ΕΛΛAΔΑ
Θετική η ΟΚΕ στην Πρόταση Οδηγίας για την θέσπιση κατώτατου μισθού στην ΕΕ
Οι τοποθετήσεις των κομμάτων
SHARE:
«Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, διαχρονικά, συντάσσεται θετικά με τις πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της Πρότασης Οδηγίας και την εφαρμογή ενός σύγχρονου πλαισίου, για την επάρκεια των κατώτατων μισθών στις χώρες- μέλη» ανέφερε ο πρόεδρός της Ιωάννης Πάιδας, τονίζοντας πως «αυτό θα εμβαθύνει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και θα αναδείξει τη σημασία των συλλογικών διαδικασιών και της διαβούλευσης στην βελτιώσει του επιπέδου ευημερίας των ευρωπαίων πολιτών».
Η πρωτοβουλία αυτή, υπογράμμισε ο πρόεδρος της ΟΚΕ, έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία και θα επιδράσει δομικά στην οικονομία και την κοινωνία της ΕΕ, καθώς με την πανδημία τα στρώματα εκείνα που βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας ή όσοι συμπολίτες μας απασχολούνται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας θα είναι ακόμα περισσότερο ευάλωτοι. Παράλληλα, παρατήρησε πως υπάρχουν πλέον και νέες μορφές εργασίας όπως η τηλεργασία, οι οποίες οδηγούν σε μεγέθυνση των μισθολογικών διαφορών. Χαρακτηριστικά ανέφερε πως «σύμφωνα το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, στα 2/3 των χωρών οι μέσοι μηνιαίοι μισθοί μειώθηκαν, ενώ εκτιμάται πως η πανδημική κρίση, είναι πιθανόν να προκαλέσει και μετά τη λήξη της, σημαντική συμπίεση για τους μισθούς. Οι μισθοί των γυναικών και των χαμηλόμισθων εργαζομένων έχουν ήδη επηρεαστεί δυσανάλογα προς την κρίση». Ο πρόεδρος της ΟΚΕ προσέθεσε πως «σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε η πρόεδρος της Κομισιόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 10% των εργαζόμενων βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, οριακά υψηλότερο είναι το ποσοστό για την Ελλάδα -ανέρχεται στο 10,2%-, για δε τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση το ποσοστό αυτό είναι της τάξης του 20,9%, ενώ δυσμενέστερα είναι τα αντίστοιχα ποσοστά για τους ανέργους, όπου του ποσοστό φτάνει στο 44,9%, αλλά και για τους επαγγελματίες, επιχειρηματίες που βρέθηκαν εκτεθειμένοι σε συνθήκες μηδενικής ζήτησης κατανάλωσης και με ανεπαρκές πλαίσιο κοινωνικής προστασίας».
Σχολίασε πως η δεκαετής οικονομική κρίση στην Ελλάδα και τα προγράμματα κοινωνικής προσαρμογής, είχε ως αποτέλεσμα ο κατώτατος μισθός να μειωθεί σημαντικά και μετά αυτός επανήλθε μόνο μερικώς.
Ο εισηγητής της ΝΔ Κωνσταντίνος Μαραβέγιας τόνισε πως η Πρόταση της Οδηγίας μέσα από 19 άρθρα έρχεται να θέσει τους βασικούς κανόνες ενός πλαισίου για την εξασφάλιση επαρκών κατώτατων μισθών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διασυνδέοντας σωστά τον καθορισμό του με μια σειρά αντικειμενικών κριτηρίων. Σημείωσε πως «δεν υπάρχουν μαγικά νούμερα για τον καθορισμού του κατώτατου μισθού ούτε σε 751 ευρώ, ούτε 1.500 ευρώ- κάτι άλλωστε που φάνηκε και από τη νομοθετική παρέμβαση, στις αρχές του 2019 που έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση με την οποία κάθε άλλο παρά αύξησε τελικά τα λεφτά στην τσέπη των εργαζομένων».
Η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου σημείωσε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκείνη που κατάργησε τον «ντροπιαστικό υποκατώτατο μισθό» και παρατήρησε πως η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αν και είχε δεσμευτεί ότι το 2020 θα έκανε περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού δεν το έπραξε. Αντιθέτως «παγώνει και μεταθέτει την οποιαδήποτε συζήτηση». Εκτίμησε πως η κυβέρνηση «θα φέρει νέα τροπολογία για περαιτέρω πάγωμα και παράταση σε ό,τι αφορά το θέμα του κατώτατου μισθού». Χαρακτήρισε σημαντική την Πρόταση Οδηγίας καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, το 1/3 των εργαζομένων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς με μισθό που είναι στα 200 ευρώ.
Η εισηγήτρια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρατήρησε πως η Πρόταση Οδηγίας έχει διαφορετική προσέγγιση με την πολιτική που ακολουθεί και εφαρμόζει η κυβέρνηση. Ειδικότερα είπε πως η Οδηγία αναφέρει ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και όχι να είναι επίδομα. Ενισχύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, σε αντίθεση με την κυβέρνηση που τις έχει αποδυναμώσει ή όπως κάνει και το σχέδιο Πισσαρίδη.
Η κυρία Ξενογιαννακοπούλου εξέφρασε την αντίθεσή της στην έννοια της εξαίρεσης της ναυτιλίας λέγοντας πως «το ναυτικό επάγγελμα πρέπει να είναι στην Οδηγία, λαμβάνοντας, όμως, κάποιες ειδικές πρόνοιες -και αυτό είναι ένα θέμα διαπραγμάτευσης- εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που έχει».
