ΕΛΛAΔΑ
Δημογραφικό: Ποιός κίνδυνος απειλεί τους σημερινούς 40άρηδες
Αναγκαιότητα το εθνικό σχέδιο για τη γήρανση με καλή υγεία
Σε χώρα γερόντων μετατρέπεται σταδιακά η Ελλάδα, όπως προειδοποιούν εδώ και χρόνια οι ειδικοί επιστήμονες, αλλά μαρτυρούν και τα στοιχεία των απογραφών για τη χώρα μας. Μειωμένες γεννήσεις και αύξηση του προσδόκιμου ζωής μεταβάλλουν διαρκώς την ηλικιακή κατανομή του ελληνικού πληθυσμού προς το ωριμότερο, με τη διαμορφωθείσα κατάσταση του δημογραφικού να αποτελεί ένα δυνητικό κίνδυνο για τους σημερινούς 40άρηδες και 50άρηδες.
Σύμφωνα με το ethnos.gr, παρόλο που η τάση μείωσης των γεννήσεων γιγαντώθηκε τα μνημονιακά χρόνια της οικονομικής κρίσης, είχε αρχίσει να διαφαίνεται δεκαετίες νωρίτερα. Ωστόσο, η Ελλάδα παρόλο που γερνάει εξακολουθεί να μην υιοθετεί μια εθνική στρατηγική και ένα σχέδιο δράσης για την προστασία και τη βελτίωση της ζωής και της υγείας αυτού του ευάλωτου τμήματος του πληθυσμού με την Πολιτεία να αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν κρυπτόμενη πίσω από την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια και το δόγμα ότι τα παιδιά είναι αυτά που θα αναλάβουν τη φροντίδα των γονέων τους όταν αυτοί μεγαλώσουν.
Τα αντανακλαστικά κράτους και κοινωνίας ξυπνούν αλλά μόνο για λίγο όταν βλέπουν το φως της δημοσιότητας ανθρώπινες τραγωδίες, όπως η πρόσφατη του ηλικιωμένου ζευγαριού στην Κυψέλη, που και οι δύο σύζυγοι πέθαναν μόνοι και αβοήθητοι σε ένα διαμέρισμα μέσα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η ηλικιωμένη μάλιστα ούσα πιθανότατα μη αυτοεξυηρετούμενη άφησε αφυδατωμένη την τελευταία της πνοή, κάποια 24ωρα μετά το σύζυγό της.
Σήμερα αν και υπολογίζεται ότι ποσοστό περίπου 30% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών δεν υπάρχει στη χώρα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καλύτερη ζωη και υγεία στην τρίτη ηλικία. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα της Ευρωπαικής Ενωσης και πιθανότατα ολόκληρου του δυτικού κόσμου που δεν έχει αναγνωρίσει τη γηριατρική ως ιατρική ειδικότητα ή έστω ως εξειδίκευση.
Από την άλλη το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», το οποίο είχε φέρει επανάσταση το 1997 όταν είχε ξεκινήσει πιλοτικά στους δήμους Νεάπολης - Συκεών και Περιστερίου χάνει διαρκώς κόσμο καθώς όσοι συνταξιοδοτούνται ή αποχωρούν δεν αντικαθίστανται με αποτέλεσμα σήμερα να εξυπηρετεί τα μισά άτομα από όσα εξυπηρετούσε πριν από μία δεκαετία. Πολλές παροχές έχουν ατονήσει και σε αρκετούς δήμους αυτό το πολλά υποσχόμενο πρόγραμμα έχει καταντήσει να προσφέρει απλά υπηρεσίες διανομής φαρμάκων και ειδών πρώτης ανάγκης. Οι εργαζόμενοι σε αυτό ύστερα από 20 χρόνια προυπηρεσίας βρίσκονται τώρα σε μία διαδικασία μονιμοποίησης, ενώ παρά τις αυξημένες ανάγκες του προγράμματος περίπου 164 εξ αυτών έμειναν εκτός των οριστικών πινάκων διορισμού.
Στις χώρες του εξωτερικού όλο και περισσότερο εγκαταλείπεται η τάση της ιδρυματοποίησης μέσα στα γηροκομεία και επιλέγεται το μοντέλο «γερνάω στο σπίτι», αλλά έχοντας μια σταθερή βοήθεια και στήριξη μέσω των κατάλληλων υπηρεσιών από την Πολιτεία.
Το κράτος είναι άλλωστε αυτό που θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του καθώς οι υπόλοιπες δράσεις όπως αυτή της συμβίωσης ηλικιωμένων σε ένα κοινό σπίτι μέσω προγραμμάτων στη φιλοσοφία «γερνάω με φιλους» (cohousing) που έχει εφαρμοστεί σε σκανδιναβικές χώρες ή πρωτοβουλιών, όπως αυτή της υιοθεσίας ενός παππού (adopt a grandparent» που εφαρμοζονται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, μόνο συμπληρωματικά μπορούν να λειτουργήσουν.
Οι σημερινοί 40άρηδες και 50άρηδες θα γεράσουν ακόμα πιο μόνοι αν δε ληφθούν μέτρα
Μία τελευταία ευκαιρία φαίνεται πως έχει και η χώρα μας να αναγνωρίσει την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών για τους ηλικιωμένους καθώς πρόκειται για μία μακρόχρονη διαδικασία που πρέπει να γίνει σταδιακά.
Η κλεψύδρα έχει ήδη αναποδογυρίσει για πολλούς λόγους καθώς όσο περνούν τα χρόνια τα παιδιά λιγοστεύουν, πολλά ζευγάρια κάνουν μόνο ένα παιδί ή αποφασίζουν να μην αποκτήσουν κανένα είτε επειδή δε θέλουν ή επειδή η οικονομική τους κατάσταση δεν το επιτρέπει και το καθυστερούν όλο και περισσότερο. Το κοινωνικό μοντέλο αλλάζει διαρκώς και πολλά νοικοκυριά παραμένουν μονομελή, γεγονός που σημαίνει πως στο μέλλον θα χρειαστούν κάποια βήθεια.
Οπως όλα δείχνουν, οι σημερινοί 40άρηδες και 50άρηδες θα γεράσουν διαφορετικά είτε έχουν αποκτήσει οικογένεια, είτε όχι. Θα είναι σε μία πολύ διαφορετική θέση απ΄αυτή που βρίσκονται σήμερα οι 65άρηδες ή οι 70άρηδες. Μπορεί να έχουν καλύτερη υγεία, αλλά τα πράγματα να είναι χειρότερα από άποψη μοναξιάς.
«Γι΄αυτό χρειάζεται η κοινωνία να γίνει πιο προνοητική μιας και γνωρίζουμε τι θα συναντήσουμε στο μέλλον», εξηγεί στο «ethnos.gr», η Αλεξάνδρα Τραγάκη, καθηγήτρια οικονομικής δημογραφίας στο τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των μοναχικών ηλικιωμένων αποτελεί μία ακόμα παράπλευρή απώλεια του brain drain. Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια «αιμορραγεί» πληθυσμιακά συνεχώς καθώς όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι αποφασίζουν να μεταναστεύσουν αναζητώντας εργασία, καλύτερη τύχη και καλύτερες αμοιβές στο εξωτερικό.
Σήμερα, όπως επισημαίνει η κυρία Τραγάκη, υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους τρεις πολίτες της χώρας είναι άνω των 65 ετών: «Το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο από το ποσοστό των παιδιών ή των κατοίκων κάτω των 20 ετών με την τάση να αυξάνεται συνεχώς. Δεν ειναι βεβαίως όλοι σε κατάσταση ανάγκης, αλλά μπορεί κανείς να πιθανολογήσει ότι το αμέσως επόμενο διάστημα πολλοί θα βρεθούν».
Προσθέτει ότι θα πρέπει απαραιτήτως να προνοήσουμε για το μέλλον: «Στην εποχή μας έχουμε μικρότερες οικογένειες και μεγαλύτερα ποσοστά ατεκνίας κι αυτό αλλάζει τον τρόπο που θα γερνάμε, τον τρόπο που φαντάζεται κανείς τα γηρατειά του. Το πλαίσιο αλλά και οι ανάγκες είναι πλέον εντελώς διαφορετικές. Σε όλο αυτό το πλέγμα έπαιξε ρόλο και η οικονομική κρίση και το γεγονός ότι παλαιότερα στηριζόσουν στην οικογένεια, αλλά η οικογένεια βρισκόταν κοντά, γύρω. Τώρα δεν είναι. Μπορεί να υπάρχουν παιδιά και αυτά να ζουν σε άλλη πόλη ή σε άλλη χώρα οπότε η στήριξη που μπορεί κανείς να φανταζόταν ότι θα έχει, δεν υπάρχει».
Σύμφωνα με την ίδια, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, ακόμα και η κοινότητα σε μικρότερο επίπεδο γιατί είναι άλλες οι ανάγκες αυτού που γερνά στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα προάστιο ή σε ένα χωριό οπου το πιθανότερο είναι τα παιδιά - εφόσον υπάρχουν – να είναι μακριά.
Η Γηριατρική, μια ειδικότητα που η Ελλάδα κάνει ότι δε βλέπει
Σε μία χώρα, στην οποία ο πληθυσμός της γερνάει με αυτό το ρυθμό, κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός της μη αναγνώρισης μιας ιατρικής ειδικότητας ή εξειδίκευσης, η οποία κερδίζει διαρκώς έδαφος στο εξωτερικό, καθώς το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού είναι διεθνές.
Η αναγνώριση της γηριατρικής μαζί με την κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου Γήρανσης με Υγεία είναι ο στόχος ενός κειμένου συλλογής υπογραφών, το οποίο ετοίμασε η Ελληνική Εταιρία Μελέτης και Ερευνας Γήρανσης προσπαθώντας να πείσει μέσω της συλλογικότητας του αιτήματος την Πολιτεία να κοιτάξει κατάματα τους μεγαλύτερους σε ηλικία πολίτες της και τις ανάγκες τους.
Οι επιστήμονες κάνουν λόγο για «εκκωφαντική απουσία της Γηριατρικής στην Ελλάδα», η οποία απορρέει από τη μέχρι τώρα μη ανταπόκριση της Πολιτείας σε επανηλειμμένα διαβήματα της επιστημονικής κοινότητας, παρά τις υποχρεώσεις της χώρας μας ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και την παγκόσμια αναγνώριση ως επείγουσας προτεραιότητας των πολύπλοκων ζητημάτων που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού.
Η επιλογή αυτή δεν είναι χωρίς συνέπειες για τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα, καθώς όπως εξηγούν: «αυτή η αδράνεια έχει ως συνέπεια τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας να λαμβάνουν κατακερματισμένη φροντίδα, οι οικογένειές τους να νιώθουν συχνά αβοήθητες, οι ιατροί και επαγγελματίες υγείας να συναντούν δυσκολίες στην αντιμετώπιση πολυνοσούντων ευπαθών ηλικιωμένων. Παραλλήλως, η κοινωνία και η οικονομία υφίστανται μεγεθυμένο το κόστος της απώλειας αυτονομίας και της υποβέλτιστης διαχείρισης της πολυνοσηρότητας της αυξανόμενης μάζας των ηλικιωμένων ασθενών».
Οπως λέει ο πρόεδρος της ΕΕΜΕΓ και καθηγητής Γηριατρικης (Νοσοκομείο Nancy, Γαλλία), Αθανάσιος Μπενέτος, στους μεγαλους ανθρώπους δεν αρκεί να είμαστε απλά ευγενικοί, να τους χτυπήσουμε φιλικά στην πλάτη και να τους πούμε για παράδειγμα «μην ανησυχείς παππού, όλα θα πάνε καλά». Θα πρέπει να γνωρίζουμ ότι δεν μπορείς να θεραπεύσεις με την ίδια λογική την υπέρταση σε έναν 55άρη και σε έναν άνθρωπο 85 ετών.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι η Ελλάδα διαθέτει πολύ καλούς γιατρούς και πολύ καλά νοσοκομεία. Λείπει όμως η οργάνωση και η κουλτούρα: «Το βλέπουμε και στους ίδιους τους ασθενείς, προσπαθούν να πάνε στον καλό γιατρό, συσσωρεύουν εξετάσεις και φάρμακα χωρίς να τους παρέχεται μια ολιστική προσέγγιση της κατάστασής τους. Ο γηρίατρος δεν έρχεται για να αντικαταστήσει όλες τις άλλες ειδικότητες, ούτε όλοι οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να οδηγηθούν σ΄αυτόν. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις ανθρώπων με πολλά ανοιχτά παθολογικά θέματα και έκπτωση σωματικών και νοητικών λειτουργιών, για τους οποίους είναι κρίσιμη η παρέμβαση ενός γηρίατρου».
Ο κ. Μπενέτος σημειώνει ότι και η Γαλλία απέκτησε ένα εθνικό σχέδιο δράσης όταν το 2004 είδε περίπου 15.000 ηλικιωμένους να πεθαίνουν μόνοι κυρίως στο Παρίσι και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Σήμερα σε κάθε μεγάλο νοσοκομείο υπάρχει κλινική γηριατρικής, ενώ έχει δημιουργηθεί έδρα και στις 30 Ιατρικές Σχολές της χώρας.
