ΑΠΟΨΕΙΣ
Τσι συκιάς το νερό!
Ο γάιδαρος διαισθάνθηκε φαίνεται τη ραθυμία του αφεντικού ντου και κουρασμένος κι αυτός από τη πρωινή προσπάθεια , έσερνε κυριολεκτικά τα ζάλα ντου στο χωματόδρομο. Είχε βραδυάσει μπλειό οντεν ήφταξε ο γάιδαρος στση Συκιάς το Νερό και σταμάτησε παραπέρα από το Χάνι
του Γιώργου Μηλιαρά
-Ω το παντέρμο φεγγάρι για τη στραθιά, εμουρμούρισε τση κεράς του ο Παυλοκωσταντής. Άντε να σακκιάσομε ένα γομάρι πατάτες να τσοι κατεβάσω αξημέρωτα στο Καστέλλι απούχουνε παζάρι, γιατί ήκουσες το κανακάρη σου το μεσημέρι που γιάυρε από το σκολειό; Εκατόν εξήντα δραχμές κόβγουνε τα βιβλία ντου, χωρίς τετράδια και μολύβια. Άσε που μου βουρβούλιζε πως θέλει λέει οφέτος κι αυτός χαρτέλλα να τα βάνει μέσα , γιατί τονέ παίζουνε τ´άλλα κοπέλια με το βουργιάλι που τα κουβαλεί. Μου παραπονέθηκε κιόλας πως λαδώνουνται λέει τα τετράδια ντου στο βουργιάλι με το τυροζούλι και το ντάκο που του βάνεις μέσα για κολατσό και τονέ μαλώνει η δασκάλα . Δε μπορείς κι εσύ καημέχαρη να του τα τουλουπανιάζεις σε κιανένα κομμάτι εφημερίδα; Οπροθές εκράτουνε πάλι μια από το καφενείο ...
-Σκώσου να πάμε να σακκιάσομε τσοι πατάτες και λίγανε τη κουβέντα, αντιμίλησε η Κερά ντου και σηκώθηκε από το πεζούλι μουρμουρίζοντας ...
- Είδες του λόγου σου, εδά δα μου πεις κιόλας πως δεν είμαι νοικοκερά. Ήπρεπε να σούχουνε παρμένο το Καλλιό να σου φτούνε οι μύγες, μόνο ήμπλεξε εμένα η μοίρα μου...
Επήανε κι οι δυό παραδίπλα στην αποθήκη κι εκάμανε δυό καλά μυγώμια πατάτες διαλεχτές, ίσαμε εκατό οκάδες, στα μέτρα τση αντοχής του γαϊδάρου . Ηβαλε μια παχνιά άχερα του ορτάκη ντου και τονέ κανάκεψε:
-Φάε κακομοίρη, γιατί χομε στραθιά αξημέρωτα. Ετίναξε ο γάιδαρος τ´ αυτιά ντου, όχι γιατί κατάλαβε τη κουβέντα αλλά γιατί ήκαμε χαρά για τη ταγή που σκόρπισε απάνω στ´ άχερα, ο Παυλοκωσταντής.
-Έχε τ´ αμέντε σου μη μπα δε ξυπνήσω όντεν είναι η ώρα, επαράγγειλε τση Μαργής που είχε ήδη πάει στο σοφά και είχε βγαρμένο και το φυστάνι τση. Είδε τηνε ο Παυλοκωσταντής ξεκαπυρωμένη και εκατάλαβε τσοι προθέσεις τση, αν και το είχενε μυριστεί από την ώρα πούφερε την αθιβολή του Καλλιού, τση πρώτης του αγάπης...
Αμε στο διάολο σύρου στην άκρα , μη χάσω τη στραθιά το πρωί, χμμμ....
Μμμμ, κοντό δε κουβεντιάζεις όμορφα ...εμουρμούρισε παραπονιάρικα η Κερά ντου και κουκουλώθηκε από κορφής με το χιράμι... Κουρασμένοι κι οι δυό επήρανε μονορούφι τον ύπνο ίσαμε το πρώτο μετάπνισμα . Η Παυλοκωστίνα, απούχε έγνοια, επετάχτηκε κάτω από το σοφά, ήνοιξε τη πόρτα και εξάνοιξε το φεγγάρι απούχενε μπλειό βουτήξει προς τα δυτικά και πήγαινε να βασιλέψει.-
Σκώσου σκύλε και βασίλεψε το φεγγάρι. Σκώσου να φορτώσομε, μα απ' ότι θωρώ δα σκάσεις το γάιδαρο για νάσαι με την ώρα σου στο παζάρι..
Σκώσου ανεπρόκοπε να μη πιάσω το κουνενό με το νερό... Εσκώθηκε ο Παυλοκωνσταντής , εχασμουργήθηκε , ετέντωσε δυό τρεις φορές τα χέρια του πάνω κάτω να ξεμουδιάσουνε κι ήπιασε τα ρούχα ντου απο τη καρέκλα να τα βάλει.
Κάμε μου μπρε μάνι μάνι ένα καφέ να ξεξυπνήσω , εφώνιαξε τση κεράς του και ήσκυψε να δέσει τσοι αρβύλες του, λάφυρο από το στρατό που τσοι πρόσεχε σα τα μάθια ντου, για να τσοι φορεί στσοι στραθιές και νάχει στέρεο πάτημα στσοι κακοβολιές. Σβέλτος και χεροδύναμος ετοιμάστηκε τάκα-τάκα, εφόρτωσε με τη βοήθεια τση Κεράς του και τση διχαλόβεργας, ήκαμε το σταυρό ντου μουρμουρίζοντας "στ´όνομά σου Θέ μου", χαιρέτηξε τη Κερά ντου με ένα "καλή μέρα νάχομε" και μίλησε του γαϊδάρου χτυπώντας μαλακά τη χερούκλα ντου στη καπούλα ντου:
Πάμε κακομοίρη μου γιατί αργήσαμε.... Το φεγγάρι ήφεγγε σα νάτανε μέρα και διευκόλυνε τσοι πατημασές γαϊδάρου και στρατολάτη, στη δύσκολη και μακρινή διαδρομή μέχρι τουλάχιστον στση Συκιάς το Νερό που σωπάτιζε ο δρόμος και δεν είχε σκιάς την έγνοια να μη ξεσωμαρήσει ο γάιδαρος ... Καταϊδρωμένοι και οι δυό, εφτάξανε αργοπορημένοι στο Καστέλι την ώρα που το παζάρι ήτανε στη φούρια ντου. Όλοι ξανοίγανε να κάμουνε τη δουλειά ντως το γρηγορύτερο, μα πιο πολύ οι στρατολάτες απούχανε και την έγνοια τση επιστροφής. Ο Παυλοκωσταντής εξεφόρτωσε στο στέκι ντου, ήδεσε παραπέρα το γάιδαρο και ήρχιξε νς διαλαλεί το πράμα ντου:
Πατάτες καλές ...,μια κι ογδόντα η οκά... Η αργοπορία ντου δυσκόλεψε τη πούληση αλλά κατά το μεσημέρι είχε καταφέρει να ξεπουλήσει , ρίχνοντας μια δεκάρα πιό κάτω τη τιμή και κάνοντας υπολογισμό πως φτάνανε τα έσοδα τση πούλησης σκιάς για τα βιβλία του κοπελιού. Επέρασε από το φούρνο κι επήρε μια φρατζόλα κι ένα κουλούρι του κοπελιού, τάβαλε στο ντρουβά , έλυσε το γάιδαρο που περίμενε υπομονετικά , εκαβαλίκεψε και πήρε το δρόμο οπίσω για το Λασίθι. Οι άλλοι Λασιθιώτες στρατολάτες που ήτανε πιό προκομμένοι, είχανε ήδη φύγει μα του Παυλοκωσταντή δεν ίδρωνε τ´αυτί ντου.
Σε κι όντε πάμε...μουρμούρισε του γαϊδάρου που πήρε τη στράτα νωχελικά φορτωμένος το αφεντικό ντου. Ο γάιδαρος διαισθάνθηκε φαίνεται τη ραθυμία του αφεντικού ντου και κουρασμένος κι αυτός από τη πρωινή προσπάθεια , έσερνε κυριολεκτικά τα ζάλα ντου στο χωματόδρομο. Είχε βραδυάσει μπλειό οντεν ήφταξε ο γάιδαρος στση Συκιάς το Νερό και σταμάτησε παραπέρα από το Χάνι , γνωρίζοντας τη συνήθεια τ´ αφεντικού. Εξεπέζεψε ο Παυλοκωσταντής κι επότισε το ζωντανό ντου, τόδεσε σε μια δεματαρά, κι εμπήκε στο Χάνι κατά τη συνήθειά ντου, να φάει πράμα και να πιεί ένα κρασί προτού να πάρει το ανεβόλεμα και τη κακοτοπιά προς τσοι Βόλιτες. Εκαλησπέρισε τη ταβερνιάρισα που καθότανε με τον άντρα τζη σε να τραπεζάκι και τρώγανε δυό ελιές με ένα κομμάτι ψωμί κι ήκατσε κι αυτός παραδίπλα τως .
Πως επήε η πούληση, ερώτηξε ο άντρας τση ταβερνιάρισας, το Παυλοκωσταντή κι εσκώθηκε να περιποιηθεί το πελάτη...
Καλά επήε μωρέ Στεφανή μα ήργησα μιαολιά κι εβράδιασε μπλειό και δα παω νύχτα στο χωριό. Εξέκαμα και το γάιδαρο το πρωί από το ζόρε μου και προπατεί στανικός του. Πως διάολο δα τονε παω στο χωριό δε κατέχω ...
Κάτσε μωρέ να πιείς το κρασί σου και δα κάμομε κολάι.. είπε με αδιόρατο χαμόγελο ο Στεφανής ποκάτω απ´ τη μουστάκα ντου. Είχε περάσει καιρός από το συναπάντημά ντως στη Μεσάδα και τη παραξήγηση που πήγε να γενεί με το χωρατό του Παυλοκωσταντή για τη κερά ντου. Δεν είχε από τότε δοθεί συνέχεια και το περιστατικό ξεχάστηκε από το Παυλοκωσταντή . Ο Στεφανής όμως το θυμότανε και εγύρευγε ευκαιρία να απαντήσει με ανάλογο χωρατό στον "αντίδικό" του...
Στο νου ντου είχε ήδη καταστρώσει το σχέδιο και φαίνεται πως ήτανε εδά η ευκαιρία ... -Να φύγω θέλει Στεφανή γιατί δεν είναι μωρέ με τα καλά ντου το κτήμα μου και πως διάολο δα το παω στο Λασίθι δε κατέω καθόλου, είπε, κι ήλυσε το γάιδαρο από τη δεματαρά.
Στάσου μωρέ να σου πω, του φώνιαξε ο Στεφανής κι εσίμωσε κοντά ντως.
Να κιονέ το μπουκαλάκι, νέφτι έχει μέσα , πάρε και μιαολιά μπαμπάκι που έχω επαέ. Εδά που δα πάρεις απάνω τσοι Βόλιτες, ανε θωρείς και κολώνει ο γάιδαρος, βρέξε με κιονά πούχει το μπουκαλάκι το μπαμπάκι και βάλε το στο "πισινό" του γαϊδάρου . Πύραυλος δα γενεί , μα καλιά πάλι ετσά παρά να τονέ κοπανίζεις με τη διχαλόβεργα. Ο Παυλοκωσταντής εξάνοιξε δύσπιστα το Στεφανή και του ξεφύσηξε χαμογελώντας:
Άσε με μωρέ στο διάολο, που δα βάλω νέφτι στο κώλο του γαϊδάρου.....
Πάρε το παράωρε και μαγάρι να μη σου χρειαστεί , επέμεινε ο Στεφανής.
Χμμμ, κανόνισε να χάσω το γάιδαρο, μα βάσανά σου ύστερα.., είπε κι ήβαλε το μπουκαλάκι και ο μπαμπάκι στη τσέπη ντου. Ήκαμε απάνω το χαλιναρόσκοινο του γαϊδάρου και του μίλησε χαϊδευτικά :
Πάμε κακομοίρη να δούμε πως δα βγούμε τσοι Βόλιτες. Καλή βραδυά Στεφανή...