Ο ειδικός αγορητής του ΚΙΝΑΛ Γιώργος Μουλκιώτης, από την δική του πλευρά ανέφερε πως το 10% των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζει υπό συνθήκες φτώχειας, το 21,7% του πληθυσμού πλήττεται από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ στην Ελλάδα η φτώχεια συνεχίζει να χτυπάει κόκκινο έχοντας τους περισσότερους φτωχούς εργαζόμενους στην Ευρωζώνη. Τόνισε πως η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι μονόδρομος, υπογραμμίζοντας ότι «ένας δίκαιος μισθός πρέπει να καλύπτει τις βασικές οικονομικές ανάγκες, να λειτουργεί αναπτυξιακά, να αποκλείει κινδύνους φτωχοποίησης και αποκλεισμού και να καλύπτει τις κοινωνικές ανάγκες του εργαζόμενου». Υποστήριξε πως ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να προσαρμοστεί τουλάχιστον στο 60% του ενδιάμεσου μισθού, βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος, το οποίο θα συμφωνηθεί έπειτα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, στο πλαίσιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Η Πρόταση Οδηγίας άλλωστε, επισήμανε, στηρίζει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Εμείς, ως ΚΙΝΑΛ, είπε, επιμένουμε: Να επανέλθει πλήρως η αρμοδιότητα της διαμόρφωσης των αμοιβών ασφαλείας των κατώτατων αποδοχών στους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, να κηρύσσονται υποχρεωτικές, να είναι καθολικές και δεσμευτικές. Δεν είναι δουλειά της εκτελεστικής εξουσίας, να βάζει διατίμηση στην εργατική δύναμη. Οι μισθοί θα πρέπει να συγκλίνουν και όχι να αποκλίνουν από το μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Ο εδικός αγορητής του ΚΚΕ Χρήστος Κατσώτης παρατήρησε πως ο υπουργός Εργασίας κατά την τοποθέτησή του επιχείρησε να καθησυχάσει τους επιχειρηματίες ότι η Πρόταση της Οδηγίας δεν επιφέρει καμία αλλαγή ως προς το νομοθετικό πλαίσιο που διασφαλίζει τέτοιους μισθούς, ώστε η κερδοφορία τους να συνεχίζεται. Επίσης, είπε, καθησύχασε και τους εφοπλιστές ότι θα διεκδικήσει την εξαίρεσή τους. Η Οδηγία αυτή, είπε ο βουλευτής, «επιδιώκει να νομιμοποιήσει ουσιαστικά τους εξευτελιστικούς μισθούς, αφού αυτοί θα καθορίζονται από την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την καπιταλιστική ανάπτυξη». Χαρακτήρισε όλη αυτή τη συζήτηση παραπλανητική για τους εργαζόμενους και την παρομοίωσε «με λόγια του αέρα».
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης Βασίλης Βιλιάρδος ανέφερε πως η Οδηγία αναλίσκεται σε μια γενικόλογη πολιτικολογία, παρατήρησε πως οι μισθολογικές διαφορές που υπάρχουν στην ΕΕ καθιστούν την οποιαδήποτε κεντρική νομοθέτηση εντελώς ουτοπική. Η Γερμανία, η Ολλανδία και λιγότερο η Αυστρία, ανέφερε ο βουλευτής, «εφαρμόζουν από το ξεκίνημα της ευρωζώνης ένα αθέμιτο μισθολογικό ντάμπινγκ μέσω του οποίου υποτιμούν έμμεσα τα νομίσματά τους με κριτήριο το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος. Έτσι έχουν αυξήσει ύπουλα την ανταγωνιστικότητά τους». Υποστήριξε πως η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι στήριξη και της κατανάλωσης και του ΑΕΠ, αλλά εκτίμησε πως δεν μπορεί να γίνει τίποτα όσο συνεχίσουν να έρχονται στη χώρα μας φθηνοί μετανάστες που οι περισσότεροι εργάζονται παράνομα και κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Αναρωτήθηκε πόσο σημασία έχει ο κατώτατος μισθός όταν υπάρχει σε τέτοια ύψη η μερική απασχόληση και η ανεργία στην Ελλάδα και κατέληξε λέγοντας πως ο σκοπός της Οδηγίας είναι να διαμορφωθεί ο κατώτατος μισθός στο 60% του διάμεσου μισθού ή στο 50% του μέσου μισθού, «κάτι όμως που δεν θα σημάνει κάτι για τη χώρα αφού ήδη ο κατώτατος μισθός είναι περίπου στα 350 έως 400 ευρώ».
Η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ25 Σοφία Σακοράφα τόνισε πως το θέμα αυτό θα πρέπει να συζητηθεί στην Ολομέλεια, όπως έχει ζητήσει το κόμμα της, καθώς στην μετά covid εποχή έχει τεράστια σημασία για αυτό το μεγάλο πλήθος των εργαζομένων που αμείβονται με κατώτατο μισθό. Επέκρινε την κυβερνητική πολιτική, λέγοντας πως «δύο πράγματα αυξάνει σταθερά, τους ανέργους και τους εργαζόμενους με κατώτατους μισθούς». Ζήτησε να γνωμοδοτήσει η Διεύθυνση Συλλογικών Ρυθμίσεων του Υπουργείου Εργασίας σχετικά με την εξαίρεση του ναυτικού επαγγέλματος. Κάλεσε την κυβέρνηση να φέρει στη Βουλή για Κύρωση τη Σύμβαση 131 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας καθώς και τη σύμβαση 154 του 1981, για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αναφορικά με την Πρόταση Οδηγίας, μεταξύ άλλων παρατήρησε ότι έτσι όπως τίθεται το κριτήριο της παραγωγικότητας της εργασίας, είναι απόλυτα ασαφές.