ΙΣΤΟΡΙΑ
"Δεν είδα γύρω μου να σέβεται κανείς τον άνθρωπο"
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή η σπουδαία Ελληνίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος, Διδώ Σωτηρίου
SHARE:
Δεν είδα γύρω μου να σέβεται κανείς τον άνθρωπο. Είδα να σέβονται τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία, τη μοχθηρία, την ατιμία… «Κατεδαφιζόμεθα », Διδώ Σωτηρίου
Ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά, γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας στις 12 του Απρίλη του 1909 και λίγους μήνες μετά η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώ και Αντρέ Ζιντ. Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941-1944) έλαβε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959. Η υπόθεση του πρώτου αυτού μυθιστορήματος της Διδώς Σωτηρίου αναφέρεται στα θύματα της μικρασιατικής καταστροφής, τον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών και τις σκληρές δοκιμασίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Η Αλίκη Μάζη, ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, αφηγείται τις αναμνήσεις της από τα δραματικά εκείνα γεγονότα.
«Η γιαγιά, δεν παραδεχόταν καμιά αρρώστια εκτός από το μάτι.Ακόμα κι όταν μας έπιαναν ελώδεις, φώναζε την κόνα* Αγγελικώ να μας ξεβασκάνει. Κι εκείνη, άλλο που δεν ήθελε, για να βγάλει κανένα έκτακτο μπαξίσι.* Άναβε λιβάνι και διάφορα βότανα και φτερά και δέρματα και κόκαλα ερπετών και πουλιών στο μπρούτζινο θυμιατό, κι άρχιζε τα ξόρκια της : «Σαντού, Μαντού, η πιο μεγάλ' τσ' νύχτας κι τσ' μέρας, βοήθα να διώξου του κακό...». Με την κόνα Αγγελικώ είχα περάσει πολύ κοντά τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, κι είναι από τις φυσιογνωμίες, που ο χρόνος δεν τις σβήνει στην ανάμνηση, μα τις ζωηρεύει. Ξερακιανή, σβέλτα, με χέρια φαγωμένα από μισόν αιώνα μπουγάδες, μπορούσε να δουλεύει στη σκάφη δώδεκα ώρες και στο μεταξύ να διακόφτει για να μπει στην κουζίνα να φτιάξει κατημέρια, να τηγανίσει «τζιεράκια», να μας λούσει όλα εμάς τα παιδιά, να τρίψει τα μπακίρια, να επιδοθεί σε ξόρκια και γιατροσόφια. Η κόνα Αγγελικώ είχε αδυναμία στα παραμύθια. Ίσως γιατί την απομάκρυναν απ' τη σκληρή ζωή της, ίσως και γιατί σ' αυτά έβρισκε μια διέξοδο η ζωηρή φαντασία της. 'Όταν μας ξεφορτωνόταν η μητέρα, γιατί είχε δικές της συντροφιές, μας μάζευε αυτή γύρω της και μας έλεγε πότε για τις νεράιδες, που βγαίνουν τη νύχτα απ' τα μπουνάρια και ξελογιάζουν με την ομορφιά τους τους άντρες και πότε για τα στοιχειωμένα τσοκαράκια της Βαλιντέ-χανούμ που τη σκότωσε ο άντρας της από ζήλεια κι από τότε τις νύχτες τρέχουν μόνα τους τα τσοκαράκια και φωνάζουν την κυρά τους: «Βαλιντέ! Βαλιντέ!»( Οι νεκροί περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου,1959)
Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 400.000 περίπου αντίτυπα από το 1962 που πρωτοεκδόθηκε.Έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.
«Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της…
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...» (Ματωμένα Χώματα, 1962)
Συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.
Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ ή λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.
