ΙΣΤΟΡΙΑ
Ένα άγνωστο ...ελβετικό ατύχημα της Ιστορίας στην Κρήτη
Το διεθνές μπρα-ντε-φερ σε βάρος της μεγαλονήσου το 1897
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Η Ιστορία της ανθρωπότητας μπορεί να ήταν τελείως διαφορετική, αν η μύτη της Κλεοπάτρας είχε διαφορετικό σχήμα, έγραψε ο Πασκάλ. Και όταν το έγραψε αυτό ο Γάλλος φιλόσοφος, απλά επιβεβαίωνε τη γνωστή ανά τους αιώνες διαπίστωση ότι η Ιστορία είναι μια πινακοθήκη γεγονότων που βασίζονται σε συγκυρίες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Αυτό βέβαια, δίνει τη δυνατότητα σε σύνθεση διαφορετικών σεναρίων της, κάνοντας επιλεκτικές υποθέσεις έκβασης των γεγονότων που τη δημιούργησαν. Μπορούμε για παράδειγμα να υποθέσουμε διάφορα για τη μοίρα του σημερινού κόσμου αν χάνονταν η μάχη του Μαραθώνα και οι περσικοί πόλεμοι στην αρχαιότητα, ή η ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Όπως και σε μικρότερη κλίμακα, μπορούμε να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η μοίρα της Κρήτης και της Ελλάδας σήμερα, αν στο τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας, στα ταραγμένα χρόνια της ημιαυτονομίας του νησιού και στη δίνη του Κρητικού ζητήματος, οι μεγάλες Δυνάμεις δεν επέλεγαν ως ύπατο αρμοστή τον γιο του βασιλιά των Ελλήνων πρίγκιπα Γεώργιο, αλλά έναν …Ελβετό πολιτικό ο οποίος είχε διατελέσει δύο φορές (1881 και 1887) πρόεδρος του Ελβετικού κράτους. Και ναι μεν μπορεί να ακούγεται παραδοξότητα αυτή η υπόθεση, δεν παύει όμως να αποτελεί ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός, που έρχεται στο φως μετά από 120 χρόνια.
Την περίοδο που η Ευρώπη ασχολούνταν με την Κρήτη και η Ελλάδα δεν είχε ακόμη υποχρεώσει τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναστείλουν τις διαπραγματεύσεις τους σχετικά με την οργάνωση της αυτονομημένης νήσου, είχε γίνει επανειλημμένα λόγος για να οριστεί, το ταχύτερο δυνατό, μεταβατική Κυβέρνηση, όχι με πλειοψηφία αλλά με την ομόφωνη σύμπραξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Τούτο θα επιτυγχάνονταν με μια κυβέρνηση που θα έπρεπε να είναι ουδέτερη, με επικεφαλής έναν πολιτικό και όχι έναν πρίγκιπα.
Μετά την έλευση των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί, είχε ωριμάσει η ιδέα του διορισμού ενός Κυβερνήτη που - κατά τα γαλλικά σχέδια - δεν θα ήταν προσωρινός. Θα είχε το ίδιο καθεστώς με τους Άγγλους Κυβερνήτες της Κύπρου και θα ενσάρκωνε την εκτελεστική εξουσία, ενώ σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας των Παρισίων για την ανοικοδόμηση, θα αξιοποιούσε τα έσοδα της χώρας που θα επαρκούσαν για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες, τη δαπάνη για την κατασκευή δρόμων, σχολείων κ.λπ. στο νησί, μόλις αποκαθίστατο η τάξη.
Αν μη τι άλλο, η πρόταση αυτή που η πατρότητά της ανήκε στο Γάλλο υπουργό εξωτερικών, φωτογράφιζε την τοποθέτηση ενός 53χρονου πρώην Ελβετού προέδρου ως Κυβερνήτη του νησιού, θεωρώντας τον ως τον πλέον κατάλληλο για την αποστολή αυτή. Κοντά στη Γαλλία, που διατηρούσε μια υπεροχή στις πρωτοβουλίες για το Κρητικό ζήτημα, και η Αγγλία συμφωνούσε με το σχετικό γαλλικό σενάριο. Η απόβαση του στρατιωτικού αποσπάσματος με το συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος και ο αποκλεισμός, ανέστειλαν τις διαπραγματεύσεις. Όμως ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας Gabriel Hanotaux σε συνεννόηση με τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Félix Faur, μέσω του πληρεξούσιου υπουργού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (πρέσβη) στο Παρίσι Charles Édouard Lardy, έστελνε τον Ιούνιο του 1897 μια «άκρως εμπιστευτική» επιστολή στον πρώην πρόεδρο της Ελβετίας Numa Droz καλώντας τον να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως εντεταλμένος εκπρόσωπος της Ευρώπης, αποδεχόμενος τη θέση του κυβερνήτη της Κρήτης.
