μαύρη» σελίδα της Κρητικής ιστορίας.
Για πρώτη φορά μετά το 1770 μια απόπειρα των Τούρκων στα απάτητα βουνά της νότιας Κρήτης, στο νομό Χανίων, στέφεται με επιτυχία.
Όλα έχουν αρχίσει από τους προηγούμενους μήνες, ωστόσο οι μάχες και οι κατακτήσεις έγιναν πιο βίαιες στις 14 Αυγούστου 1821.
Γράφει στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης ο Διονύσιος Κόκκινος : «Δέν μάς έμεινε πλέον ούτε καιρός ούτε νούς διά νά σάς διηγηθώμεν τήν άθλιαν κατάστασιν τής πατρίδος μας. Ο ήδη ερχόμενος εις τήν αγαπητήν σας Παύλος Μπελιβανάκης θέλει σάς εκτραγωδήσει διά ζώσης φωνής τόν τέλειον αφανισμόν τής πατρίδος. Οι εχθροί εβγήκαν καί από τάς τρείς χώρας έως εικοσιπέντε χιλιάδες ομού μέ τρείς βεζύρηδες τής Κρήτης καί περιεκύκλωσαν από τήν στεριάν καί ώρα τή ώρα ορμούσι καί εις τό καστέλλιόν μας. Ετοιμάζουν καί τό κορβέτον οπού σάς προεγράψαμεν, ομού καί άλλα ιδικά των εντόπια, οπού ευρίσκονται καί εις τά τρία κάστρα, διά νά εβγάλωσι νά μάς πολιορκήσουν καί από τήν θάλασσαν.Λοιπόν δι' αγάπην Χριστού, κάμετε μερικά από τά ευλογημένα πλοία σας, όσα κρίνετε εύλογον νά απαντήσωμεν εις τήν ορμήν τών εχθρών. Αδελφοί, η βοήθεια αύτη δέν θέλει γίνει εις ημάς τούς Σφακίους μόνον, αλλά καί εις τούς πολλά ολίγους Χριστιανούς οπού έως τώρα ευρίσκονται εδώ ελευθερωμένοι από τήν μάχαιραν τών τυράννων».
Ο τουρκικός στρατός αναθάρρησε από τις επιτυχίες του και εισέβαλε στο Θέρισο. Πολλοί από τούς μετριοπαθείς αγάδες, όπως ήταν ο Τσουρούνογλου αγάς, κρεμάστηκαν από τούς φανατικούς γενίτσαρους. Τίποτε δεν φαινόταν ικανό να σταματήσει τούς πασάδες από την εξολόθρευση όλων των Χριστιανών της Κρήτης. Αφού έκαυψαν τόν Θέρισο, εισέβαλαν στούς Λάκκους, όπου επανέλαβαν τίς ίδιες θηριωδίες.
Στη θέση Αλιάκες Θερίσου, προσπάθησαν να τούς αναχαιτίσουν οι Σφακιανοί οπλαρχηγοί Δασκαλάκης, Παναγιώτου και Χάληδες. Οι οπλαρχηγοί προσέβαλαν τον εχθρό, ταυτοχρόνως από τα δεξιά και από τα αριστερά, αιφνιδιάζοντάς τους. Μετά από λίγο η υποχώρηση μετεβλήθη σε άτακτη φυγή των Τούρκων τού Μεγάλου Κάστρου, τούς οποίους οι Χανιώτες Τούρκοι άφησαν στη μοίρα τους, επειδή οι πρώτοι τούς είχαν προηγουμένως λοιδορήσει σαν δειλούς και ανίκανους σε προηγούμενες μάχες. 200 Τούρκοι σκοτώθηκαν μεταξύ των οποίων ήταν και ο αρχηγός τούς ο Καούνης. Πλήθος από πολεμοφόδια, ζώα και τρείς τουρκικές σημαίες έπεσαν στα χέρια των νικητών.
