ΑΠΟΨΕΙΣ
Υπάρχει λοιπόν το τέλειο έγκλημα;
...και στη συγκεκριμένη υπόθεση που παρά την όποια ενδεχόμενη διαφαινόμενη υποβάθμισή της, ωστόσο τσεκάρει την αποτελεσματικότητα του κράτους όχι μόνο απέναντι στο κοινό έγκλημα, αλλά στην ίδια τη σοβαρότητα και την υπόστασή του
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Στη νουάρ ταινία «Ριφιφί» σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν όπου τέσσερις φίλοι κακοποιοί αποφασίζουν να ληστέψουν το χρηματοκιβώτιο ενός κοσμηματοπωλείου στο κέντρο του κοσμοπολίτικου Παρισιού του 1955, κλασική είναι η σκηνή της διάρρηξης. Στη σκηνή διάρκειας περίπου τριάντα λεπτών, οι τέσσερις διαρρήκτες δεν μιλούν καθόλου, και επιπλέον κατ’ επιλογή του σκηνοθέτη, η σκηνή δεν επενδύεται με μουσική υπόκρουση. Ασφαλώς και θα θυμόσαστε τη θρασύτητα ληστεία – ριφιφί που έγινε μιαν αυγουστιάτικη νύχτα, το καλοκαίρι του 2018 μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, μνημειακό σύνολο της οχυρής νησίδας Σπιναλόγκας. Σίγουρα δεν γνωρίζουμε πόσοι ήταν οι δράστες ή το πόσο ακριβώς κράτησε αυτό το καλοκαιρινό ριφιφί - μοναδικό στα χρονικά απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω, - μέσα σε οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο της χώρας και μάλιστα επίσημη υποψηφιότητα στην Unesco! Ασφαλώς όμως οι πρωταγωνιστές του, ξεπέρασαν στη φαντασία το διάσημο σκηνοθέτη Ντασέν: Ήταν περισσότερο ρομαντικοί κατά την τέλεση της «δουλειάς» τους επιλέγοντας την αυγουστιάτικη πανσέληνο. Ούτε γνωρίζουμε αν ήταν αμίλητοι μεταξύ τους και περιορίζονταν μόνο στο άκουσμα του θαλάσσιου ρόχθου από τον απαλό κυματισμό έξω από τις επάκτιες οχυρώσεις ή τους ήχους από τη ρεμπέτικη μουσική στις κοντινές ψαροταβέρνες της Πλάκας που μόλις μια ανάσα πορθμού τη χωρίζει από τη νησίδα.
Το ρητορικό, στη γενικότητά του, ερώτημα του τίτλου, φαίνεται πως εξειδικεύεται όταν έχεις να αντιμετωπίσεις την ηχηρή σιωπή εγκλημάτων που ταρακούνησαν τη χώρα. Και αυτό ισχύει στην περίπτωση της οχυρής νησίδας της Σπιναλόγκας. Σε λίγο καιρό θα κλείνουν δυο χρόνια από αυτή την απεχθή πράξη που κηλιδώνει όχι μόνο το μνημείο, αλλά το συντεταγμένο κράτος, την Πολιτεία, τη δημόσια διοίκηση, τους ίδιους τους θεσμούς και φυσικά την υποψηφιότητα του μνημείου. Η γκανγκστερικού τύπου όπως εικάστηκε και ανακοινώθηκε τότε επιχείρηση τη νύχτα της 26ης προς την 27η Αυγούστου, δεν ήταν μόνον προκλητική απέναντι στο κοινό περί ασφαλείας και δικαίου αίσθημα, αλλά επέλεξε να ήταν και εξίσου «θεαματική». «Θεματική» αφού έλαβε χώρα όχι μόνο υπό το άπλετο φως της καλοκαιριάτικης πανσελήνου, αλλά τελέστηκε αγνοώντας ένα κοσμοπολίτικο και τουριστικό δεδομένο της περιοχής την πλέον πολύβουη περίοδο. Σημειολογικό; Ίσως, για τη «σιγουριά» των δραστών οι οποίοι ενδεχομένως να υποπτεύονταν ότι δυο χρόνια σχεδόν μετά, θα εξακολουθούν να παραμένουν ασύλληπτοι, ή η υπόθεση να μην έχει διαλευκανθεί και να κινδυνεύει να ξεχαστεί.
Πέραν των λιτών επίσημων ανακοινώσεων τότε, των διωκτικών αρχών και του ίδιου του υπουργείου πολιτισμού, ουδέν νεότερο έχει ανακοινωθεί για την εξέλιξη των ερευνών ή για την ενδεχόμενη παραπομπή του θέματος στο αρχείο. Τα ερωτήματα παραμένουν όμως αμείλικτα, και εξακολουθούν να βοούν. Σε μια «κανονική» χώρα, όπου όχι μόνο οι νόμοι αλλά και το αυτονόητο λειτουργούν, οι παραιτήσεις κορυφαίων τότε πολιτικών ή υπηρεσιακών παραγόντων του αρμοδίου κεντρικού υπουργείου θα είχαν ανακοινωθεί ή θα τους είχαν παροτρύνει να το πράξουν. Δεν είδαμε απολύτως τίποτα, τότε ή μετέπειτα, αλλά ούτε και ακούσαμε αρμοδίως, εξηγήσεις.