Μετά από 120 χρόνια, αυτές οι εκπληκτικές λεπτομέρειες από τα μέχρι σήμερα άγνωστα και απόρρητα διπλωματικά έγγραφα και τις άκρως εμπιστευτικές επιστολές που αντηλλάγησαν τα έτη 1897-1898 από τους πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής διπλωματίας των Μεγάλων Δυνάμεων για την επίλυση του Κρητικού ζητήματος, συνέθεσαν μια εξαιρετικά σημαντική και βαρύνουσα πολυσέλιδη ιστορική έρευνα του διακεκριμένου Γαλλοελβετού φιλέλληνα, ερευνητή, αρχιτέκτονα, εθνολόγου και συγγραφέα Maurice Born, που έγινε στα Κρατικά Αρχεία στο καντόνι του Neuchâtel και σε άλλες πρωτογενείς γαλλικές αρχειακές πηγές, που δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος των Κρητικών Χρονικών που εκδίδει η ΕΚΙΜ.
Η πολύτιμη αυτή ιστορική έρευνα - που θα συζητηθεί πολύ - βασισμένη σε πρωτογενή, άγνωστο και απόρρητο διπλωματικό αρχειακό υλικό, φωτίζει με λεπτομέρειες τα πολιτικά παρασκήνια που τεκταίνονταν στους κύκλους των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς φέρνει στο φως ενδιαφέρουσες πτυχές από τις κρατικές σχέσεις, τη γεωπολιτική στρατηγική, τις πολιτικές ισορροπίες, και τις διπλωματικές συμμαχίες που διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη στο τέλος του 19ου αιώνα με επίκεντρο το Κρητικό ζήτημα, την Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κυρίως όμως, φανερώνει τις κρυφές επιδιώξεις διεκδίκησης σημαντικού ρόλου επιρροής και εμπλοκής στη νέα αναδυόμενη πολιτική πραγματικότητα στην Κρήτη εξαιτίας της διαχρονικής γεωστρατηγικής αξίας της, καθώς και της ανάληψης καθοριστικού ρόλου και ισχύος στο μελλοντικό πολιτικό γίγνεσθαι από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες στην αυγή του 20ου αι.
Τα γεγονότα
Στα μέσα της άνοιξης του 1897 μια αόριστη αναφορά που είχε γίνει στο Numa Droz για τη θέση του Κυβερνήτη της Κρήτης, τον έκανε να σκεφτεί ότι αυτό το σημαντικό καθήκον θα ήτανε «πρόκληση και ευθύνη για εκείνον, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, τη χώρα του, και την Ευρώπη». Δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόταση, πριν όμως «σκεφτεί αρκετά και ζυγίσει τα πράγματα». Πίστευε ότι η αποστολή του θα εξαρτιόνταν από τον συνταγματικό ρόλο που θα είχε ο Κυβερνήτης και από τη θέση του απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις. Χρειάζονταν να διαθέτει την ανεξαρτησία και τη στήριξη που ήταν «απαραίτητες ώστε να χαίρει σεβασμού και εμπιστοσύνης τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, καθώς τα χρήματα και ο στρατός δεν ήταν το παν, σε αντίθεση με την ηθική ισχύ που ήταν ζωτικής σημασίας».
Ο υπουργός εξωτερικών Hanotaux κάλεσε επειγόντως στο Παρίσι τον Droz και τον ενημέρωσε για το σύνολο των καθηκόντων που θα είχε ως Κυβερνήτης, σχέδιο των οποίων θα υποβάλλονταν στις Μεγάλες Δυνάμεις στα μέσα Ιουνίου 1897. Ο Γάλλος ΥΠΕΞ είχε ήδη προετοιμάσει έναν αποδοτικό διπλωματικό δρόμο: η Αγγλία απάντησε «με προθυμία», η Ρωσία «με χαρά», η Ιταλία «με ιδιαίτερη χαρά», η Αυστρία είπε «ναι» αφήνοντας να εννοηθεί πως θα προτιμούσε έναν στρατιωτικό και η Γερμανία «ναι» αφήνοντας όμως υπαινιγμούς πως θα έπρεπε να βεβαιωθούνε πως δεν είναι τόσο φιλέλληνας όσο διάφορες …ελβετικές εφημερίδες.
