ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η επιστροφή Fed και ΕΚΤ στην κανονικότητα
Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να παύσουν τα μέτρα στήριξης, να ξεκινήσουν από το σημείο μηδέν και να αξιολογήσουν την κατάσταση
SHARE:
Eάν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου έχουν πεισθεί ότι το επείγον για τη διεθνή οικονομία παρήλθε και η πολιτική τους θα πρέπει να επιστρέψει στο πλαίσιο που είχε πριν από την πανδημία, ενδέχεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να το κάνει νωρίτερα από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Αντιμέτωπες με τον υψηλότερο δείκτη πληθωρισμού εδώ και δεκαετίες, ο οποίος εν πολλοίς έχει προκληθεί από τις στρεβλώσεις και τη συμφόρηση εξαιτίας της τάχιστης επανεκκίνησης των οικονομιών μετά τα διαδοχικά περιοριστικά μέτρα, οι κεντρικές τράπεζες εκφράζουν φόβους πως η αποκλιμάκωση θα κρατήσει περισσότερο απ’ όσο αρχικά είχε φανεί. Το δε νέο κύμα της μετάλλαξης «Ομικρον» στην εκπνοή του 2021 για ακόμα μία φορά θολώνει την οικονομική εικόνα και ενδέχεται να παρατείνει τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην αγορά εργασίας με τις ελλείψεις προσωπικού, παράγοντες που διατηρούν τον πληθωρισμό υψηλότερα για πιο μακρά διαστήματα. Παράλληλα, αυξάνουν τον κίνδυνο να εμπεδωθούν στις προσδοκίες των νοικοκυριών, των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Εάν υπάρχει αμφιβολία, το μήνυμα έχει να κάνει με το ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να παύσουν τα μέτρα στήριξης, να ξεκινήσουν από το σημείο μηδέν και να αξιολογήσουν την κατάσταση.
Οι αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ εισήλθαν στο2022 με το όπλο παρά πόδα και σήμερα πλέον οι περισσότεροι εξ αυτών εμμένουν ότι όχι μόνον θα διακόψουν τις αγορές νέων τίτλων έως τον Μάρτιο, αλλά η πρώτη από τουλάχιστον τρεις αυξήσεις επιτοκίων εντός του έτους θα έχει αποφασιστεί έως τότε. Αμέσως μετά θα αρχίσει η αναδίπλωση του διογκωμένου ισολογισμού της τράπεζας. Σε δηλώσεις του ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, αναφέρθηκε στην ανάγκη να καταστεί κανονική η πολιτική και πάλι, «παραμένοντας σεμνή και ταπεινή». Κι ενώ διαφοροποιείται η εικόνα για την ΕΚΤ, βρίσκεται και αυτή ενώπιον των ίδιων προβλημάτων του πληθωρισμού και της επικοινωνίας, ενώ το μήνυμα από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της συνίσταται αφενός στην προσοχή ως προς τους κινδύνους του πληθωρισμού, αφετέρου σε μία εκ νέου διαβεβαίωση της εντολής της για σταθερότητα τιμών. Ο πρώτος οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, είχε δηλώσει την περασμένη εβδομάδα ότι εξακολουθεί να διαβλέπει επιστροφή του δείκτη του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω του 2% το 2023 και το 2024, ενώ η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ αναφέρθηκε στην αμετακίνητη δέσμευση για σταθερές τιμές. Ο δε νέος πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, Γιοακίμ Νάγκελ, δήλωσε ότι «διακρίνει τον κίνδυνο να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα ο πληθωρισμός».
Πολλοί στις διεθνείς κεφαλαιαγορές εκτιμούν πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία είναι αντιμέτωπη με ηπιότερη οικονομική ανάκαμψη, υψηλότερα επίπεδα ανεργίας, εκκρεμή προβλήματα πιστώσεων και γήρανση πληθυσμού, που επί δέκα χρόνια δημιουργούσαν κίνδυνο αποπληθωρισμού, θα κρατήσει για μεγαλύτερο διάστημα από τη Fed μία συγκρατημένη στάση. Το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ και οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων αναφοράς στην Ευρωζώνη ήταν πριν από την πανδημία αρνητικά και παραμένουν. Και το μέγεθος του ισολογισμού της υπερβαίνει αυτό της Fed και σε ονομαστικούς και σε πραγματικούς όρους σε ποσοστό άνω του 65%. Αλλά, όπως το θέτει ο Μάρκο Βάλι, οικονομολόγος της UniCredit, η τοποθέτηση της ΕΚΤ είχε διαμορφωθεί πριν από την πανδημία. Και κατέληξε: «Οταν τα διαφορετικά σημεία εκκίνησης της νομισματικής πολιτικής ληφθούν υπ’ όψιν, τότε η θέση της ΕΚΤ δείχνει πολύ λιγότερο ήπια από τη γενικότερη εκτίμηση».