Στις Αλιάκες έπεσε ο ηρωικός Στέφανος Χάλης πού ήταν ο νεώτερος από τούς αδελφούς Χάληδες και ο πλέον μορφωμένος. Είχε υπηρετήσει στο αγγλικό προξενείο και από αυτή του τη θέση είχε κάνει ταξίδια στην υπόλοιπη Ελλάδα καθώς και στην Πάτρα, όπου είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία. Ήταν τραγουδιστής με πάθος και μελοποιούσε δικούς του στίχους όπως ο Ρήγας Φεραίος:
"Πότε θα κάνει ξαστεριά πότε θά Φλεβαρίσει νά πάρω τό τουφέκι μου
την όμορφη πατρώνα να κατεβώ στόν Ομαλό
στην στράτα των Μουσούρων να κάνω μάνες δίχως γιούς
γυναίκες δίχως άντρες να κάνω και μικρά παιδιά μαύρα σκοτεινιασμένα."
Μετά τη μάχη αυτή, ο Σερίφ Πασάς στρατοπέδευσε στο Μπρόσνερο τού Αποκορώνου και στη συνέχεια κινήθηκε στα στενά της Κράπης καί τού Κατρέως. Δυστυχώς δεν υπήρξε οργανωμένη αντίσταση των Σφακιανών και οι πασάδες πάτησαν στις 29 Αυγούστου 1821 τα Σφακιά. Η καταστροφή της επαρχίας ήταν πρωτόγνωρη ανάλογης τού 1770. Tα χωριά Ίμβρος, Μπροσγιαλός, Κομητάδες καί Μουρί καταστράφηκαν πλήρως. Πολλές κοπέλες προτίμησαν την αυτοκτονία από την ατίμωση. Η κόρη τού Χ. Θεοδώρου Μουριώτου ξέφυγε από τα χέρια τού Τούρκου πού την είχε αρπάξει, έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε.
Συνέχισαν να κατακαίγουν, σύμφωνα πάντα με την συνήθειά τους έφθασαν στην Ανώπολη . Ο Οσμάν Πασάς μπήκε στα Σφακιά από την Κράπη ατουφέκιστος. Οι αγωνιστές στην προσπάθεια τους να σώσουν τις οικογένειες τους άφησαν χρόνο στον εχθρό να διαβεί τον Κατρέ. Η αλήθεια είναι ότι οι αγωνιστές φοβήθηκαν την κύκλωση αφού οι Σελινιώτες Τούρκοι είχαν διαβεί τον Δεκαρόπορο προς τα Σφακιά. Λένε πως η μόνη κίνηση που έκαναν για να διώξουν τους εχθρούς ήταν να κατακόψουν και να ρίξουν σε όλα τα πηγάδια χοιρινό κρέας.
Οι προελαύνοντες Τούρκοι κατέστρεφαν τις περιουσίες των Σφακιανών, αλλά δεν εύρισκαν ούτε ένα Χριστιανό να σφάξουν στο διάβα τους, διότι οι Σφακιανοί και οι Ριζίτες είχαν διαφύγει, άλλοι στα όρη, άλλοι στη Γαύδο και άλλοι στα Κύθηρα με τη σύμπραξη τού στόλου της Κάσσου. Μετά την Καταστροφή των Σφακιών οι Τούρκοι επανήλθαν στις βάσεις τους, θεωρούντες ότι διά της κατακαύσεως των χωριών των Σφακιανών είχαν κατασβήσει και τις φλόγες τού πολέμου. Όμως αμέσως στη συνέχεια και οι Σφακιανοί και οι Ριζίτες επανήλθαν στις βάσεις τους, δηλαδή στα καμένα χωριά τους. Επανήλθαν μάλιστα ένοπλοι και με επιθετικό πνεύμα, αφού κατέλαβαν θέσεις μάχης γύρω από τα Χανιά.
Μερικοί ιστορικοί κατηγόρησαν τους Σφακιανούς για ολιγωρία και οι Σφακιανοί ισχυρίστηκαν ότι παρά τις εκκλήσεις τους για βοήθεια από τις άλλες επαρχίες δεν ήλθε κανείς. Η καταστροφή της επαρχίας ήταν πρωτόγνωρη ανάλογης του 1770. Το Λουτρό η έδρα του αγώνα καταστράφηκε μαζί και τα εφόδια για τον αγώνα όπως και το νοσοκομείο. Το νοσοκομείο στο Λουτρό συντηρούνταν από τις εισφορές των πλοιοκτητών των Σφακίων.
Διευθυντής του ήταν ένας αγνός πατριώτης Πωλιός από την Ανώπολη ο οποίος έσωσε κατά τον ιστορικό μας πάνω από 2000 πληγωμένους μαχητές.
Η καταστροφή έκανε τους αρχηγούς, να αφήσουν τον εγωισμό κατά μέρος, και να σκεφθούν ότι για να έχουν αποτέλεσμα πρέπει να ορίσουν ένα αρχηγό.
Μετά από μια σύναξη στο Λουτρό, των μελών της Καγκελαρίας, των γερόντων και των καπετάνιων αποφάσισαν να ζητήσουν αρχηγό από την Κυβέρνηση της Ελλάδας και συγκεκριμένα τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Έστειλαν απεσταλμένους τον Α. Παναγιωτάκη και τον Ν. Οικονόμο στην Πελοπόννησο, όπου ο Υψηλάντης τους όρισε τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλη ως Αρμοστή, της Κρήτης.
ο Διονύσιος Κόκκινος συνεχίζει :
«Ευθύς μετά τήν άφιξιν τών Τούρκων εις τό Άσκυφον, έσπευσαν εις τά γύρω οι αρχηγοί Μανουσέλης, Γ. Δεληγιαννάκης, Μανουσογιαννάκης, Ρ. Βουρδουμπάς, Πωλογεωργάκης καί Πρωτοπαπαδάκης καί τήν 18ην Ιουλίου 1821 αρκετοί επαναστάται ώρμησαν κατά τών Τούρκων, έφθασαν μέχρι τής συνοικίας τού Ασκύφου Στραβόρραχη καί εκείθεν ήρχισαν νά πυροβολούν τούς Τούρκους τούς ωχυρωμένους εις τόν Ληνόν. Η εφόρμησις αυτή τών τολμηρών εκείνων ανδρών εφείλκυσε καί άλλους πολλούς επαναστάτας πρός τό ίδιον σημείον καί ήρχισε μάχη, κατά τήν οποίαν οι Τούρκοι μετεχειρίσθησαν καί τό πυροβολικόν διά νά καταπτοήσουν τούς επελθόντας. Αλλά τούτο δέν εκλόνισε τούς ωχυρωμένους εις τήν Στραβόρραχην. Τουναντίον οι επαναστάται ενισχύοντο διαρκώς καί από άλλους ορμώντας πρός τά εκεί καί οι Τούρκοι ήρχισαν ν' ανησυχούν.
Εφοβήθησαν μήπως καταφθάσουν ισχυραί επαναστατικαί δυνάμεις, οπότε θά εκινδύνευαν σοβαρώς αποκλεισμένοι εις τό οροπέδιον εκείνο καί απεφάσισαν ν' αποχωρήσουν εκείθεν. Οι Σφακιανοί αντελήφθησαν τούς σκοπούς των καί ενώ οι Τούρκοι συνεσωματούντο διά νά φύγουν εξήλθαν από τάς αρχικάς θέσεις των καί τούς επυροβολούσαν εκ μικρών αποστάσεων. Οι Τούρκοι ηναγκάσθησαν νά στρέψουν τά νώτα καί νά φύγουν τό ταχύτερον διά τής μεταξύ τού Ασκύφου καί τής Κράπης κοιλάδος τού Κατρέως.
