ΙΣΤΟΡΙΑ

Ένα στυγνό έγκλημα ή πράξη αντίστασης;

​Ένας άνδρας κρητικής καταγωγής, ο Δημήτρης Τσαφέντας, εκτελεί τον πρωθυπουργό του Απαρτχάιντ Χέντρικ Φερβούντ στα έδρανα του Κοινοβουλίου το 1966…

No profile pic

Του Κώστα Μπογδανίδη

Ο Δημήτρης Τσαφέντας (Dimitri Tsafendas) γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1919 στο Λορέντζο Μαρκές (σημερινό Μαπούτο) της Μοζαμβίκης, τότε αποικία της Πορτογαλίας. Ήταν ο καρπός μιας τυχαίας συνεύρεσης του Χανιώτη ναυτικού Μιχάλη Τσαφέντα ή Τσαφεντάκη και της μοζαμβικανής μιγάδος Αμέλια Γουίλιαμς. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του την Κατερίνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και από τα οκτώ του χρόνια ζει με τη θετή του μητέρα, Μαρίκα, στην Πρετόρια της Ν. Αφρικής, για να μάθει αργότερα, στα 12 του, ότι είναι νόθος. Σπούδασε σε καθολικό σχολείο, όπου ήρθε αντιμέτωπος με τα ρατσιστικά σχόλια των συμμαθητών του, εξαιτίας του σκουρόχρωμου χρώματος του δέρματός του. Στην εφηβεία δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομουνιστικό κόμμα. Στην ενηλικίωση ξεκινά -ως ναυτεργάτης- τα ταξίδια του, που θα κρατήσουν 20 ολόκληρα χρόνια.

Η ζωή του μια διαδρομή πολυτάραχη με σταθμούς την Τουρκία, όπου δούλεψε και ως καθηγητής ξένων γλωσσών στην Άγκυρα, αφού μιλούσε άπταιστα περισσότερες από οκτώ γλώσσες, αλλά και την Ελλάδα, όπου έζησε δύο χρόνια από το 1947 - 1949, αλλά την κουβάλησε στην ψυχή του μια ζωή. Ταξίδια που έγιναν μύθος από τα γράμματα που έστελνε στους γονείς του από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου: από την Αμερική όπου νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο, έπειτα από τορπιλισμό που δέχθηκε το πολεμικό πλοίο που δούλευε, μέχρι τον Καναδά, και από τη Γερμανία, την Πορτογαλία και την Ολλανδία μέχρι και την Παλαιστίνη, που - όπως λέει στο γράμμα του- η παρουσία του στη χώρα έφερε βροχή και θεωρήθηκε πολύ σπουδαίος. Στην Αφρική γυρίζει στις αρχές του 1960, μετά από τον θάνατο του πατέρα του και ύστερα από πρόσκληση και βοήθεια του γαμπρού του. Το απαρτχάιντ όμως δεν τον δέχεται, γιατί είναι κολοράτος: ούτε άσπρος ούτε μαύρος. Οι συγγενείς του δεν αντέχουν την γκρίνια του, αλλά και η ελληνική κοινότητα, μέσα στην οποία προσπαθεί να επιβιώσει, δεν του δίνει σημασία.Ένα πιάτο φαΐ, καφές, αλλά -όπως πάντα- είναι ένας άνθρωπος χωρίς όνομα, δίχως ταυτότητα, χωρίς καμιά αποδοχή.

Κομουνιστής αλλά και χριστιανός, γνωρίζει στο Κέηπ Τάουν μια οικογένεια μαύρων. Όχι μόνο μένει μαζί τους, αλλά ζητά να αλλάξει το χρώμα, που αναγράφεται στο διαβατήριό του και να γίνει μαύρος, για να παντρευτεί την κόρη τους.Tην ίδια περίοδο πιάνει δουλειά στην βουλή. Περίεργο λένε πολλοί. Πώς μπήκε ένας μικτής καταγωγής σε έναν χώρο, όπου μόνο λευκοί μπορούσαν; Μα μιλούσε πολλές γλώσσες και ήταν πανέξυπνος, λένε άλλοι. Στις 14:30 Το μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου, ο 65χρονος Χέντρικ Φέρβουρντ εισήλθε στην αίθουσα συνεδριάσεων του κοινοβουλίου και κατευθύνθηκε προς το πρωθυπουργικό έδρανο. Τότε, ο Τσαφέντας όρμησε κατά πάνω του και τον μαχαίρωσε τέσσερις φορές στο στήθος, αφήνοντάς τον νεκρό. Συνελήφθη αμέσως από προστρέξαντες βουλευτές και παραδόθηκε στην αστυνομία. Στους αστυνομικούς που τον ανέκριναν είπε ότι σκότωσε τον Φέρβουρντ, επειδή «ήταν αηδιασμένος με τις ρατσιστικές πολιτικές του». Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο Τσαφέντας ήταν εξοργισμένος με τις αρχές, επειδή λίγες ημέρες πριν από το φονικό είχαν απορρίψει αίτηση μετάταξής του στην κατηγορία των «εγχρώμων», προκειμένου να συζήσει με τη φίλη του, που ανήκε στην ίδια φυλετική κατηγορία. Στη δίκη που ακολούθησε, η πράξη του κρίθηκε από το δικαστήριο μη καταλογιστή λόγω της σχιζοφρένειας από την οποία έπασχε, και του επιβλήθηκε ο περιορισμός αόριστης διάρκειας σε ψυχιατρείο.

Οι αρχές εκμεταλλευόμενες ένα «παράθυρο» του νόμου, πέτυχαν τον εγκλεισμό του σε φυλακή μελλοθανάτων κι έτσι για τα επόμενα χρόνια βρισκόταν καθημερινά με τη δαμόκλειο σπάθη της εκτέλεσης. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος των φυλετικών διακρίσεων το 1994, ο Τσαφέντας μετήχθη σε ψυχιατρική κλινική του Γιοχάνεσμπουργκ, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 7 Οκτωβρίου του 1999, σε ηλικία 81 ετών. Κηδεύτηκε με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ενταφιάστηκε σε άγνωστη τοποθεσία.

Παρότι η πράξη του ήταν, για πολλούς πράξη ελευθερίας... και αποτέλεσε το δρόμο που αργότερα οδήγησε στην απελευθέρωση του Νέλσον Μαντέλα, έζησε δυστυχισμένος για πολλά χρόνια στις φυλακές της Πρετόρια. Ο Μανώλη Δημελλάς είναι ο δημιουργός του μοναδικού ελληνικού ντοκιμαντέρ «LIVE AND LET LIVE – Δημήτρης Τσαφέντας: Ένα οδοιπορικό στην πολυτάραχη ζωή του», (πρόκειται για την πιο αξιόλογη κινηματογραφική έρευνα για τον Τσαφέντα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος έκανε γνωστή τη ζωή και τη δράση του τυρρανοκτόνου.

Δύο θεατρικά έργα έχουν ως πηγή έμπνευσης την προσωπικότητα και τον βίο του Δημήτρη Τσαφέντα:

«Tsafendas» του νοτιοαφρικανού Άντον Κρίγκερ (2002)

«I.D.» του άγγλου Άντονι Σερ (2003)

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση