Το έβδομο δελτίο οικονομικών εξελίξεων δημοσιεύει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) σε μία περίοδο που, όπως αναφέρει, η οικονομική, η κοινωνική και η γεωπολιτική αβεβαιότητα, διαμορφώνουν ένα σύνθετο μείγμα εξελίξεων.
Η ανάλυση στηρίζεται στην αξιολόγηση της τρέχουσας συγκυρίας και, ειδικότερα, του β΄τριμήνου και του α΄εξαμήνου του τρέχοντος έτους και παρουσιάζονται παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής στα πεδία της αναπτυξιακής στρατηγικής, της δημοσιονομικής πολιτικής, του μακροοικονομικού μετασχηματισμού και της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, τέσσερις είναι οι μείζονες προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής στην τρέχουσα περίοδο:
«Πρώτον, η αναπτυξιακή πρόκληση, που αφορά την αντιμετώπιση της πολυεπίπεδης αβεβαιότητας και την επίτευξη υψηλού βαθμού συνοχής μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων. Η διασφάλιση της δημοσιονομικής φερεγγυότητας της χώρας πρέπει να συνδυάζεται με την πράσινη μετάβαση, τη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος, την απασχόληση και τη μικρότερη δυνατή εξάρτηση από τις παγκόσμιες αγορές καταναλωτικών, επενδυτικών, υγειονομικών και αμυντικών αγαθών».
Όπως αναφέρεται στο έβδομο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, «διαμορφώνεται μία νέα εποχή στην παγκόσμια πολιτική οικονομία στην οποία ο αναπτυξιακός μετασχηματισμός της εθνικής οικονομίας οφείλει να στοχεύει σε μία υψηλότερη οικονομική αυτονομία ως προϋπόθεση της εξωστρέφειάς της. Στην παρούσα χρονική στιγμή, το Ταμείο Ανάκαμψης και οι νέοι πόροι του ΕΣΠΑ παράγουν ελπίδες βιώσιμης χρηματοδότησης ενός αναπτυξιακού μετασχηματισμού. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ένας ουσιαστικός επαναπροσδιορισμός προτεραιοτήτων στην κατανομή της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και των εθνικών πόρων».
«Δεύτερον, η δημοσιονομική πρόκληση, η οποία εμπεριέχει τη συνδυαστική επίτευξη της διασφάλισης της δημοσιονομικής φερεγγυότητας και αξιοπιστίας, της αναγκαίας αύξησης των δαπανών για την υγεία και την εθνική άμυνα, καθώς επίσης και της μείωσης της άδικης υπερφορολόγησης των προηγούμενων ετών. Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και των γεωπολιτικών προκλήσεων αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ.
Ωστόσο, η δημοσιονομική φερεγγυότητα της χώρας αξιολογείται από τη συνετή διαχείριση της κατάστασης του πρωτογενούς ισοζυγίου και των αποθεμάτων ρευστότητας. Σε ένα περιβάλλον νομισματικής χαλάρωσης και με δεδομένες τη βραχυμεσοπρόθεσμη αναστολή της εποπτείας της χώρας και την καταστροφική εμπειρία από την υλοποίηση της λανθασμένης ιδέας της επεκτατικής λιτότητας, η προσαρμογή του πρωτογενούς ελλείμματος πρέπει να ακολουθήσει τη δυναμική της μεγέθυνσης. Επιλογές ταχείας προσαρμογής είναι πιθανόν να μας οδηγήσουν ξανά στο φαύλο κύκλο χρέος-ύφεση-αστάθεια. Η συνετή διαχείριση του αποθέματος ρευστότητας διασφαλίζει την απαιτούμενη αξιοπιστία της χώρας, η οποία θα αξιολογείται από τη χρονική έκταση και την ένταση της ύφεσης. Την ίδια στιγμή, η ανάγκη αύξησης των αμυντικών δαπανών δημιουργεί ένα νέο δημοσιονομικό περιβάλλον με μικρότερους βαθμούς ελευθερίας στη διαχείριση της φορολογίας και των δημόσιων δαπανών.