Αι διαβάσεις ήσαν στεναί καί επέτρεψαν εις τούς επαναστάτας νά καταλάβουν υψηλάς θέσεις επί τών αποκρήμνων κατωφερειών καί νά κτυπούν εκείθεν εκ τού ασφαλούς τούς φεύγοντας καί συμπυκνωμένους Τούρκους. Κάθε σφαίρα Σφακιανού είχε καί αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι επροχωρούσαν κατ' ανάγκην υπό τά φονικώτατα αυτά πυρά εις δρόμον στενόν καί κρημνώδη, πού τόν καθιστούσαν περισσότερον δύσβατον ακόμη οι όγκοι τών νεκρών καί τών ζώων πού κατέπιπταν. Τότε κατέφθασε πρό τού στομίου τής κοιλάδος καί ο Δασκαλάκης από τήν Μαλάξαν μέ αρκετήν δύναμιν καί ηνάγκαζε τούς φθάνοντας εκεί καί ευρισκομένους πρό τών απροόπτων εκείνων ελληνικών πυρών νά στρέφωνται πρός τά οπίσω. Επήλθεν εκ τούτου μεταξύ τών Τούρκων, πού εβάλλοντο από όλα τά μέρη, σύγχυσις πού έφθασεν εις αλλοφροσύνην. Αποκλεισμένοι εντός τής χαράδρας, χωρίς νά ημπορούν νά φύγουν πρός τά εμπρός, ούτε νά στραφούν πρός τά οπίσω, ήρχισαν νά ανεβαίνουν κατά ομάδας πρός τάς ανωφέρειας, δεκατιζόμενοι διαρκώς, άλλοι βαλλόμενοι καί εκεί καί άλλοι καταπίπτοντες από τούς αβάτους εκείνους κρημνούς.
Καθένας εσκέπτετο πώς νά σωθή. Αλλά δέν ήτο δυνατόν νά φύγουν όλοι καί η επίθεσις εξηκολούθησεν εις τήν φάραγγα εκείνην τού θανάτου επί πολύ. Οι διασωθέντες κατώρθωσαν νά φθάσουν εις τό Μπρόσνερο, όπου παρέλαβαν τούς αποκλεισμένους εις τόν πύργον τού Αλιδάκη καί έφυγαν εκείθεν εις τόν Αλμυρόν εις αθλίαν κατάστασιν, αφήνοντες εις τόν δρόμον τούς τραυματίας των. Άλλοι από τούς διασκορπισθέντας έφθασαν εις τήν λίμνην τού Κουρνά καί άλλοι εις τήν Ασιγονίαν. Από εκεί οι περισσότεροι από αυτούς, πού ήσαν Αμπαδιώται καί Τούρκοι τής Ρεθύμνου, ετράπησαν πρός διαφυγήν εις τήν δύσβατον Σκαλωτήν, αλλ' εκεί κατώρθωσαν νά τούς ανιχνεύσουν οι Καλλικρατιανοί καί ερρίφθησαν εναντίον των.
Οι διασωθέντες Τούρκοι επέρασαν από τό Αποκόρωνον εις ελεεινήν κατάστασιν καί επέστρεψαν εις τό Ρέθυμνον, αφού διέπραξαν κατά τόν δρόμον των όσα ημπόρεσαν κατά τών αμάχων πληθυσμών. Ηπείλησαν τότε νά προβούν εις σφαγάς τών Χριστιανών πού είχαν υπολειφθή εις τάς πόλεις, αλλ' εξηγέρθησαν αι ίδιαι αι γυναίκες τών Τούρκων:
- "Άν είσθε άνδρες, θά εδείχνατε τήν παλληκαριά σας κατά τών Σφακιανών καί θά εσκοτώνατε εκείνους καί όχι τούς ξαρμάτωτους ραγιάδες σάν αρνία σφαγμένα."»