Ο Γάλλος διπλωμάτης και Γενικός Πρόξενος τα Γαλλίας στα Χανιά Paul Blanc είχε διαβλέψει δυσκολίες στην εφαρμογή του γαλλικού σχεδίου, αλλά εγγυότανε την επιτυχία του αν ήταν εφικτό να μεταναστεύσουν οι μουσουλμάνοι που φαίνεται να ήταν η μόνη λύτρωση γι’ αυτούς, μια που «η παρτίδα για το Σουλτάνο είχε πια οριστικά χαθεί για την Κρήτη». Ο Blanc που συναντήθηκε με τον Γάλλο ΥΠΕΞ, διαβεβαίωνε πως αν τα τουρκικά στρατεύματα αποσυρθούν, οι Έλληνες θα αποδεχθούν την αυτονόμηση και οι μουσουλμάνοι τη μοίρα της προσφυγιάς. Επιπλέον, ο Blanc ήταν σίγουρος πως η υποψηφιότητα του Numa Droz θα τύχαινε θετικής υποδοχής από τους Κρήτες. Ο Ελβετός, παίρνοντας ζεστά το ρόλο του, αφού πρώτα περίμενε να αποσπάσει την τυπική άδεια από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο της Ελβετίας, αρχίζει να επιδίδεται στο σχεδιασμό του επιτελείου του και των στενών συνεργατών του στην Κρήτη. Το νέο του διορισμού του έχει πια διαρρεύσει, και στην Ελβετία επικρατεί ενθουσιασμός. Εκπαιδευτές του στρατού και στελέχη της δημόσιας διοίκησης προσφέρονται να τον συνοδέψουν στο περιώνυμο νησί της Μεσογείου για το οποίο ξεκινούσε μια καινούργια εποχή.
Στη διπλωματία όμως, όπως και στην πολιτική, δεν έλειψαν ποτέ οι ίντριγκες, οι σκευωρίες και οι μηχανορραφίες. Τέλος Ιουνίου 1897, ο Numa Droz μαθαίνει ότι η αμεροληψία του είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση. Μια κατηγορία, που φαινόταν να έρχεται από τη μεριά της Γερμανίας, τον παρουσίαζε ως ένα «φανατικό φιλέλληνα που θα έσπρωχνε την Κρήτη στην αγκαλιά της Ελλάδος». Η αντίδραση του Ελβετού αξιωματούχου ήταν άμεση ενημερώνοντας απογοητευμένος τον Ελβετό πρέσβη στη Γαλλία ότι «αφού δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στην ουδετερότητά του, προτιμούσε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον άλλο, χαρούμενος που δεν θα χρειαστεί να προβεί σε μια τόσο βαριά προσωπική θυσία». Οι Γάλλοι με παρέμβαση του ίδιου του προέδρου της χώρας Félix Faur, τον παρακαλούν να αποδεχτεί την τιμητική αυτή θέση, αφού «λύθηκε η παρεξήγηση με τους Γερμανούς και στο πρόσωπό του επανεπιβεβαιώνεται η ομόφωνη αποδοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ κάθε άρνησή του θα τους ανάγκαζε εξ’ αρχής στην αναζήτηση νέας προσωπικότητας κοινής αποδοχής».
Τα πράγματα όμως είχαν ήδη περιπλεχτεί περισσότερο, αφού από το Μάιο του 1897 κυκλοφόρησαν στη Βέρνη φέιγ βολάν που καλούσαν τους Ελβετούς πολίτες, να σκεφτούν τους χιλιάδες χειμαζόμενους Κρητικούς που απειλούνται από την αιματοβαμμένη προέλαση της Ημισελήνου. Οι προκηρύξεις υπογράφονταν από διάφορες προσωπικότητες με πρώτο το Numa Droz. Οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι βρίσκουν ευκαιρία και συντάσσονται με τις προγενέστερες γερμανικές κατηγορίες: Αυτός που αποκάλεσαν «δυνητικό ουδέτερο Κυβερνήτη μιας Κρήτης που προετοίμαζε την ανεξαρτητοποίησή της και στην οποία η συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων έμοιαζε άλυτο πρόβλημα και ενώ ήδη γνώριζε πως το όνομά του είχε ακουστεί για τη θέση αυτή, υπέγραφε ως επικεφαλής μιας λίστας που εκλιπαρούσε για την παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα, στην οποία έκκληση η απέχθεια προς την Τουρκία ξεχείλιζε».
