ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Ένα βήμα πιο κοντά στην πρόληψη των αιφνίδιων θανάτων βρεφών
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η απουσία του ενζύμου επηρεάζει τη διέγερση του εγκεφάλου, πιθανολογώντας ότι αυτό μειώνει την ικανότητα του βρέφους να ξυπνά ή να ανταποκρίνεται στο εξωτερικό περιβάλλον
Σημαντική πρόοδο στην πρόληψη και αποφυγή των αιφνίδιων θανάτων νεογνών πιστεύουν ότι πέτυχαν οι επιστήμονες.
Η νέα μελέτη που διεξήχθη με δείγματα από 722 παιδιά, εκ των οποίων τα 655 ήταν υγιή, τα 26 είχαν χάσει τη ζωή τους από Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου (SIDS) και τα 41 βρέφη είχαν πεθάνει από άλλες αιτίες, έδειξε ότι ένας βιοχημικός δείκτης του αίματος πιθανόν να συνδέεται με το SIDS.
Ειδικότερα, τα δείγματα αίματος από τα παιδιά που έχασαν τη ζωή τους, συγκρίθηκαν με αντίστοιχα δείγματα υγειών παιδιών, με τους επιστήμονες να διαπιστώνουν ότι η δραστηριότητα του ενζύμου βουτυρυλοχολινεστεράση (BChE), ήταν σημαντικά χαμηλότερη στα μωρά που πέθαναν από SIDS σε σύγκριση με τα ζωντανά βρέφη και άλλους θανάτους βρεφών.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η απουσία του ενζύμου επηρεάζει τη διέγερση του εγκεφάλου, πιθανολογώντας ότι αυτό μειώνει την ικανότητα του βρέφους να ξυπνά ή να ανταποκρίνεται στο εξωτερικό περιβάλλον.
«Μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε τι προκαλεί την έλλειψη διέγερσης. Τώρα που ξέρουμε ότι εμπλέκεται η BChE μπορούμε να αρχίσουμε να αλλάζουμε την έκβαση για αυτά τα μωρά και να κάνουμε το SIDS παρελθόν», δήλωσε η Χάρινγκτον και συνέχισε: «Ένα φαινομενικά υγιές μωρό που πέφτει για ύπνο και δεν ξυπνάει είναι ο εφιάλτης κάθε γονέα και μέχρι τώρα δεν υπήρχε κανένας απολύτως τρόπος να γνωρίζουμε ποιο βρέφος θα υποκύψει».
Η τραγωδία της ερευνήτριας
Επικεφαλής της έρευνας ήταν η δρ. Κάρμελ Χάρινγκτον από το νοσοκομείο Παίδων Westmead της Νέας Νότιας Ουαλίας, η οποία βίωσε και η ίδια την τραγωδία πριν 29 χρόνια.
Τότε, έχασε τον δικό της γιο στον ύπνο του, με την ίδια να βάζει σκοπό να εντοπίσει το λόγο που οδηγεί τα βρέφη στον θάνατο.
«Κανείς δεν μπορούσε να μου εξηγήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Απλώς είπαν ότι ήταν μια τραγωδία. Αλλά ήταν μια τραγωδία που δεν ταίριαζε καλά στον επιστημονικό μου εγκέφαλο» σημείωσε η δρ. Κάρμελ Χάρινγκτον.