ΕΛΛAΔΑ
Τέλος έβαλε το ΣτΕ σε απαιτήσεις 80 εκατ. του καζίνο Λουτρακίου
Η αντιδικία αφορούσε επιπλέον συμμετοχή του Δημοσίου στα μεικτά κέρδη του καζίνο Λουτρακίου και ετήσιο τέλος
SHARE:
Τους τίτλους τέλους στη διεκδίκηση τουλάχιστον 80 εκατ. ευρώ από το ελληνικό Δημόσιο έβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Το ποσό αυτό διεκδικούσε το καζίνο Λουτρακίου από το Δημόσιο και η απόφαση του ΣτΕ, που καθαρογράφηκε τις προηγούμενες ημέρες, απέρριψε την επιστροφή του παραπάνω ποσού.
Ειδικότερα, η 803/2020 απόφαση του ΣτΕ έκανε δεκτές τις αιτήσεις αναίρεσης που κατέθεσαν το Δημόσιο και η «Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας Α.Ε.» κατά της 8/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης (ΔΕΤ). Το τελευταίο είχε κάνει δεκτή προσφυγή του καζίνο Λουτρακίου κατά του Δημοσίου για την έντοκη επιστροφή 36,2 εκατ. ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέντων. Πρόκειται για ποσά που το καζίνο Λουτρακίου κατέβαλε στο Δημόσιο κατά το χρονικό διάστημα 2010-2013 και τα οποία αντιστοιχούν:
α) Στο επιπλέον ποσοστό της συμμετοχής του Δημοσίου στα μεικτά έσοδά του (gross gaming revenues) από τα τυχερά παίγνια (33% αντί για 20%).
β) Στο επιπλέον ετήσιο τέλος (730.000 αντί για 145.000 ευρώ).
Τα επιπλέον αυτά ποσά η διοίκηση του καζίνο Λουτρακίου συμφώνησε ότι θα καταβάλει στο Δημόσιο με ιδιωτικό συμφωνητικό που συνήψε το 1995 με τον τότε υπουργό Ανάπτυξης, για όσο χρονικό διάστημα λειτουργεί στον Νομό Αττικής ένα μόνο καζίνο.
Το 2013, ωστόσο, αντιμετωπίζοντας μεγάλα οικονομικά προβλήματα, η επιχείρηση προσέφυγε στα δικαστήρια θεωρώντας αθέμιτη τη συμμετοχή του Δημοσίου κατά το επιπλέον 13% στα μεικτά έσοδά της. Η προσφυγή αφορούσε την περίοδο 2010-2013, με το συνολικό ποσό που διεκδικούσε να ανέρχεται στα 36,2 εκατ. ευρώ. Με τις προσαυξήσεις το ποσό είχε ξεπεράσει τα 44 εκατ. ευρώ το 2018.
Τη χρονιά εκείνη, το ΔΕΤ δέχθηκε το σκεπτικό της επιχείρησης καζίνο, κρίνοντας ότι η συμμετοχή του Δημοσίου στα μεικτά κέρδη των καζίνο και το ετήσιο τέλος των καζίνο έχουν τον χαρακτήρα φόρου. Ως εκ τούτου, η επιπλέον συμμετοχή του Δημοσίου στα μεικτά κέρδη του καζίνο Λουτρακίου και το επιπλέον ετήσιο τέλος τού «επιβλήθηκαν» μη νομίμως με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, διότι ως φόροι έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος, να είχαν επιβληθεί διά τυπικού νόμου.
Το ΣτΕ αναίρεσε εξ ολοκλήρου την απόφαση του ΔΕΤ και απέρριψε την προσφυγή του καζίνο Λουτρακίου. Εκρινε συναφώς ότι τα επίδικα ποσά καταβλήθηκαν από το καζίνο Λουτρακίου αποκλειστικά επί τη βάσει της ως άνω ιδιωτικής συμφωνίας και όχι ως υποχρεωτικές παροχές κατ’ εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας
ή κατόπιν καταλογισμού των ποσών αυτών ως φόρων.
Ουσιαστικά έκρινε ότι η συμμετοχή του 33% συνιστά αντάλλαγμα για την άδεια καζίνο και όχι φόρο. Κατά τούτο τα ποσά αυτά νομίμως καταβλήθηκαν από το καζίνο Λουτρακίου στο Δημόσιο.
Η απόφαση του ΣτΕ είναι αμετάκλητη. Επηρεάζει μάλιστα και τις λοιπές παρεμφερείς προσφυγές του καζίνο Λουτρακίου κατά του Δημοσίου (τουλάχιστον τρεις προσφυγές) που εκκρεμούν σήμερα ενώπιον των ΔΕ Τρίπολης και Αθηνών και με τις οποίες το καζίνο αξιώνει από το Δημόσιο την επιστροφή επιπλέον 30 εκατ. ευρώ (πλέον των τόκων). Οι προσφυγές αυτές δεν έχουν πλέον καμία τύχη.
Επιπροσθέτως, η απόφαση του ΣτΕ ανοίγει τον δρόμο στην ΑΑΔΕ και στην Επιτροπή Παιγνίων να διεκδικήσουν ποσά που δεν κατέβαλε το καζίνο Λουτρακίου για το μεγαλύτερο μέρος του 2018, σε εφαρμογή της απόφασης του ΔΕΤ. Η εταιρεία, μετά την απόφαση του ΔΕΤ, κατέβαλε το 20% αντί για το 33% των μεικτών εσόδων που προβλεπόταν. Το ποσό που προκύπτει ως διαφορά και μπορεί να διεκδικηθεί από το Δημόσιο εκτιμάται σε 7 εκατ. ευρώ.
Παράγοντες της αγοράς σημείωναν ότι η απόφαση αυτή επαναφέρει την ισορροπία στην αγορά, καθώς η επιχείρηση του Λουτρακίου μέχρι τώρα επιβιώνει μην καταβάλλοντας είτε τη συμμετοχή του Δημοσίου, είτε τα δεδουλευμένα στο προσωπικό, είτε τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία.
«Δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο για δύο μέτρα και σταθμά ως προς τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων, μεταξύ προβληματικών και υγιών επιχειρήσεων», ανέφεραν οι ίδιες πηγές και πρόσθεταν πως «μέτοχοι και διοικήσεις πρέπει να αναλάβουν τις σοβαρότατες ευθύνες τους, πρώτα απ’ όλα έναντι του προσωπικού τους, και να προσαρμοστούν στις συνθήκες και το κράτος έχει εξίσου σοβαρή ευθύνη να διασφαλίζει αλλά και να εφαρμόζει ίδιους κανόνες για όλες τις πλευρές».