ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Η Γαλλία κέρδισε τη «μάχη του R», αλλά ο κίνδυνος δεύτερου κύματος είναι «υπερβολικά υψηλός»
Οι Γάλλοι επιστήμονες υπολόγισαν ότι στην αρχή του lockdown στη Γαλλία το R βρισκόταν στο 3,2 (δηλαδή ένας φορέας του ιού μόλυνε περισσότερα από άλλα τρία άτομα) και η θνητότητα στο 0,8% (δηλαδή πέθαινε σχεδόν ένας ασθενής από τους 100 που μολύνονταν από τον κορωνοϊό). Σήμερα ο δείκτης R εκτιμάται ότι βρίσκεται στο 0,47.
SHARE:
Τα περιοριστικά μέτρα (lockdown) πέτυχαν να μειώσουν σημαντικά τη μετάδοση του κορωνοϊού SARS-CoV-2 στη Γαλλία, αλλά τα αρκετά ακόμη κρούσματα της νόσου Covid-19 και η έλλειψη συλλογικής ανοσίας («αγέλης») στον πληθυσμό καθιστούν «υπερβολικά υψηλό» τον κίνδυνο ενός δεύτερου επιδημικού κύματος, σύμφωνα με μία νέα γαλλική επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Λιονέλ Ροκ του Εθνικού Ινστιτούτου Ερευνών INRAE, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Frontiers in Medicine», επισημαίνουν ότι τα μέτρα στη Γαλλία πρέπει να αρθούν με μεγάλη επιφύλαξη, καθώς καιροφυλακτεί ο κίνδυνος αναζωπύρωσης της επιδημίας.
«Το lockdown ήταν αποτελεσματικό για τη μείωση της μετάδοσης της Covid-19, όμως το δυναμικό ενός δεύτερου κύματος λοιμώξεων είναι άκρως υψηλό. Απέχουμε πολύ από την ανοσία αγέλης και ακόμη υπάρχουν πολλά κρούσματα. Είναι συνεπώς ουσιώδες να ακολουθήσουμε ορισμένους περιορισμούς, προκειμένου να κρατήσουμε, όπως τώρα, αρκετά κάτω από το 1 τον δείκτη μετάδοσης R» δήλωσε ο Ροκ.
Οι Γάλλοι επιστήμονες υπολόγισαν ότι στην αρχή του lockdown στη Γαλλία το R βρισκόταν στο 3,2 (δηλαδή ένας φορέας του ιού μόλυνε περισσότερα από άλλα τρία άτομα) και η θνητότητα στο 0,8% (δηλαδή πέθαινε σχεδόν ένας ασθενής από τους 100 που μολύνονταν από τον κορωνοϊό). Σήμερα ο δείκτης R εκτιμάται ότι βρίσκεται στο 0,47.
«Με το τέλος των περιορισμών τον Μάιο, υπολογίζουμε ότι το 4% του γαλλικού πληθυσμού έχει μολυνθεί από την Covid-19, ποσοστό πολύ χαμηλό για την επίτευξη ανοσίας αγέλης, το κατώφλι της οποίας είναι 69%» ανέφερε ο Ροκ.
Για το δεύτερο κύμα στο μέλλον, οι Γάλλοι επιστήμονες εκτιμούν ότι πιθανώς θα ξεκινήσει με περισσότερα αρχικά κρούσματα από ό,τι το πρώτο. Επίσης διευκρίνισαν ότι είναι σημαντικό να διερευνηθεί πώς διαφέρει ο δείκτης R στο εσωτερικό της χώρας από περιοχή σε περιοχή, ιδίως μεταξύ των αστικών και των επαρχιακών κοινοτήτων.