ΕΛΛAΔΑ

Οι τελευταίοι τσαρουχάδες της Αθήνας

Ο Άρης Βέης φτιάχνει τσαρούχια εδώ και 28 χρόνια σε ένα ημιυπόγειο στο Μπραχάμι

Οι τελευταίοι τσαρουχάδες της Αθήνας

Δεκάδες καλαπόδια, πλαστικά ή ξύλινα, και τσαρούχια σε κάθε γωνιά του χώρου, μυρίζουν έντονα δέρμα. Μερικά γυαλιστερά έτοιμα για χρήση, άλλα μισοτελειωμένα, για ενήλικους ή παιδικά, με ή χωρίς τη φούντα τους, ανάμεσά τους και δυο-τρία συλλεκτικά που θα μπορούσαν να εκτίθενται σε κάποιο λαογραφικό μουσείο, όλα τους προορίζονται για ξεχωριστή χρήση.

«Πού να ′βλεπες τι γίνεται εδώ τις μέρες πριν την 25η Μαρτίου, ντάνες με τσαρούχια για να φορεθούν σε κάθε μεριά της Ελλάδας», θα μου πει ο Άρης Βέης, τσαρουχοποιός για πάνω από 28 χρόνια. Το μαγαζί άνηκε στη νονά του γιου τoυ και άνοιξε στην Αθήνα το ′60 – η ιστορία του όμως πάει αρκετές δεκαετίες ακόμα πιο πίσω, στην Αταλάντη, σε δεξιοτέχνες τσαρουχάδες πάππου προς πάππου. Ο Άρης δούλευε κοντά της μαθαίνοντας την τέχνη κι όταν αυτή συνταξιοδοτήθηκε, το πήρε, έβαλε τη δική του προσωπική πινελιά, μινιατούρες από διακοσμητικά τσαρουχάκια από τα παλαιοπωλεία του Ψυρρή που επισκέπτεται στον ελεύθερο χρόνο του, και το αγάπησε για μια ζωή. Το τσαρούχι γι'αυτόν δεν είναι απλά δουλειά.

«Η δημιουργία τσαρουχιού είναι μια μορφή τέχνης για μένα, όπως είναι για παράδειγμα η φωτογραφία για κάποιον φωτογράφο. Όλοι μπορούν να φτιάξουν τσαρούχια αρκεί να τους μάθει τον τρόπο κάποιος εξιδεικευμένος τεχνήτης και να έχουν υπομονή γιατί θέλει κόπο. Εγώ φτιάνω τσαρούχια αλλά ξέρω να φτιάξω και ένα παπούτσι χορού, να βάλω ένα τακούνι, ένας κοινός τσαγκάρης όμως δεν μπορεί να φτιάξει τσαρούχι αν δεν το έχει διδαχθεί. Η δουλειά γίνεται όλη στο χέρι: Παίρνεις ειδικό δέρμα, το κόβεις και φτιάχνεις το φόντι που μετά το μοντάρεις στο καλαπόδι για να πάρει το κατάλληλο σχήμα. Θέλει μια επιπλέον μέρα για να κολλήσει καλά, να στεγνώσει το πετσί, και φυσικά τοποθετείς και τη σόλα που την καθαρίζεις με την φαλτσέτα γύρω-γύρω για να είναι τέλεια. Στο τέλος κολλάς το μαλλί και το ψαλιδίζεις να βγει στο μέγεθος της φούντας που πρέπει. Σαν διαδικασία χρειάζεται δύο μέρες. Πλησιάζοντας την 25η Μαρτίου, χρειάζεται να κοιμάμαι εδώ καμιά φορά για να βγαίνει η δουλειά. Φτιάχνω και σελάχια» περιγράφει ο Άρης.