«Είναι δείγμα πολιτισμού το πως μια κοινωνία φροντίζει τους ηλικιωμένους της», λέει ο κ. Μπενέτος προσθέτοντας ότι το ιδανικό μοντέλο συνδυάζει την παραμονή στο σπίτι εφόσον δεν χρειάζεται νοσηλεία με τη συνδρομή της οικογένειας εάν είναι δυνατό και τη φροντίδα ειδικών: «Με τον τρόπο αυτό άλλωστε δημιουργούνται χιλιάδες θέσεις εργασίας σε νέες ειδικότητες. Το είδαμε να συμβαίνει στη Γαλλία. Είχε αντίκτυπο και στην αντιμετώπιση της ανεργίας σε ένα βαθμό».
Απαιτούνται ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι
Οπως εξηγεί η γηρίατρος, Ευρυδίκη Κραββαρίτη, στους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας είναι συχνότερες οι περιπτώσεις επιπλοκών: «Ισως περάσει κάποιος από το σύστημα υγείας π.χ. για κάποια επέμβαση και μετά μείνουν κάποιες παρενέργειες, κάποια ιατρογενή προβλήματα που θα μπορούσε να είχε αποφύγει».
Η ίδια σημειώνει ότι η δυτική ιατρική είναι ιδιαιτέρως ολιστική, αρκεί να μη γίνονται εκπτώσεις σε χρόνο ή σε πόρους: «Η γηριατρική φροντίδα ξεπερνά το τέταρτο που ορίζει το ραντεβού του ΕΟΠΥΥ. Δεν μπορεί να δοθεί σε αυτό το χρόνο. Απαιτεί σοβαρό σχεδιασμό, ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Χρειάζεται μία διεπιστημονική ομάδα διαφόρων ειδικοτήτων γιατρούς, ψυχολόγους, διατροφολόγους, φυσικοθεραπευτές. Δεν μπορείς να βιάζεσαι και να τα αποδίδεις όλα στα γεράματα. Ο άνθρωπος που δεν τον κρατάνε τα πόδια του, θέλει να σου μιλήσει γι΄αυτό κι εσύ να τον ακούσεις».
Ωστόσο στη χώρα μας η φροντίδα των ηλικιωμένων επαφίεται συχνά στην οικογένεια και κυρίως στις γυναίκες μιας οικογένειας, οι οποίες όπως λέει και η κυρία Κραββαρίτη, προσφέρουν άπειρες ώρες αφανούς εργασίας αλλά αδυνατούν να δώσουν τη φροντίδα που χρειάζονται οι άνθρωποι αυτοί καθώς δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις.
Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα αποτελεί μεγάλο στίγμα η φιλοξενία ενός ηλικιωμένου ατόμου σε κάποιον οίκο ευγηρίας ειδικά εάν στην οικογένεια υπάρχουν παιδιά με αποτέλεσμα πολλές φορές και άνθρωποι που έχουν ανάγκη να πάνε σε κάποιο κέντρο με εξειδικευμένη φροντίδα να παραμένουν στις οικογένειές τους, συχνά και επειδή δεν υπάρχει το διαθέσιμο εισόδημα για την πληρωμή αυτών των δομών.
Μικραίνει χρόνο με το χρόνο κι η «Βοήθεια στο Σπίτι»
Στο μισό έχουν μειωθεί περίπου και οι εξυπηρετούμενοι του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», καθώς εδώ και χρόνια το προσωπικό που είτε αποχωρεί είτε συνταξιοδοτείται, δεν αντικαθίσταται.
Αποτέλεσμα, όπως επισημαίνει στο «ethnos.gr» ο δήμαρχος Νεάπολης – Συκεών και υπεύθυνος κοινωνικής πολιτικής της ΚΕΔΕ, Σίμος Δανιηλίδης σήμερα να εξυπηρετεί περίπου 55.000 άτομα πανελλαδικά, αντί για 100.000 στο παρελθόν.
Ο ίδιος είναι ο άνθρωπος που οραματίστηκε το πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1996 στο δικό του δήμο και στο Περιστέρι της Αττικής.
