ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Η καλύτερη διαχείριση των συναισθημάτων μπορεί να αποτρέψει την παθολογική γήρανση
Τα τελευταία 20 χρόνια οι νευροεπιστήμονες εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος αντιδρά στα συναισθήματα
Τα αρνητικά συναισθήματα, το άγχος και η κατάθλιψη θεωρείται ότι προάγουν την εμφάνιση νευροεκφυλιστικών ασθενειών και άνοιας. Ποια είναι όμως η επίδρασή τους στον εγκέφαλο και μπορούν να περιοριστούν οι επιβλαβείς επιπτώσεις τους; Νευροεπιστήμονες του Πανεπιστημίου της Γενεύης (UNIGE) μελέτησαν την ενεργοποίηση του εγκεφάλου νεαρών και ηλικιωμένων όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον ψυχικό πόνο των άλλων.
Οι νευρωνικές συνδέσεις των ηλικιωμένων παρουσιάζουν σημαντική συναισθηματική αδράνεια: τα αρνητικά συναισθήματα τις τροποποιούν υπερβολικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδίως στον οπίσθιο φλοιό του προσαγωγίου και στην αμυγδαλή, δύο περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται έντονα στη διαχείριση των συναισθημάτων και στην αυτοβιογραφική μνήμη. Τα αποτελέσματα αυτά, που θα δημοσιευθούν στο «Nature Aging», δείχνουν ότι η καλύτερη διαχείριση αυτών των συναισθημάτων – μέσω του διαλογισμού για παράδειγμα – θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης νευροεκφυλιστικής ασθένειας.
Τα τελευταία 20 χρόνια οι νευροεπιστήμονες εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος αντιδρά στα συναισθήματα.
«Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει τη στιγμή της αντίληψης ενός συναισθηματικού ερεθίσματος», εξηγεί η δρ Όλγκα Κλιμέκι, ερευνήτρια στο Ελβετικό Κέντρο Συναισθηματικών Επιστημών του UNIGE και στο Deutsches Zentrum für Neurodegenerative Erkrankungen.
Ωστόσο, το τι συμβαίνει στη συνέχεια παραμένει ένα μυστήριο, λέει η επιστήμονας. Πώς ο εγκέφαλος αλλάζει από το ένα συναίσθημα στο άλλο; Πώς επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση; Αλλάζει η συναισθηματική μεταβλητότητα με την ηλικία; Ποιες είναι οι συνέπειες για τον εγκέφαλο από την κακή διαχείριση των συναισθημάτων;
Προηγούμενες μελέτες στην ψυχολογία έχουν δείξει ότι η ικανότητα γρήγορης εναλλαγής συναισθημάτων είναι ευεργετική για την ψυχική υγεία. Αντίθετα, οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους και παραμένουν στην ίδια συναισθηματική κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης.
«Στόχος μας ήταν να προσδιορίσουμε ποιο εγκεφαλικό αποτύπωμα παραμένει μετά την προβολή συναισθηματικών σκηνών, προκειμένου να αξιολογήσουμε την αντίδραση του εγκεφάλου και, κυρίως, τους μηχανισμούς ανάκαμψης. Επικεντρωθήκαμε στους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, προκειμένου να εντοπίσουμε πιθανές διαφορές μεταξύ φυσιολογικής και παθολογικής γήρανσης», εξήγησε ο Πατρίκ Βιγιουμέ, καθηγητής στο Τμήμα Βασικών Νευροεπιστημών της Ιατρικής Σχολής και στο Ελβετικό Κέντρο Συναισθηματικών Επιστημών του UNIGE, ο οποίος συνδιευθύνει τη μελέτη.
Δεν είναι όλοι οι εγκέφαλοι ίσοι
Οι επιστήμονες έδειξαν σε εθελοντές σύντομα τηλεοπτικά κλιπ που έδειχναν ανθρώπους σε κατάσταση συναισθηματικής ταλαιπωρίας – κατά τη διάρκεια μιας φυσικής καταστροφής για παράδειγμα – καθώς και βίντεο με ουδέτερο συναισθηματικό περιεχόμενο, προκειμένου να παρατηρήσουν την εγκεφαλική τους δραστηριότητα με τη χρήση λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας. Αρχικά, οι επιστήμονες συνέκριναν μια ομάδα 27 ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών με μια ομάδα 29 ατόμων ηλικίας περίπου 25 ετών. Στη συνέχεια, το ίδιο πείραμα επαναλήφθηκε με 127 ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας.
