Μια θλιβερή πτήση πάνω από έναν τόπο ανείπωτης θηρίωδιας, που αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα. Πετάμε πάνω από τον λόφο όπου δολοφονήθηκαν 218 άμαχοι, στο Δίστομο Φωκίδας από τις δυνάμεις των Γερμανών Ναζί στις 10/06/1944.
Ακολουθούν αναλυτικά τα γεγονότα:
Στις 10 Ιουνίου του 1944 ο εικοσιεξάχρονος τότε Φριτς Λάουτενμπαχ, λοχαγός των SS του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να μετακινήσει το λόχο του από τη Λειβαδιά προς τα χωριά Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στη δυτική πλευρά του Ελικώνα. Σα δόλωμα οι Γερμανοί είχαν δύο επιταγμένα Ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, που προπορεύονταν της κύριας φάλαγγας. Ταυτόχρονα ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Άμφισσα κατευθύνονταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν το 2ο λόχο. Οι τρεις λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει αντάρτες εκτός από 18 παιδιά που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν.
Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και εκφοβίζοντας τους χωρικούς έμαθαν ότι υπήρχαν αντάρτες στο Στείρι. Ο 2ος λόχος κατευθύνθηκε προς τα εκεί και στη θέση Λιθαράκι, περιοχή του Στειρίου, έπεσε σε ενέδρα ανταρτών του 11ου λόχου του 3ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Η μάχη του Στειρίου ήταν σκληρή και κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση.
Αν και από το χωριό Δίστομο τα Γερμανικά στρατεύματα δε δέχθηκαν κάποια πρόκληση (παρόλο που μεταπολεμικά το ισχυρίστηκαν οι Γερμανοί κατηγορούμενοι της σφαγής), για λόγους αντεκδίκησης ο 2ος λόχος του 8ου Συντάγματος της 4ης Αστυνομικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των Ες Ες άρχισε τη σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό. Η μανία τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ξεχώριζαν από το μακελειό ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους. Τον ιερέα του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Η σφαγή σταμάτησε μόνον όταν νύχτωσε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Λειβαδιά, αφού πρώτα έκαψαν τα σπίτια του χωριού. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και κατά την επιστροφή των Γερμανών στη βάση τους, καθώς σκότωναν όποιον άμαχο έβρισκαν στο δρόμο τους. Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και οι 111 άντρες, ανάμεσά τους 53 παιδιά κάτω των 16 χρόνων. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Eλβετού George Wehrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά λίγες μέρες μιλάει για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή, με πτώματα να κρέμονται ακόμα και από δέντρα περιμετρικά του δρόμου που οδηγεί στο χωριό.
Στις 24 Ιουνίου 1944, οι Γερμανοί επανήλθαν και έκαψαν τα σπίτια και τις θημωνιές στα αλώνια του Στειρίου, χωρίς ανθρώπινες απώλειες αφού οι κάτοικοί του είχαν προλάβει να κρυφτούν σε γειτονικές του χωριού δύσβατες περιοχές.
Ο λοχαγός των SS Φριτς Λάουτενμπαχ (Fritz Lautenbach) είναι ο άνθρωπος που εκτέλεσε την εντολή για τη σφαγή του Διστόμου, ο οποίος και μετά το τέλος της συνέταξε ψευδή αναφορά που ανέφερε ότι οι άνδρες του δέχθηκαν επίθεση "με όλμους, αυτόματα όπλα και τουφέκια από τη μεριά του Διστόμου". Η αναφορά του Lautenbach αμφισβητήθηκε αμέσως καθώς ο Georg Koch, πράκτορας της μυστικής υπηρεσίας, o οποίος συνόδευε επίσης το τάγμα, υπέβαλλε ξεχωριστή αναφορά κατά την οποία βεβαίωσε ότι το τάγμα στην πραγματικότητα έπεσε σε ενέδρα πολλά μίλια έξω από το Δίστομο. Ο Koch προσθέτει επίσης ότι μόνο αφού το τάγμα είχε αποτελεσματικά απωθήσει τους "αντάρτες", έκανε μεταβολή προς το Δίστομο για να διεκπεραιώσει τη σφαγή.
Στην ανάκριση που ακολούθησε, ο Λάουτενμπαχ υπερασπίστηκε τις επιλογές του λέγοντας ότι προτίμησε συνειδητά να ακολουθήσει το πνεύμα των διαταγών, παρά το γράμμα. Επίσης, δήλωσε ότι γνώριζε πως η επιλογή του μπορούσε να θεωρηθεί ανυποταξία, ωστόσο ήλπιζε να εγκριθεί εκ των υστέρων, βάσει των ανθρωπιστικών και στρατιωτικών ιδανικών.Σημειώνεται ότι στο στρατοδικείο που ακολούθησε, δεν κλήθηκε κανένας Έλληνας μάρτυρας.
Ένας από τους επικεφαλής που θεωρήθηκε επίσης υπεύθυνος για τη σφαγή στο Δίστομο, ο Χανς Τσάμπελ (en:Hans Zampel), μετά το τέλος του πολέμου συνελήφθη στη Γαλλία και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Στην πορεία ζητήθηκε η μεταφορά του στη Γερμανία για τις εκεί έρευνες όπου και παρέμεινε. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ζει ως σήμερα ελεύθερος.
Μέλη του ίδιου συντάγματος είχαν πραγματοποιήσει ένα μήνα μόλις πριν, τη Σφαγή της Κλεισούρας με 273 αμάχους νεκρούς ανάμεσα τους παιδιά και βρέφη.
«Αντίκρισα στη μέση του σπιτιού την αδελφή μου ανάσκελα, γυμνή από τη μέση και κάτω. Το φουστάνι της ήταν γυρισμένο προς τα πάνω και σκέπαζε το σχισμένο και κομματιασμένο στήθος της, το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο, όλο το σώμα της κατακομματιασμένο. Μα το χειρότερο και φρικαλεότερο θέαμα ήταν, όταν από τη στάση του σώματός της κατάλαβα ότι οι Γερμανοί είχαν βιάσει το άψυχο κορμί της. Δίπλα της βρισκόταν το τεσσάρων μηνών κοριτσάκι της λογχισμένο, με σπασμένο το κεφαλάκι του, και στο στόμα του είχε τη ρώγα του στήθους της μάνας του που είχαν κόψει εκείνοι οι κανίβαλοι. Το άλλο κοριτσάκι της, η 6χρονη Ελένη, βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού μέσα σε μια λίμνη αίματος με βγαλμένα τα σπλάχνα του. Το είχαν ξεκοιλιάσει με μαχαίρι. Το αγόρι της, ο 3χρονος Γιάννης, το βρήκα νεκρό στην αυλή με λιωμένο κεφάλι».