Ως εκ τούτου, η άποψή μας είναι ότι η όποια προσπάθεια μείωσης του φορολογικού βάρους πρέπει να στοχεύει στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της απασχόλησης.
Η μείωση της υπερφορολόγησης των τελευταίων ετών είναι αναγκαία και κοινωνικά δίκαιη. Η αύξηση της απασχόλησης δεν μπορεί να στηριχθεί στην εμπειρικά αθεμελίωτη υπόθεση ότι οριζόντιες μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Τέτοιες μειώσεις θα έχουν ένα δεδομένο εισοδηματικό όφελος για τις επιχειρήσεις, αλλά ένα απολύτως αβέβαιο αποτέλεσμα για την αύξηση των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας πέραν των αρνητικών συνεπειών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών πρέπει να ακολουθεί την αύξηση της απασχόλησης και να επιβραβεύει την κοινωνικά υπεύθυνη και δημιουργική επιχειρηματικότητα» σημειώνεται, μεταξύ άλλων, στο έβδομο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Ταυτόχρονα, τονίζονται τα εξής:
«Τρίτον, η μακροοικονομική πρόκληση αφορά το μετασχηματισμό των ισοζυγίων των βασικών τομέων της οικονομίας. Το σημερινό έλλειμμα του ισοζυγίου των νοικοκυριών είναι μη διατηρήσιμο και δημιουργεί προβλήματα φερεγγυότητας και αδυναμία αποπληρωμής του χρέους τους, που αποσταθεροποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος πρέπει συνεπώς να είναι βασική προτεραιότητα.
Παράλληλα, η αύξηση των πράσινων επενδύσεων και η πράσινη αναδιάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης απαιτεί πολιτική και επιχειρηματική δέσμευση σε πολύ συγκεκριμένες κλαδικές και τομεακές παρεμβάσεις, με στόχο την αύξηση της πράσινης παραγωγικότητας. Από μόνη της, ωστόσο, η αύξηση της παραγωγικότητας δεν αρκεί, για να αντιμετωπιστούν σύνθετες αναπτυξιακές προκλήσεις, όπως η διατήρηση και η βελτίωση των δημόσιων αγαθών και η οικονομική και γεωπολιτική ασφάλεια.
Τέταρτον, η πρόκληση της αγοράς εργασίας. Η κρίση του δημόσιου συστήματος υγείας πρόβαλε μία νέα αντίληψη για τη σημασία της εργασίας και την αξία της ποιότητας ζωής των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Οι σύνθετες ανάγκες μίας οικογένειας οδηγούν στη διαμόρφωση μίας ευρωπαϊκής συναίνεσης ως προς την ανάγκη μετάβασης από το βιοποριστικό εισόδημα στο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται ένα μείγμα παρεμβάσεων στις εξής κατευθύνσεις: ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και αύξηση της απασχόλησης, των αμοιβών και του διαθέσιμου εισοδήματος. Η παράταση του προγράμματος "ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ", παρά τα μειονεκτήματά του, είναι αναγκαία, με στόχευση την ενίσχυση των επιχειρήσεων, που όχι απλώς διατηρούν τις θέσεις πλήρους απασχόλησης, αλλά δημιουργούν και νέες. Μία τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με τα προγράμματα εργασίας του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), μπορεί να περιορίσει τις συνέπειες της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας.
Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση χρειάζεται να δοθεί στην αναβάθμιση και στον στοχευμένο επαναπροσδιορισμό των γνώσεων και των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού σε συνδυασμό με τη νέα κατεύθυνση του παραγωγικού μετασχηματισμού της χώρας.
Υπενθυμίζεται ότι μόνο το 14% των εργαζομένων καταρτίζεται από τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζεται, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στο 24%. Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι, σε αρκετές περιπτώσεις, χρηματοδοτούν την κατάρτισή τους με ιδιωτικούς πόρους, μεγεθύνοντας τη λεγόμενη "κάθετη αναντιστοιχία" μεταξύ εργασιακών καθηκόντων και διαθέσιμων δεξιοτήτων».