Σε νέα συνάντηση Hanotaux – Droz τον Ιούνιο, επέρχεται η οριστική ρήξη και παραίτηση του τελευταίου, αφού ο Γάλλος ΥΠΕΞ του επιβεβαιώνει την «επανεμφάνιση και την ένταση των προσκομμάτων για το διορισμό του, τόσο στην Ελβετία, όσο στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Αγγλία και την Ελλάδα». Ο Droz του ζητάει να τον αποδεσμεύσει από την τιμητική θέση καθώς «πιστεύει ότι έπεσε θύμα χειραγώγησης και σκευωριών από την αρχή των διαπραγματεύσεων». Αμέσως μετά την παραίτηση Droz, αρχίζει μια ατελείωτη παρέλαση ονομάτων υποψηφίων για τη θέση του Κυβερνήτη που προτείνονται από διάφορα Κράτη. Στις 25 Αυγούστου 1898, ξεσπάει στο Χάνδακα η γνωστή μας εξέγερση υποκινούμενη από τους μουσουλμάνους, η οποία στρέφεται αρχικά εναντίον της αγγλικής φρουράς και στη συνέχεια εξαπλώνεται σε όλη την πόλη. Το Αγγλικό αίμα που χύνεται εξαναγκάζει τα ευρωπαϊκά κράτη να επισπεύσουν και να τελειώνουν μια και καλή με το Κρητικό ζήτημα, να ζητήσουν την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και το διορισμό Κυβερνήτη.
Το φθινόπωρο του 1898, με την υποψηφιότητα του Numa Droz να έχει ήδη φύγει από το προσκήνιο, ο γάλλος πολιτικός, δοκιμιογράφος και ελληνιστής Victor Bérard συναντά, στα πλαίσια εκδρομής στα βουνά της Κρήτης και στο οροπέδιο του Ομαλού, το διάσημο κρητικό επαναστάτη Χατζημιχάλη Γιάνναρη, ο οποίος απερίφραστα του τονίζει ότι «η Κρήτη θέλει έναν Κυβερνήτη, έναν διοικητή, έναν εργατικό και νομομαθή άνθρωπο, ο οποίος θα ρυθμίσει τις υποθέσεις του νησιού, θα επιβάλλει νομοθεσία κοινή για όλους (…) Δεν χρειαζόμαστε Πρίγκιπα: ο Πρίγκιπας κατασπαράζει τον λαό (...). Η Κρήτη θέλει έναν Ευρωπαίο. Οι Κρήτες θα υποδέχονταν με χαρά αυτόν τον Ελβετό που η Ευρώπη τους είχε ανακοινώσει, αυτόν τον Numa Droz», του οποίου ο Χατζημιχάλης επαναλαμβάνει το όνομα, προσθέτοντας ότι «δεν θα τον αποκαλούσαμε Numa αλλά Νόμιο (άνθρωπο του νόμου)». Ο Χατζημιχάλης τονίζει, ότι «η Κρήτη πρέπει να σκεφτεί τον εαυτό της και πρέπει πρωτίστως να είμαστε Κρήτες (…) Στην Ελλάδα μας είπαν – και το διαπιστώνουμε αυτό εδώ και δέκα μήνες – ότι και το παλάτι κυβερνά με μοναδικό γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον, και όχι το συμφέρον του λαού, και ότι τα εθνικά ιδεώδη η φυλή και η χώρα δεν έχουν σημασία όταν διακυβεύονται τα συμφέροντα του Αφέντη. (…)»
Στα τέλη Ιανουαρίου 1898 μια φημολογία που δεν διαψεύδονταν και που ονομάτιζε το δευτερότοκο γιο του βασιλιά των Ελλήνων πρίγκιπα Γεώργιο για Ύπατο Αρμοστή διάρκειας τριών ετών, ήταν το αποτέλεσμα μιας μυστικής συμφωνίας που ξεκίνησε μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας και αργότερα μεταξύ Αγγλίας και Ιταλίας. Ο κύβος είχε ριφθεί…
Το θέμα όμως Droz επανακάμπτει με έκκληση του βασιλιά Γεωργίου, μέσω του Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Κων. Δεληγιάννη ο οποίος παρακαλεί εμπιστευτικά τον πρώην Ελβετό πρόεδρο να συνοδέψει στην Κρήτη τον 25χρονο γιο του βασιλιά πρίγκιπα Γεώργιο, ως Διοικητής και σύμβουλός του. Ο Droz με μια μακροσκελή επιστολή απαντά θέτοντας ζητήματα δυαρχίας και ταυτοποίησης καθηκόντων. Ο Δεληγιάννης επανέρχεται με νέα ρηματική διακοίνωση κατόπιν νέας έκκλησης του βασιλιά, και ο Droz απορρίπτει οριστικά και αμετάκλητα τις προτάσεις τους, θεωρώντας ότι είναι προσβλητικό για έναν πρώην πρόεδρο της Ελβετίας να βρεθεί στην Κρήτη ως «κερασάκι και μαϊντανός», ουσιαστικά χωρίς εξουσία και αρμοδιότητες, δίπλα σε ένα άπειρο και νεαρό πρίγκιπα.
Μετά από ενάμιση χρόνο υπεκφυγών οι προσπάθειες διορισμού του Ελβετού πρώην Προέδρου, ολοκληρώνονται με την οριστική αποχώρησή του. Ο Droz χαμένος απ’ αυτή την περιπέτεια, «αποσύρεται διατηρώντας την ακεραιότητά του, αηδιασμένος, όπως λέει από τις μεθοδεύσεις που έλαβαν χώρα σε αυτό το παιχνίδι εξαπάτησης» γράφει ο ερευνητής κ. M. Born. Αξίζει να αναρωτηθεί όμως κανείς για τη γαλλική επιμονή πίσω απ’ αυτή την υποψηφιότητα και την οποιαδήποτε ένδειξη κάποιων σκοπιμοτήτων. Κάτι φαίνεται για τις προθέσεις των εμπνευστών της διαβάζοντας μιαν «άκρως εμπιστευτική» επιστολή του Ελβετού πρέσβη στο Παρίσι C. E. Lardy προς τον Ελβετό πρόεδρο Adolf Deucher εκείνη την επίμαχη περίοδο: «Είχα δειλά ονειρευτεί πως η αποστολή αυτή θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας ιδιαιτέρως τιμητικής για τη χώρα μας εποχής. Ενθυμούμενος την πρώτη επιδιαιτησία στην οποία η Ελβετία είχε λάβει μέρος μαζί με άλλες χώρες αντιλαμβάνομαι ότι ο ρόλος της χώρας μας ως διεθνής επιδιαιτητής είχε γίνει ιδιαιτέρως σημαντικός και τον επιτελούσε με σχεδόν επαγγελματικό τρόπο. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσαμε να παρέχουμε τις υπηρεσίες μας στον κόσμο και στην ειρηνευτική διαδικασία με την προσφορά ανθρώπινου δυναμικού στις Μεγάλες Δυνάμεις για την κάλυψη θέσεων που δεν θα έπρεπε να ελέγχονται από καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Προέβλεπα πως στο μέλλον η Κρήτη, η Κωνσταντινούπολη, ο Παναμάς, το Σουέζ ή το Γιβραλτάρ θα εμπιστεύονταν Ελβετούς στο όνομα του διεθνούς δικαίου και προς όφελος της ειρήνης».
Με το ναυάγιο της υπόθεσης Numa Droz μόλις τέλειωνε άδοξα ένα διεθνές μπρα-ντε-φερ σε βάρος της Κρήτης και γραφόταν ο επίλογος ενός ατυχήματος της Ιστορίας που αφορούσε τις διπλωματικές παρακαταθήκες ενός κράτους της Ευρώπης στη Μεσόγειο. Ενός κράτους συνώνυμο με την ουδετερότητα που χαίρει διεθνούς σεβασμού μέχρι σήμερα. Ενός ατυχήματος της Ιστορίας που αφορούσε κυρίως όμως την ίδια την Κρήτη. Τα μεγάλα αυτά γεγονότα πριν από 120 χρόνια μας κάνουν να αναρωτηθούμε σήμερα με πάμπολλα ερωτήματα για την τροπή της ιστορίας, την τύχη της Ελλάδας και κυρίως της Κρήτης, στη Μεσόγειο, την Ευρώπη και τον κόσμο, αν τελεσφορούσε το αρχικό σχέδιο της Γαλλίας και των Μεγάλων Δυνάμεων με το διορισμό ενός πρώην Ελβετού Προέδρου ως Κυβερνήτη της. Τις απαντήσεις ας τις αφήσουμε για τους αντικειμενικούς, αδογμάτιστους και υποψιασμένους αναγνώστες. Κάτι όμως είχε υπαινιχτεί προφητικά από τότε ο επαναστάτης Χατζημιχάλης Γιάνναρης από το οροπέδιο του Ομαλού στα Χανιά…