«Μας βοήθησαν οι συναρμόδιοι υπουργοί Μανώλης Σκουλάκης και Γιώργος Δασκαλάκης. Κατέθεσα την ιδέα που βασιζόταν στο σουηδικό μοντέλο για τη φροντίδα των ευαλωτων ομάδων κατ΄οικον με στόχο την αποασυλοποίηση και την αποιδρυματοποιησή τους», θυμάται.
Στην πλήρη του αναπτυξη το πρόγραμμα είχε περίπου 3.500 εργαζομένους. Σήμερα μετρά 2.800. Ο αριθμός των απασχολουμένων μειώνεται παρόλο που αυξάνονται οι άνθρωποι σε ανάγκη. Οι εργαζόμενοι αναμένεται προσεχώς να μονιμοποιηθούν ύστερα από δύο δεκαετίες απασχόλησης οι περισσότεροι. Ωστόσο 164 απ΄αυτούς έμειναν εκτός των οριστικών λιστών παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα παρουσιάζει έλλειμα κατά τουλάχιστον 700 εργαζομένους.
«Εχουμε κάνει πρόταση για να παραμείνουν αυτοί οι εργαζόμενοι, οι οποίοι είναι απαραίτητοι. Αλλωστε περισσότεροι από τους μισούς αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν σταδιακά μέσα στην επόμενη τετραετία και τα κόστη τους είναι ελάχιστα», τονίζει ο κ. Δανιηλίδης.
Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι εξαιτίας των ελλείψεων, αλλά και ορισμένες φορές με ευθύνη των δημοτικών αρχών σημαντικές πτυχές του προγράμματος έχουν ατονήσει σε πολλούς δήμους: «Εφόσον ξεπεράσουμε τον ύφαλο της μονιμοποίησης, θα πρέπει να υπάρξει αναδιοργάνωση του προγράμματος και κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ για τη διεύρυνσή του σε μονάδα ολοκληρωμένης κοινωνικής φροντίδας κατ΄οίκον, να αγοραστεί κινητός ιατρικός εξοπλισμός, να ενσωματωθούν γιατροί και φυσικοθεραπευτές όπως έχουμε κάνει στο δικό μας δήμο με δικές μας δαπάνες. Το <βοήθεια> δεν είναι ντελίβερι φαρμάκων και τροφίμων», λέει χαρακτηριστικά.
Αν και αντίστοιχα προγράμματα λειτουργούν οι περισσότεροι δήμοι, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι υπάρχουν περίπου 50, οι οποίοι δεν ανέπτυξαν ποτέ. Μεταξύ αυτών των δήμων, μάλιστα, συγκαταλέγονται και περίπου 30 μεσαίου και μεγάλου μεγέθους δήμοι στο λεκανοπέδιο Αττικής!
Από την πλευρά τους οι εργαζόμενοι στο πρόγραμμα επισημαίνουν ότι και οι 2.900 θέσεις που προβλέπονται, δεν επαρκούν: «Ζητήσαμε περισσότερες θέσεις ώστε να παραμείνουν και οι 164 συνάδελφοί μας, αλλά δεν έγινε αποδεκτό. Πρόκειται για ανθρώπους που είναι απαραίτητοι στο πρόγραμμα με 20ετή προυπηρεσία και προσφορά», σημειώνει η πρόεδρος του Συλλογου Βοηθών στο Σπίτι στην Αττική, Σοφία Κολιζέρα προσθέτοντας πως πολλοί είναι άνθρωποι κοντά στη σύνταξη και πολύ δυσκολο να ξαναβρούν δουλειά.
Πλέον όλες τους οι ελπίδες στρέφονται στη συνάντηση με τον υπουργό Εσωτερικών, Μάκη Βορίδη, τον οποίο αναμένεται να επισκεφτούν μαζί με την ΚΕΔΕ.
Η κυρία Κολιζέρα επισημαίνει ότι ο θεσμός έχει περάσει πολλές προβηματικές περιόδους, αλλά παρέμεινε η μοναδική δομή που λειτουργούσε στους δήμους ακόμα και την περίοδο της πανδημίας και των σκληρών μέτρων.
«Τόσο στην Αττική όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα οι ανάγκες είναι τεράστιες. Παρά την ανταπόκριση και την ωφελιμότητα του προγράμματος δεν του έχουν δώσει τη θέση που του αξίζει. Ετσι πλέον αναγκαζόμαστε να περιορίζουμε ακόμα και τις επισκέψεις στους ανθρώπους προκειμενου να μπορέσουμε να τους εξυπηρετήσουμε όλους», καταλήγει.