Δεν είναι όμως μόνο κατά τις εθνικές επετείους ή τις γιορτές αναβίωσης, όπως η Μάχη της Κλεισόβης, που τα τσαρούχια έχουν ζήτηση. Όπως μου εξηγεί, έρχονται σε αυτόν σύλλογοι παραδοσιακών χωρών και πολιτιστικοί σύλλογοι που παίρνουν μέρος σε διάφορες γιορτές ανά την Ελλάδα και ταξιδεύουν στα πανηγύρια τους, το Λύκειο Ελληνίδων, λαογραφικά μουσεία και πολλοί ομογενείς από το εξωτερικό. 

«Έλληνες τρίτης και τέταρτης γενιάς από την Αυστραλία μέχρι τον Καναδά ζητάνε τσαρούχια που τα δίνουν στα παιδιά τους ή τα δωρίζουν σε φίλους τους. Επίσης έρχονται εδώ παραδοσιακά συγκροτήματα, παραγωγές θεατρικών παραστάσεων, σίριαλ και ταινιών. Έκανα τα τσαρούχια για το Κόκκινο Ποτάμι, τσαρούχια που έπαιξαν σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ, σε διάφορα διαφημιστικά και για δύο χρόνια δούλευα για τα υποδήματα των εκθεμάτων στο μουσείο Καρέλια με τις παραδοσιακές φορεσιές, στην Καλαμάτα».

Στην τσαρουχοποιία του πέρα από τσαρούχια θα βρει κανείς παραδοσιακά πασούμια για το σπίτι και τερλίκια από κάθε περιοχή της Ελλάδας. Σε κάθε μία από αυτές ο τεχνήτης έβαζε και ένα σχέδιο παραπάνω. Πλουμιστά στην Κάρπαθο, βαριά στα χωριά της Ηπείρου, εξηγεί ο τσαρουχοποιός.

«Μπορεί οι περισσότεροι να σχετίζουμε το τσαρούχι με τα παιδάκια που κάνουν παρελάσεις ή τους Εύζωνες, αλλά είναι πολλά περισσότερα. Πάνω από όλα είναι παράδοση και σεβασμός αφού κάποτε ήταν το καθημερινό παπούτσι του κόσμου. Τότε ένα παπούτσι γι' αυτούς ήταν μια περιουσία, όχι όπως τώρα που παίρνουμε κι άλλο ανά την εποχή. Φορούσαν το ίδιο για την γιορτή αλλά και την καθημερινή δουλειά, που το προσάρμοζαν κι αν είχε κάποια φθορά το επιδιόρθωναν. Κάθε περιοχή είχε και το δικό της τσαρούχι, άλλο υπόδημα φορούσαν οι άντρες και άλλο οι γυναίκες, είστε σε μαύρο, καφέ και κόκκινο. Υπάρχουν τσαρούχια νυφικά, κάποια χωρίς φούντα, τα γκρουνοτσάρουχα με τα κορδόνια που φορούσαν στην Θράκη με το φυσικό χρώμα του δέρματος και τα έβαζαν με χοντρές κάλτσες. Μέχρι και διαφορετικό καλαπόδι είχε κάθε περιοχή».

«Παλιά γνωριζόμασταν, ώσπου τα τσαρουχάδικα άρχισαν να κλείνουν. Αυτή τη στιγμή είμαστε μετρημένοι στα δάχτυλα σε όλη την Ελλάδα και στην Αθήνα δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλος που κάνουμε την ίδια δουλειά. Είχα βάλει κάποτε αγγελία για να έρθει κάποιο παιδί να με βοηθήσει και να μάθει την τέχνη αλλά οι νέοι βλέπουν το τσαρούχι ως κάτι το συντηριτικό. Έδειξα λίγο από την δουλειά πάντως στον γιο μου και αυτό το διάστημα μαθαίνει το αρχαιοελληνικό σανδάλι σε μια σανδαλοποιία στην Πλάκα, για να αποκτήσει γενικές δεξιότητες και γνώσεις πέρα από το οικογενειακό περιβάλλον της επιχείρησής μας».

 

Πηγή:Athens Voice

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση