ΙΣΤΟΡΙΑ
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος - Ένας μεγάλος Κρητικός ζωγράφος
Φεύγει από τη ζωή σαν σήμερα, 406 χρόνια πριν!
SHARE:
«Γύριζα όλη μέρα στα στενά δρομάκια του Τολέδου, οσμιζόμουν θειάφι, σαν να 'χε πέσει κεραυνός, σαν να 'χε διαβεί λιόντας και μύριζε θεριό ο αγέρας, τρεις και πάνω αιώνες ύστερα από το πέρασμά σου. Τι τρομάρα, τι χαρά να περπατάς και να νιώθεις μία μεγάλη ψυχή να καταχτυπάει τα φτερά της από πάνω σου!...»
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε πιθανότατα το 1541 στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης, την εποχή της Βενετοκρατίας. Η ημερομηνία γέννησης του προκύπτει όχι από κάποιο επίσημο έγγραφο της εποχής αλλά με βάση μία ιδιόχειρη σημείωση του, σύμφωνα με την οποία το 1606 ήταν 65 ετών. Ο πατέρας του, Γεώργιος Θεοτοκόπουλος, ήταν φοροσυλλέκτης και έμπορος. Για τη μητέρα του δεν διαθέτουμε πληροφορίες, ενώ άγνωστη παραμένει και η ταυτότητα μίας ενδεχόμενης πρώτης, Ελληνίδας συζύγου του. Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Μανούσο Θεοτοκόπουλο (1531-1604), ο οποίος ακολούθησε το επάγγελμα τού πατέρα τους.
Ήταν Kρητικός ζωγράφος, γλύπτης και αρχιτέκτονας της Ισπανικής αναγέννησης. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά από την πατρίδα του, δημιουργώντας το κύριο σώμα του έργου του στην Ιταλία και στην Ισπανία. Εκπαιδεύτηκε αρχικά ως αγιογράφος, γεγονός που πιστοποιείται από ένα δημόσιο έγγραφο του 1563, ενώ θα πρέπει να μελέτησε από νεαρή ηλικία την αρχαία ελληνική και κλασική γραμματεία, κρίνοντας από την πλούσια βιβλιοθήκη που κληροδότησε μετά το θάνατό του. Λένε πως το όνομα του πρώτου δασκάλου του δεν είναι γνωστό, αν και το όνομα του Ιωάννη Γριπιώτη (1516-69) έχει προταθεί. Στην Κρήτη, που από το 1211 αποτελούσε μέρος της ενετικής επικράτειας, οι ζωγράφοι και οι αγιογράφοι συνδύαζαν το βυζαντινό ιδίωμα με τις Δυτικές επιρροές, φιλοτεχνώντας φορητές κυρίως εικόνες και διαμορφώνοντας τη λεγόμενη «Κρητική σχολή». Στο Χάνδακα εργάζονταν κατά το 16ο αιώνα περίπου διακόσιοι ζωγράφοι, οργανωμένοι σε συντεχνίες σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα. Ο Θεοτοκόπουλος εξοικειώθηκε από νωρίς με έργα καλλιτεχνών της Αναγέννησης που κυκλοφορούσαν στη βενετοκρατούμενη Κρήτη και από το 1563 εξασκούσε επίσημα το επάγγελμα του ζωγράφου. Η πληροφορία αυτή εκμαιεύεται από μία αναφορά στο όνομα του σε επίσημο έγγραφο της εποχής, στην οποία περιγράφεται ως δάσκαλος (maestro Domenigo).Μία από τις πρώτες πληροφορίες που διαθέτουμε για κάποιο έργο του προέρχεται επίσης από άλλο έγγραφο του 1566, σύμφωνα με το οποίο δόθηκε στον Θεοτοκόπουλο άδεια για να πουλήσει με λαχνό μία εικόνα που εκτιμήθηκε στα 70 δουκάτα, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή και ειδικότερα για έναν νέο καλλιτέχνη.
Φεύγει από την Κρήτη για την Ιταλία πιθανότατα το 1567…Ζει στην Βενετία κοντά στους μεγάλους ζωγράφους Τιτσιάνο και Τιντορέττο. Εγκαταλείπει τη ζωγραφική σε ξύλο και ζωγραφίζει πάνω σε μουσαμά. Στη συνέχεια έρχεται στη Ρώμη όπου γνωρίζει εξίσου μεγάλη εκτίμησ . Το Νοέμβριο του 1570 ο Γκρέκο φεύγει για τη Ρώμη. Αυτό είναι βέβαιο αφού υπάρχει η συστατική επιστολή του Ντον Τζούλιο Κλόβιο προς τον Καρδινάλιο Φαρνέζε:
16 Νοεμβρίου 1570, Προς τον καρδινάλιο Φαρνέζε Βιτέρμπο.
«Στη Ρώμη έφτασε ένας νέος Κρητικός μαθητής του Τιτσιάνο, που κατά τη γνώμη μου είναι από τους λίγους που διακρίνονται στη ζωγραφική.Εκτός από τα’ άλλα έργα του, μια προσωπογραφία του κατέπληξε όλους τους ζωγράφους της Ρώμης.Επιθυμία μου είναι να τεθεί υπό την προστασία της Αγίας εκλαμπρότητος και μακαριότητά σας. Δεν θέλει τίποτε άλλο παρά ένα δωμάτιο στο ανάκτορο έως ότου μπορέσει να ταχτοποιηθεί καλύτερα. Γι’ αυτό σας ικετεύω να ευδοκήσετε να γράψετε στον οικονόμο σας κόμητα Λουδοβίκο να του παραχωρηθεί ένα από τα δωμάτια του ανακτόρου σας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Εξοχότητά σας θα κάνει έργο αντάξιό της και εμένα θα υποχρεώσει πολύ. Ασπαζόμενος τη χείρα της εκλαμπροτάτης και μακαριοτάτης εξοχότητός σας ταπεινός δούλος σας».
Ντον Τζούλιο Κλόβιο.
Γράφονται διάφορα που δεν είναι πλήρως επιβεβαιωμένα για την σχέση του με τον Τιτσιάνο σε ότι αφορά την ανάθεση στον Δομίνικο της φιλοτεχνήσεις πάνω από τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου της Καπέλα Σιξτίνα.
Από το χειρόγραφο του Τζούλιο Τσέζαρε Μαντσίνι πληροφορούμαστε πως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία. Εκείνη την εποχή ο Πάπας Πίος ο Ε΄ έδωσε διαταγή να σκεπάσουν μερικές μορφές από τη «Δευτέρα παρουσία» του Μιχαήλ Αγγέλου, γιατί θεωρήθηκαν ασυμβίβαστες με την ιερότητα του χώρου. Ο Γκρέκο, δίχως κανένας να τον καλέσει, διακήρυξε πως αν κατέστρεφαν όλο το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου μπορούσε να το αντικαταστήσει με άλλο σεμνό, κατάλληλο και όχι κατώτερο.
Η διακήρυξη αυτή θεωρήθηκε σαν πρόκληση προς τους άλλους ζωγράφους και πριν απ’ όλα ως έλλειψη σεβασμού προς τη μνήμη ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Ξεσηκώθηκε τεράστιος θόρυβος ύστερα από αυτό και ο Γκρέκο- ξένος όπως ήταν- στάθηκε αδύνατο να αντιπαραταχθεί στην πολεμική και την συκοφαντία όχι μόνο των άλλων ζωγράφων αλλά και του πλήθους. Αυτή η αναπάντεχη εχθρότητα που, για να είμαστε δίκαιοι, προήλθε από τις απερίσκεπτες και εγωιστικές διακηρύξεις του, τον ανάγκασε να αναζητήσει καταφύγιο σ’ άλλη χώρα.