Άλλα της έργα είναι: η Εντολή (1976) και το Kατεδαφιζόμεθα (1982). Έχει γράψει επίσης θεατρικά μονόπρακτα, μελέτες και βιβλία για εφήβους, καθώς και ιστορικά δοκίμια. H Μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975) και Τα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου (2009). Το 2004 εκδόθηκε σειρά διηγημάτων της με τον τίτλο Τυχαίο Συναπάντημα και άλλες ιστορίες και το 2011 το μυθιστόρημά της Τα παιδιά του Σπάρτακου. Πρόσφατα μέσα στο 2014 κυκλοφόρησε ένα ακόμα συγκλονιστικό βιβλίο της η Ηλέκτρα. «… Εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό του 1942 οι κρατούμενοι στο Τμήμα Μεταγωγών σταμάτησαν το σουλάτσο κι έβαλαν αυτί. Άκουγαν καλά; Ή μήπως έπαθαν παράκρουση από την πείνα; Ένα χαρούμενο παιδικό γέλιο βγαίνει από το σκοτεινό κελί των κρατουμένων γυναικών. Παιδικό γέλιο σ” έναν τάφο;»…
Έτσι ξεκινά να αφηγείται τη συγκινητική ιστορία της φίλης της, Ηλέκτρας, η Διδώ Σωτηρίου. Η Ηλέκτρα Αποστόλου συμμετείχε στο Αντιπολεμικό και Αντιφασιστικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι το 1935, ανέλαβε αντιφασιστική δράση, κρατήθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, βασανίστηκε και πέθανε αγωνιζόμενη.
Το πρωί της 26ης Ιουλίου 1944 το πτώμα μιας άγνωστης γυναίκας, μεταφέρεται στο νεκροτομείο. Σύμφωνα με το συνοδευτικό έγγραφο, ήταν ένα από τα πολλά θύματα του σφαγείου που λειτουργούσε επί κατοχής στο επιταγμένο ξενοδοχείο Κρυστάλ. Η ιατροδικαστική έκθεση πιστοποίησε ότι το σώμα της γυναίκας έφερε εγκαύματα, είχε υποστεί φρικτές παραμορφώσεις και κακοποιήσεις σε διάφορα όργανα. Η δολοφονημένη γυναίκα είχε συλληφθεί το πρωί της προηγούμενης μέρας από Γκεσταπίτες. Η Αντίσταση είχε χάσει ένα από τα πιο μαχητικά και ευγενικά στελέχη της. Την Ηλέκτρα
«Το καλαντάρι γράφει 8 Σεπτεμβρίου του 1942. Σωθήκανε τα ψέματα. Σήμερα η Ηλέκτρα πρέπει να δώσει το παιδί της, για να “ ναι ελεύθερη να δραπετέψει. Το παιδί ξέρει πως θ” αποχωριστεί τη μάνα του κι είναι ανήσυχο. Στριφογυρνά στην αγκαλιά της, τη φιλάει, αποζητά το χάδι της. Η Ηλέκτρα προσπαθεί να το προετοιμάσει ψυχολογικά. Μα κείνο είναι νευρικό, νιώθει σα να “χασε τη σκεπή πάνω απ” το κεφάλι του. Όλο μουρμουρίζει «Μαμά!» κι ύστερα βουρκώνουν τα ματάκια του και σωπαίνει.
-Έλα, μπρος να παίξουμε, Αγνή. Όμως θα τα φυλάξεις εσύ τώρα, να το ξέρεις. Ζαβολιές δε θέλω…
Δεν πρόλαβε ν” αρχίσει το παιχνίδι. Τη φωνάζουν για επισκεπτήριο. Ένας κόμπος δένεται στο λαιμό της Ηλέκτρας και δεν την αφήνει ν” ανασάνει. Σφίγγει θερμά το παιδί της, το φιλάει στα μάτια, στα μαλλιά , στα χέρια. Ύστερα σηκώνεται αποφασιστικά. Είναι σαστισμένη μα δεν το δείχνει.
-Πάμε Αγνούλα αγάπη μου. Ήρθαν να σε πάρουν καλοί φίλοι. Κοντά τους θα τρως ψωμάκι. Θα σ” αγοράσουν και την κουκλίτσα που θέλεις…».Ηλέκτρα,Διδώ Σωτηρίου
Έχει βραβευθεί με το βραβείο Iπεκτσί (1985), το Κρατικό Ειδικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1989), το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο της προσφοράς της (1990) και τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος (1995).
Η Διδώ Σωτηρίου έφυγε από την ζωή στις 23 Σεπτεμβρίου του 2004. Είχε ζήσει μια συναρπαστική ζωή 95 ολόκληρα χρόνια!
ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia.gr
Kedros.gr
Cretalive.gr