Ο Αφεντούλης με τους Χατζή Γεώργιο, Σταύρο Αμηρά, Ιωάννη Λιοδάκη, Ν. Αδρακός, τους αδελφούς Μεληδόνη έφθασαν στις 25 Οκτωβρίου 1821 στο λιμάνι του Λουτρού με το μπρίκι του Α. Ψαρουδάκη.
Ο Αφεντούλης στις 9 Νοεμβρίου έκανε βαθμοφορία, και όρισε πεντακοσίαρχους από τους καπετάνιους τους παρακάτω Σφακιανούς:
Γεώργιος Τσελεπής (Δασκαλάκης ή Βλάχος), Ρούσος Βουρδουμπάς , Αναγνώστης Παναγιώτου, Αναγνώστης Πρωτοπαπαδάκης, Αναγνώστης Μανουσογιαννάκης, Γεώργιος Δεληγιαννάκης, Πέτρος Μανουσέλης και Χατζη Γεώργιος Κελαΐδής.
Και από τους Κατωμερίτες:Γ. Τσουδερός, Σήφακας (Κωσταντουδάκης), Μιχ. Κουρμούλη, Ζερβονικόλα, τον Αλέξιο Μαυροθαλασσίτη και τον Αν. Μεληδόνη.
Την Καγκελαρία Σφακιών μετονόμασε σε «Διοίκηση της Κρήτης».
Η αρχή που απέκτησαν οι Κρήτες τους έδωσε κουράγιο να συνεχίσουν τον άνισο αγώνα τους.
Οι Π. Μανουσέλης, Δεληγιαννάκης, Μανουσογιαννάκης, Βουρδουμπάς, Κουρμούλης, Χατζή Γεώργιος και Τσουδερός κατέβηκαν και πολιορκούσαν το Ρέθυμνο.Οι Πρωτοπαπαδάκης και Σήφακας έπιασαν πάλι την Μαλάξα.
Οι Παναγιωτάκης και Τσελεπής κατέλαβαν τις ρίζες της Κυδωνίας.
Η διοίκηση για να συντηρήσει τον αγώνα επέβαλε φόρο, το ένα εικοστό επί του παραγόμενου ελαιόλαδου θα παραδιδόταν στις αρχές. Το λάδι μετά δινόταν στους εμποροπλοιάρχους των Σφακιών οι οποίοι το πουλούσαν στο εξωτερικό μέσω του Λουτρού.
Ο Τσελεπής με τον Παναγιωτάκη και 1500 άνδρες κινήθηκαν για να απελευθερώσουν το Σέλινο από τους Τούρκους και τους Τουρκοκρητικούς. Η νίκη έστεφε τους Έλληνες όμως κακή τύχη και ενώ είχαν στριμώξει τον αρχηγό τους, Καούρη, με εκατό άνδρες του σε ένα σπίτι, στη θέση Σταυρός, ο Τσελεπής σκοτώνεται στις 6 Δεκεμβρίου και οι επιχειρήσεις σταμάτησαν.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο Λουτρό και ενταφιάστηκε με τιμές στρατηγού, κοντά του έμειναν και 13 ακόμα παλικάρια της επαρχίας, που είχαν πέσει μαζί του( Ανάμεσα τους ήταν ο αδελφός του Χατζή Γεωργίου και ο γιος του Βαρδουλομανούσου).
Ο θάνατος του Τσελεπή ήταν αληθινό πλήγμα για τον αγώνα της Κρήτης, ήταν ο ήρωας που στους μόλις πέντε μήνες της δράσης του έκανε τόσα όσα άλλοι στα δέκα χρόνια του αγώνα.
Είχε κλείσει τους Τούρκους στα τείχη των Χανίων.
ΠΗΓΕΣ :
e-sfakia.gr
e-istoria.com
eistorias.wordpress.com
Wikipedia.gr
agiasofia.com
cretalive.gr