Επήρανε το δρόμο στανικός τως, γάιδαρος κι αφεντικό και πιο πολύ ο γάιδαρος... Μόλις επεράσανε τον Αη Γιώργη στη Μεσάδα και πιάσανε το ανεβόλεμα στσοι Βόλιτες . ήρχιξε ο γάιδαρος το αγκομαχητό . Ο Παυλοκωσταντής, τη μια με το συργούλιο, την άλλη με αγριοφωνάρες, χριστοπαναγίες και τη διχαλόβεργα, εκαταφέρανε κι δυό και φτάνανε στο μεσοστράτι στσοι Βόλιτες. Εκειά εστάθηκε ο γάιδαρος κι δεν εσάλευγε με τίποτα. Ήκατσε παραδίπλα κι τ´ αφεντικό για να πάρει τον αέρα ντου.
Αναθεμάτονε και δε δα τονε πάω στο χωριό, εμουρμούρισε.... Εκεινιά τη στιγμή θυμήθηκε το μπουκαλάκι με το νέφτι .
Λες να κάμει δουλειά ; ....Για να δούμε μωρέ, εψυθίρησε και κάνει τη συνταγή του Στεφανή.
Σηκώνεται και τρίβει το πισινό του γαϊδάρου με το μπαμπάκι που μούσκεψε στο νέφτι. Σύρνει πήδο ο γάιδαρος και παίρνει απάνω τη στράτα.
Ήπιασε , εφώνιαξε ενθουσιασμένος και πήρε αξοπίσω το γάιδαρο, που ανέβαινε τ´ ανεβόλεμα σαν νάτανε σώπατο. Κλουθά ξωπίσω ο Παυλοκωσταντής , μα ύστερα από δυό-τρεις στροφές ήρχιξε να κολώνει. Ο γάιδαρος επήγαινε τση μπάλας και ξέφυγε ομπρός δυό τρεις στροφές. Ήπιασε πανικός το Παυλοκωσταντή.
Αναθεμάτονε, να ξεστρατίσει θέλει πουθενά και δα τονε χάσω , εσκέφτηκε.
Ήντα δα κάμω εδά; Εκειά απάνω στο πανικό ντου, του κατέβηκε η φαεινή ιδέα, να κάνει του πισινού ντου , ότι ήκαμε του γαϊδάρου ... Ήρπαξε ο κώλος του φωθιά και πήρε απάνω σαν αγριόγιδα.... Οντεν εσωπάτιζε στου Τσούλη το Μνήμα , είδε στη κάτω μπάντα τςη Χορτασάς το γάιδαρο να πηγαίνει τσουράς προς το χωριό.
Να τονε φτάξω θέλει εσκέφτηκε και πήρε κάτω το χύμα. Μα που... ο γάιδαρος είχε ακόμη ζόρε στο πισινό ντου... Μα πιό πολύ είχενε ο Παυλοκωσταντής , που στο σώπατο του κάμπου εμάρσαρε παραπάνω κι εσίμωσε καλά του γαϊδάρου . Είχενε μπλειό ξεθυμάνει το νέφτι στο πισινό ντου και ήκοβε αυγά σιγά αποκαμωμένος ταχύτητα . Έφτανε κιόλας στο σπίτι ντως.
Ακριβώς εκειά στο σπίτι ντου ομπρός τονε κατάφταξε κι ο Παυλοκωςταντής κατακόκκινος από το ζόρε, μα και το νέφτι να συνεχίζει να τονε γαργαλεί στο πισινό .Βάνει τσοι φωνές τση κεράς του που βγήκε να τσοι καλωσορίσει:
Γυναίκα , δέσε το γάιδαρο και πότισέ τονε, γιατί εγώ χω μια παραγγελιά παραπέρα να πάω , είπε και ξεχύθηκε προς τη μπάντα του κάμπου να κάψει το υπόλοιπο ...νέφτι που του γαργάλιενε ακόμη το πισινό...