ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Εντοπισμός όγκων μέσω αιματολογικής εξέτασης
Στο επίκεντρο των επιστημόνων οι «υγρές βιοψίες» για τον εντοπισμό όγκων καρκίνου μέσω της ανάλυσης δειγμάτων αίματος
SHARE:
Μια απλή εξέταση αίματος μπορεί να ανιχνεύσει έως και πέντε διαφορετικούς τύπους καρκίνου έως και τέσσερα χρόνια πριν την εμφάνιση των αρχικών συμπτωμάτων, υποστηρίζουν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της California στο San Diego, μέσω του εντοπισμού όγκων. Η «υγρή βιοψία» όπως την αποκαλούν, επιτρέπει την ανάλυση δειγμάτων αίματος με στόχο τον εντοπισμό μικροσκοπικών θραυσμάτων DNA που απελευθερώνονται από όγκους στο στομάχι, τον οισοφάγο, το έντερο, τον πνεύμονα και το ήπαρ.
Εντοπισμός ή πρόβλεψη;
Οι επιστήμονες πίσω από την μελέτη δήλωσαν ότι η εξέταση δεν είναι πιθανό να προβλέψει τον καρκίνο, μπορεί όμως να εντοπίζει όγκους που δεν έχουν ακόμα εκδηλωθεί με συμπτώματα. Οι «υγρές βιοψίες» αναμένονται να φέρουν θετικές αλλαγές στην διάγνωση του καρκίνου, καθώς οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι έχουν την δυνατότητα να εντοπίζουν αργά αναπτυσσόμενους όγκους νωρίτερα, γεγονός που σηματοδοτεί την συντομότερη αντιμετώπισή τους δίχως την χρήση επεμβατικών μεθόδων. Οι τρέχουσες τεχνικές περιλαμβάνουν δοκιμές απεικόνισης ή συμβατικές βιοψίες, κατά τις οποίες εξετάζεται μέρος που αφαιρείται χειρουργικά.
Στο επίκεντρο οι «υγρές βιοψίες»
Οι «υγρές βιοψίες» βρίσκονται στο επίκεντρο των ερευνητικών ομάδων σε ολόκληρο τον κόσμο, με τους ερευνητές να προειδοποιούν ότι είναι πολύ νωρίς για να πούμε ότι το πρωτοποριακό τεστ λειτουργεί πραγματικά και ότι θα χρειαστούν μεγαλύτερες δοκιμές σε χιλιάδες ασθενείς για να επιβεβαιώσουν τα αρχικά επιστημονικά ευρήματα. Το νέο τεστ «σκανάρει» το DNA του πλάσματος του αίματος, αναζητώντας μοναδικά «αποτυπώματα» που παράγονται από όγκους. Ο καθηγητής Kun Zhang, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης με έδρα το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Ντιέγκο, δήλωσε: «Ο απώτερος σκοπός είναι η ένταξη αυτού του τεστ στις ετήσιες ιατρικές εξετάσεις. Ωστόσο, κρίνεται σημαντικό αφού ολοκληρωθούν οι απαραίτητες δοκιμές με επιτυχία να δοθεί προτεραιότητα σε άτομα με υψηλότερο κίνδυνο, βάσει του οικογενειακού ιστορικού, της ηλικίας ή και άλλων γνωστών παραγόντων κινδύνου» καταλήγει.