Για παράδειγμα, ποιος ή ποιοι έδωσαν γραπτές ή προφορικές εντολές να φυλάσσονται οι τεράστιες εισπράξεις του αρχαιολογικού χώρου και μάλιστα με πλημμελή μέτρα προφύλαξης στη μέση του πουθενά; Ή το πώς οι δράστες πληροφορήθηκαν με χειρουργική λεπτομέρεια κάθε τι σχετικό. Αυτή η αρχική παχυδερμία του καλοκαιριού του 2018, που συνεχίζεται με τη μορφή μιας διαφαινόμενης στασιμότητας στις έρευνες ή στη δικαστική διερεύνηση, δεν προσβάλει μόνο τον πολιτισμό και τα πολιτιστικά αγαθά στη χώρα μας. Προσβάλλει ανεπανόρθωτα, γελοιοποιεί για την ανικανότητα, την αναποτελεσματικότητα ή τη δηκτική αδράνεια των θεσμών. Εκείνων που έχουν υποτίθεται, μεταξύ άλλων ως προτεραιότητα την εγγραφή της αξιοσύνης του μνημείου στη διεθνή κοινότητα.
Όμως, ξεχνούν ότι οι «κουτόφραγκοι» δεν μπορούν εύκολα να παραπλανηθούν με την εξιδανίκευση της εικόνας τόσο για το ίδιο το μνημείο όσο και για την εξοργιστική απόκρυψη της αλήθειας, για το τι πραγματικά συμβαίνει τόσο με την πιστή τήρηση των ενταξιακών κριτηρίων του ίδιου του μνημειακού συνόλου, όσο και εκείνων μέσα στην buffer zone του. Και βέβαια, οποιαδήποτε τέτοια αξίωση εγγραφής στην Unesco γελοιοποιείται. Και καθίσταται ανίσχυρη και καταρρίπτεται «όταν μπορούν να συμβαίνουν τέτοιου είδους απεχθείς εγκληματικές πράξεις κάτω από τη μύτη του συντεταγμένου κράτους» όπως λέει υψηλόβαθμος παράγοντας από το Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Ωστόσο, τα πρόσφατα δημοσιεύματα του περασμένου φθινοπώρου, τα οποία και δεν διαψεύστηκαν από τις αρχές ασφαλείας, περί ύπαρξης καθαρών οπτικών δεδομένων, φωτογραφιών υπερ-υψηλής ευκρίνειας που βασίζονται σε προηγμένη δορυφορική τεχνολογία από αμερικανικούς κατασκοπευτικούς στρατιωτικούς δορυφόρους τηλεπησκόπησης της NASA, του ΝΑΤΟ και άλλων εταιρειών που διαθέτουν δορυφόρους τροχιάς με ορατότητα και οπτικό πεδίο στην περιοχή την επίμαχη νύχτα, σε σχέση με την (όποια) πορεία και (αδικαιολόγητη) καθυστέρηση διαλεύκανσης της υπόθεσης, γεννούν σοβαρά ερωτηματικά και απορίες…
Σε αυτό το ρητορικό ερώτημα του τίτλου του παρόντος σημειώματος, για το αν δηλαδή υπάρχει το τέλειο έγκλημα, ο αείμνηστος Αντώνης Βγόντζας σε μια από τις επιφυλλίδες του, μόλις το 2018 έγραφε, ότι «…αυτό αποτελεί παλιά εμπειρική αλήθεια. Υπάρχει μια οδυνηρή εξαίρεση. Αν υπάρχει εντολή συγκάλυψης του εγκλήματος είτε από την ίδια την εξουσία και το σύστημά της, είτε από τον υπόκοσμο του εγκλήματος».
Δεν θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι γενικές εικασίες και θεωρητικές υποψίες ενός εκλιπόντος μεγάλου Έλληνα νομικού έχουν θέση στην παρούσα ατυχή υπόθεση. Ας ελπίσουμε ότι ευρίσκεται σε εξέλιξη τόσο από τις διωκτικές αρχές όσο και από τη Δικαιοσύνη και ότι για λόγους και μόνο επιτυχούς έκβασης τηρείται «σιγή ασυρμάτου» και ηχηρή σιωπή. Θέλουμε να πιστεύουμε εν ολίγοις αυτό που λέμε στη λαϊκή γλώσσα ότι δηλαδή «το καλό πράμα αργεί να γίνει».
Από την άλλη, η πρόσφατη πανδημία του κορωνοϊού στον κόσμο και τη χώρα μας, έδωσε την ευκαιρία να έρθουν στην επιφάνεια απίστευτες εφεδρείες ανθρώπων οι οποίες βρίσκονταν στο περιθώριο. Έδωσε την ευκαιρία στον ορθό λόγο, την επιστήμη, το ήθος και το αυτονόητο, όταν σηματοδοτεί την ύπαρξη του κράτους. Να κελεύσουν τη γλώσσα της αλήθειας και όχι τη γλώσσα της σκοπιμότητας, της αδιαφορίας, του ωχαδερφισμού ή της αποστρατείας από το καθήκον. Απέναντι σ’ αυτό που λέμε συλλογικό κοινωνικό όφελος. Αυτή η νέα ευέλικτη αντίληψη πρέπει να περάσει παντού. Σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, σε κάθε πτυχή των θεσμών και της Πολιτείας. Και φυσικά στις διωκτικές αρχές, τις αρχές ασφαλείας και τη Δικαιοσύνη. Αλλά και στη συγκεκριμένη υπόθεση που παρά την όποια ενδεχόμενη διαφαινόμενη υποβάθμισή της, ωστόσο τσεκάρει την αποτελεσματικότητα του κράτους όχι μόνο απέναντι στο κοινό έγκλημα, αλλά στην ίδια τη σοβαρότητα και την υπόστασή του.
Να το πούμε ξεκάθαρα λοιπόν: Δεν μπορεί ο Μητσοτάκης να κάνει εκτός από τη δουλειά του πρωθυπουργού, και τις δουλειές των υπουργών Πολιτισμού, Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη. Υπάρχουν χαρτοφυλάκια γι’ αυτό που πρέπει να λογοδοτούν!