Έτσι αποφάσισε να πάει στη Μαδρίτη (1580), όπου τότε βασίλευε ο Φίλιππος Β΄ , άνθρωπος που προστάτευε τους καλλιτέχνες και τους βοηθούσε. Στην αυλή του Φιλίππου εργάστηκε πολλά χρόνια. Η τέχνη του όμως δεν έμοιαζε με την τέχνη των αυλικών ζωγράφων. Έφερνε κάτι νέο και αναμφισβήτητα ήταν ο πρόδρομος της νεώτερης τέχνης. Οι άλλοι ζωγράφοι δεν είδαν με καλό μάτι το νέο συνάδελφό τους. Φοβήθηκαν κιόλας πως θα τους επισκίαζε γρήγορα. Μερικοί μάλιστα Φλαμανδοί μαζί με τον Πελεγκρίνι ντα Μπολόνια και το Φεντερίκο Τσούκκαρο έπεισαν το Φίλιππο πως δεν αξίζει τίποτα. Η γνώμη τους αυτή έγινε και γνώμη του βασιλιά. Και σε λίγο ο Γκρέκο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αυλή αφού άλλωστε ποτέ δεν είχε προσκληθεί.
Στη Μαδρίτη ο Γκρέκο έκανε πολλές προσωπογραφίες διασήμων ανθρώπων τα καθώς και το εικονοστάσι του Σαν Ντομίγκο ελ Αντίγου. Αφού διέπρεψε σε λίγο διάστημα ως σχεδιαστής κοντά στον αρχιτέκτονα Ερρέρε, φεύγει για το Τολέδο. Εκεί μαθαίνουμε πως ασχολήθηκε και με την αρχιτεκτονική γιατί πεθαίνοντας άφησε και βιβλία αρχιτεκτονικά.
Από τη Μαδρίτη (1584) αποφάσισε την οριστική του εγκατάσταση στο Τολέδο όπου έγινε κιόλας δημότης του. Η πόλη αυτή με το αριστοκρατικό της παρουσιαστικό είχε μια παράδοση καλλιτεχνική και κυρίως στη ζωγραφική την εμπνευσμένη από θρησκευτικά θέματα. Εδώ ο Γκρέκο δημιουργεί τραγικές μορφές γεμάτες μυστικισμό. Προσπαθεί να δείξει τη θρησκευτική, ψυχική θλίψη του ανθρώπου αρνήθηκε τις επίγειες χαρές. Σε λίγο η φήμη του εξαπλώνεται σ’ όλη την Ισπανία. Εδώ ζωγραφίζει το έργο του «Η ταφή του κόμητα Οργκάθ». Ο Γκρέκο, επίσης αναδεικνύεται ως θαυμάσιος προσωπογράφος.
Ο Γκρέκο έμεινε στο Τολέδο ως το τέλος της ζωής του. Από μια ανάκρισή του στα της Ιεράς Εξέτασης μαθαίνουμε αρκετές λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής. Πριν απ’ όλα έμεινε πάντα του Έλληνας και Κρητικός. Σε μια συνομιλία του με ένα μορφωμένο θρησκευτικό ηγέτη (Κοβαρούμπιας) λέει απερίφραστα: «για μένα, δε θα ήθελα να είμαι παρά μονάχα Έλληνας. Στην Κρήτη ονειρευόμουν την Ιταλία, στην Ιταλία ονειρευόμουν την Ισπανία, αλλά τώρα μου φαίνεται πως πρέπει να εύχομαι να γυρίσω πίσω στην Κρήτη».
Όταν ανακρινόταν ο Γκρέκο, ο αιδεσιμότατος Ιεροεξεταστής του είπε:
-Διαβάζω εδώ εκτός από τα’ όνομα του θείου σας Μανούσου Θεοτοκόπουλου, πολλές φορές το όνομα Θεοτοκόπουλος. Ώστε λοιπόν Θεοτοκόπουλος και όχι Θεοτοκόπουλι καθώς σας λένε οι Ισπανοί...
Ο ζωγράφος τα ’χασε μπροστά στο «μέγεθος» της κατηγορίας, που ήρθε να προστεθεί και σε μια άλλη επίσης βαριά κατηγορία: Στο ότι έφαγε κρέας ημέρα νηστείας. Αλλά ο Ιεροεξεταστής, ήξερε τα οικογενειακά του Γκρέκο:
-Λοιπόν Δομήνικε Θεοτοκόπουλι, εκτός από το θείο σας που μένετε μαζί υπάρχει σπίτι σας η Χερόνιμα δε λας Κονέβα, «μεθ’ ής συμβιείτε εν παλλακεία», η θεία της Ευφροσύνη δε λας Κονέβας και το αγοράκι σας, που αναγνωρίσατε καθώς διαβάζω εδώ, μετά τη γέννηση του Χόρχε-Μανουέλ Θεοτοκόπουλος λοιπόν...
Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στο Αναφορά στον Γκρέκο …«...Πάω κι έρχομαι στα στενά δρομάκια, κι ο νους μου χιμάει πίσω γοητευμένος. Στις 8 του Απρίλη του 1614, ένα τέτοιο χαρούμενο πρωινό, η πόρτα του σπιτιού του μεγάλου Κρητικού ήταν ανοιχτή, παιδόπουλα με άσπρα δαντελωτά πουκάμισα στέκονταν στο κατώφλι με κίτρινες λαμπάδες. Ο περήφανος μυστηριώδης ξένος που είχε έρθει, τώρα και σαράντα χρόνια, από τη θάλασσα, είχε πεθάνει.
Όλο το Τολέδο πενθούσε. Ο θρύλος που είχε δημιουργήσει ο βίαιος, λιγομίλητος Κρητικός ζωντανεύει πάλι σήμερα σε όλα τα χείλια. Η ζωή του ήταν παράξενη, τα λόγια του λίγα και τσεκουράτα. Αυτός δεν ήταν που είπε για τον Μιχαήλ Άγγελο: «Καλός άνθρωπος, μα δεν ήξερε να ζωγραφίζει». Αυτός δεν ήταν που έκανε τα φτερά των αγγέλων τόσο μεγάλα που η Εκκλησία τρόμαξε; Αυτός δεν ήταν που έγραψε μια φορά σ’ ένα χαρτί: «Δεν μπορώ πια, βαγκέσασα!»; Κι όταν τον ρώτησε η Ιερά Εξέταση: «Πούθε ήρθες; Γιατί ήρθες;» αυτός αποκρίθηκε: «Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα!». Όταν έτρωγε, είχε μουσικούς στο διπλανό δωμάτιο να τα παίζουν και να ΄φραίνεται τρώγοντας. «Σπαταλούσε, λέει ο φίλος του Ιωσήφ Μαρτίνεθ, σπαταλούσε τα δουκάτα στα μεγαλεία του σπιτιού του!». Το δειλινό αγαπούσε να πηγαίνει στους κήπους του καρδινάλιου Σαντοβάλ υ Ρόχας. Ελιές, πορτοκαλιές, πεύκα, στέρνες με ψάρια, ξωτικά πουλιά, γυμνά αγάλματα, γυναίκες. Εκεί έσμιγε με τους φίλους του- ποιητές, καλόγερους, πολεμιστές, καρδιναλίους. Στους κήπους αυτούς πήγαιναν και οι πιο όμορφες Τολεδάνες αρχόντισσες που καθώς λέει ο Γκρέκο, «λεν περισσότερα με μια λέξη απ’ ότι ένας Αθηναίος φιλόσοφος μ’ ένα βιβλίο…».
Οι πληροφορίες οι σχετικές με το θάνατό του είναι συγκεχυμένες. Το βέβαιο είναι πως στα αρχεία του Αγίου Βαρθολομαίου του Τολέδου, γράφονται τα παρακάτω:
« Στις 7 Απριλίου 1914 πέθανε ο Δομήνικος Γκρέκο, χωρίς διαθήκη. Ενταφιάστηκε στον Άγιο Ντομίγκο Ελ Αντίγονο. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του».
ΠΗΓΕΣ :
Οι μεγάλοι ζωγράφοι από την Αναγέννηση στον Γκρέκο. Εκδόσεις «Fabbri-Μέλισσα», Αθήνα
archive.org
Wikipedia.org
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, El Greco – Ο Έλληνας, Καστανιώτης, Αθήνα 1999
Παντελής Πρεβελάκης, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 2006
Νίκος Χατζηνικολάου (επιμ.), Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, τόμοι Ι-ΙΙΙ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1990
Αναφορά στον Γκρέκο, Νίκος Καζαντζάκης
Cretalive.gr