«Οι ηλικιωμένοι παρουσιάζουν γενικά ένα διαφορετικό μοτίβο εγκεφαλικής δραστηριότητας και συνδεσιμότητας από τους νεότερους», είπε ο Σεμπάστιαν Μπάεζ Λούγκο, ερευνητής στο εργαστήριο Βιγιουμέ και κύριος συγγραφέας αυτής της μελέτης.
«Αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στο επίπεδο ενεργοποίησης του δικτύου προεπιλεγμένης λειτουργίας, ενός εγκεφαλικού δικτύου που είναι ιδιαίτερα ενεργοποιημένο σε κατάσταση ηρεμίας. Η δραστηριότητά του διαταράσσεται συχνά από την κατάθλιψη ή το άγχος, γεγονός που υποδηλώνει ότι εμπλέκεται στη ρύθμιση των συναισθημάτων. Στους ηλικιωμένους, ένα μέρος αυτού του δικτύου, ο οπίσθιος φλοιός, ο οποίος επεξεργάζεται την αυτοβιογραφική μνήμη, παρουσιάζει αύξηση των συνδέσεών του με την αμυγδαλή, η οποία επεξεργάζεται σημαντικά συναισθηματικά ερεθίσματα. Οι συνδέσεις αυτές είναι ισχυρότερες σε άτομα με πολύ άγχος και αρνητικά συναισθήματα».
Ενσυναίσθηση και γήρανση
Ωστόσο, οι ηλικιωμένοι τείνουν να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους καλύτερα από τους νεότερους και να εστιάζουν ευκολότερα σε θετικές λεπτομέρειες, ακόμη και κατά τη διάρκεια ενός αρνητικού γεγονότος. Όμως, οι αλλαγές στη συνδεσιμότητα μεταξύ του οπίσθιου φλοιού του εγκεφάλου και της αμυγδαλής θα μπορούσαν να υποδηλώνουν μια απόκλιση από το φυσιολογικό φαινόμενο της γήρανσης, που επιτείνεται σε άτομα που εμφανίζουν περισσότερο άγχος και αρνητικά συναισθήματα. Ο οπίσθιος φλοιός είναι μία από τις περιοχές που επηρεάζονται περισσότερο από την άνοια, γεγονός που υποδηλώνει ότι η παρουσία αυτών των συμπτωμάτων θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης νευροεκφυλιστικής νόσου.
«Η κακή συναισθηματική ρύθμιση και το άγχος είναι αυτά που αυξάνουν τον κίνδυνο άνοιας ή το αντίθετο; Ακόμα δεν ξέρουμε», είπε ο Σεμπάστιαν Μπάεζ Λούγκο. «Η υπόθεσή μας είναι ότι οι πιο αγχωμένοι άνθρωποι είναι λιγότερο ικανοί να αποστασιοποιηθούν συναισθηματικά. Ο μηχανισμός της συναισθηματικής αδράνειας στο πλαίσιο της γήρανσης θα εξηγείτο τότε από το γεγονός ότι ο εγκέφαλος αυτών των ανθρώπων παραμένει ‘παγωμένος’ σε μια αρνητική κατάσταση συσχετίζοντας τον πόνο των άλλων με τις δικές τους συναισθηματικές αναμνήσεις», ανέφερε ο επιστημονας.
Θα μπορούσε να βοηθήσει ο διαλογισμός;
Η ερευνητική ομάδα διεξάγει επί του παρόντος μια μελέτη διάρκειας 18 μηνών για να αξιολογήσει τα αποτελέσματα της εκμάθησης ξένων γλωσσών και του διαλογισμού.
«Προκειμένου να βελτιώσουμε περαιτέρω τα αποτελέσματά μας, θα συγκρίνουμε τις επιδράσεις δύο τύπων διαλογισμού: της ενσυνειδητότητας, η οποία συνίσταται στην αγκύρωση του εαυτού μας στο παρόν προκειμένου να επικεντρωθούμε στα δικά μας συναισθήματα, και του λεγόμενου «συμπονετικού» διαλογισμού, ο οποίος στοχεύει στην ενεργή αύξηση των θετικών συναισθημάτων προς τους άλλους», έγραψαν οι συγγραφείς.
Η έρευνα αυτή αποτελεί μέρος μιας μεγάλης ευρωπαϊκής μελέτης, MEDIT-AGEING, η οποία έχει ως στόχο να αξιολογήσει την επίδραση των μη φαρμακολογικών παρεμβάσεων για την καλύτερη γήρανση.